Ο Χρύσανθος  αγόρασε δύο  όμοια όμορφα ρολόγια. Έδειχναν την ώρα, την ημέρα της εβδομάδας και την ημερομηνία. Ήταν πανέμορφα, σαν τις  δύο εγγονούλες του , δίδυμες, την Τριανταφυλλιά και την Γαριφαλιά, που είχαν γενέθλια. Ας  σημειωθεί  ότι στην οικογένειά τους  παράδοση είχαν να δίνουν ονόματα λουλουδιών στα παιδιά τους. Οι εγγονούλες  έκλειναν  τα δεκατρία τους  χρόνια. Θα πήγαιναν τώρα πρώτη τάξη γυμνασίου. Τα ρολόγια λειτουργούσαν με μπαταρίες μικρές, τύπου κουμπιού. Οι εγγονούλες  βέβαια  θα προτιμούσαν εκείνα τα μοντέρνα ρολογάκια, που δείχνουν παλμούς καρδιάς, αρτηριακή πίεση, ώρες ύπνου, πόσα βήματα έχεις κάνει… και συνδέονται και με το κινητό σου. Όμως ο παππούς   μισεί τις ακτινοβολίες με τις οποίες αυτά τα μοντέρνα ρολόγια λειτουργούν. Τις θεωρεί επικίνδυνες.

Ο Χρύσανθος , χαρακτήρας ευαίσθητος, εκείνο το πρωί ήταν συναισθηματικά φορτισμένος. Είχε ακούσει από το ραδιόφωνο τραγούδια μικρασιάτικα, με τον χαρακτηριστικό τους μακρόσυρτο ρυθμό. Ένα μάλιστα (Σ’ τό ‘πα και σ’ το ξαναλέω/ στο γιαλό μην κατεβείς…) συνήθιζε να το τραγουδά η μάνα του, Μικρασιάτισσα, χρόνια τώρα πεθαμένη, που είχε ωραία φωνή, περίπου σαν της Μαρίζας Κωχ. Και συγκινήθηκε. Είχε ακούσει και τον θάνατο του Θεοδωράκη, που την μουσική του την λάτρευε (είχε πάει και σε συγκεντρώσεις του) από τότε που ήταν φοιτητής στην Θεσσαλονίκη. Άκουγε τώρα από την τηλεόραση τα τραγούδια του και του ερχότανε να κλάψει. Έτσι φορτισμένος  ξεκίνησε να επισκεφθεί τις εγγονούλες του. Κοντά του έμεναν. Τον αγκάλιασαν, αλλά δεν τον φίλησαν (πανδημία!) Δάκρυσε ο παππούς. Η Τριανταφυλλιά – είχε το όνομα της μητέρας του-  το πρόσεξε.

– Τι έχεις, παππού; τον ρώτησε.

– Τίποτα, κοπέλα μου.

– Μα εσύ δάκρυσες…

– Είναι από την χαρά μου, που σας βλέπω…

Τους  χάρισε τα ρολόγια. Χάρηκαν. Τους άρεσαν πάρα πολύ. Και η χαρά τις έκανε να φαίνονται ακόμη πιο όμορφες. Πραγματικά αγγελούδια. (Μήπως ήταν η αγάπη του που τον έκανε να τις βλέπει έτσι;)  Τον κέρασαν ένα παστάκι και λικέρ. Και εκείνος τους ευχήθηκε να ζήσουν χρόνια πολλά, να κλάψουν και να χαρούν στην ζωή τους.

– Παππού, γιατί μας εύχεσαι να κλάψουμε και να χαρούμε; Εμείς προτιμούμε μόνο την χαρά, διαμαρτυρήθηκε η Τριανταφυλλιά.

– Γιατί, αν δεν κλάψεις, την αξία της χαράς στην ζωή δεν μπορείς να την καταλάβεις. Αν  δεν αρρωστήσεις, την αξία της υγείας  δεν μπορείς να την καταλάβεις. Αν δεν κουραστείς, την αξία της ξεκούρασης  ποτέ δεν θα την νιώσεις. Αν δεν διψάσεις, την απόλαυση να πιείς  ένα ποτήρι δροσερό νερό ποτέ δεν θα την αισθανθείς. Αν δεν δυσκολευτείς, την αξία της ευκολίας  ποτέ δεν θα την εκτιμήσεις… Και τα λοιπά.

Στο μεταξύ κατέφτασε και η γιαγιά από το σόι του πατέρα τους. Και μετά από ένα «Γεια σου, συμπέθερε», αφού κοίταξε τις εγγονές, σαν να είχε πολύ καιρό να τις δει, άρχισε τα συνηθισμένα.

– Φτου, φτου! Πόσο μεγαλώσατε! Πόσο όμορφες γίνατε…

– Μην τις φτύνεις, καλέ μαμά. Θα τους κολλήσεις κορονοϊό…  διαμαρτυρήθηκε η κόρη.

– Παππού, εσένα τώρα σε στενοχωρεί, σε δυσκολεύει τίποτα;  ρώτησε η Γαριφαλιά.

– Τώρα που γέρασα… δυσκολεύομαι να κόψω τα νύχια των ποδιών μου, απάντησε ο παππούς γελώντας.

– Να σ’ τα κόβει η συμπεθέρα! πετάχτηκε η γιαγιά.

Ενώ έλεγαν αυτά, οι δύο εγγονούλες, πανόμοιες, αξεχώριστες, ξανθές, πανέμορφες γαλανομάτες, φορώντας τα ίδια ρούχα, τους κοίταζαν περίεργα με τα μεγάλα  μάτια τους. Προσπαθούσαν να καταλάβουν  τα σοφά λόγια του παππού τους. Και η στάση τους αυτή της  απορίας μεγάλωνε τα μάτια τους και τις έδειχνε ακόμη  πιο ωραίες. Και ο παππούς όλο θαύμαζε την ομορφιά τους, που με την απορία τους  γινόταν ακόμη πιο έντονη.  Και η μαμά τους η Ζουμπουλιά, κόρη του παππού Χρύσανθου, περήφανη, καμάρωνε και απολάμβανε την  όμορφη σκηνή με τα παιδιά της, αλλά και την σοφία του παππού Χρύσανθου, που ήταν ο δικός της πατέρας.