Με αφορμή το πρόσφατο γεγονός του απάνθρωπου ξυλοδαρμού του Ελληνοκαναδού στο Ηράκλειο, αυτή την άδικη και ντροπιαστική βία που εκδηλώθηκε για άλλη μία φορά στον τόπο μας, με τις συλλήψεις των υπαίτιων να εξακολουθούν να εκκρεμούν, θυμήθηκα μια ιστορία για τη γνήσια Κρήτη, που μου τη διηγήθηκε καλός φίλος, λόγιος και γνωστός ομιλητής σε πολλές διαλέξεις.

«Δεν πάνε χρόνια, που ένας Κρητικός θείος μαζί με έναν ανιψιό του, μικρό παιδί από την πάνω Ελλάδα, βρέθηκαν σε χωριό στην περιοχή των Σφακίων, σε έναν γάμο. Εκεί γίνονταν τα γνωστά, μπαλωθιές, φωνές, χοροί, γλέντι τρικούβερτο.

Κάποιοι είχαν βγάλει πιστόλια, τουφέκια και πυροβολούσαν δείχνοντας την κακώς εννοούμενη «αντριγιά». Κοιτούσε το παιδί σαστισμένο. Βλέπει λίγο πιο πέρα να κάθονται σ’ ένα τραπέζι δέκα άντρες, σοβαροί, αμίλητοι, μετρημένοι, χωρίς πολλά-πολλά και μπαλωθιές.

Ούτε ένα όπλο στο τραπέζι τους. Σε μια στιγμή λέει στον θείο του: «Μπάρμπα, αυτοί που κάθονται στο τραπέζι ήσυχοι, δεν μιλούν, δεν πυροβολούν, ούτε χορεύουν… Φοβούνται τις μπαλωθιές γιατί είναι επικίνδυνες;».

Ο θείος του το κοίταξε και του είπε: «Παιδί μου, αυτοί εκεί που κάθονται άοπλοι και δεν μιλούνε, ούτε δείχνουνε την παλικαριά τους με όπλα όπως άλλοι, είναι οι πιο αληθινοί, οι πιο γνήσιοι Κρητικοί άνδρες, ατρόμητοι.

Δεν μιλάνε και είναι ήσυχοι γιατί οι ίδιοι είναι φωτιά. Δες τη ματιά τους, άκου τη σιωπή τους. Η Κρήτη, όποτε χρειάστηκε, με τέτοια παλικάρια πολέμησε. Το όνομα της γενναιότητας, αυτοί το έδειξαν και το στήριξαν, τέτοιοι άνδρες έδωσαν τη ζωή τους.

Δεν θα δείξουν τίποτα αυτή τη στιγμή. Δεν είναι «δήθεν», είναι γνήσιοι, δεν θα δεις πράμα απ’ αυτούς, γιατί ανάγκη δεν το ‘χουν. Κι αν θελήσουν να σου μιλήσουν, μ’ ένα βλέμμα θα το κάνουν και με μια κίνηση του χεριού τους. Αυτοί, δεν θα προβάλλουν κάτι που δεν είναι.

Δεν τρέφονται από τον πόνο, τον φόβο και την αδυναμία του άλλου γιατί ξέρουν από δύναμη. Αγαπούν τους αδύναμους, παιδιά, γυναίκες κι άλλους κι επειδή είναι δυνατοί, θέλουν να τους βοηθούν.

Αυτή είναι η Κρήτη, η αληθινή Κρήτη, οι άνθρωποι που κοιτάς τώρα. Αυτή είναι η Κρήτη, που δεν έχει ανάγκη τον φόβο, παλεύει με τον φόβο, τιμά την ιστορία, το όνομα και την ύπαρξή της».

Το παιδί τον κοίταξε και ξανακοίταξε και τους καθισμένους άντρες στο τραπέζι. Ήταν αμίλητοι κι έβλεπαν τους χορούς. Κάποια στιγμή, ένας από αυτούς γύρισε προς το το παιδί.

Σήκωσε ήσυχα το χέρι του και το χαιρέτησε…