«Κατέβηκα απ’ το τρένο
Κι είπα αντίο σ’ αυτόν που γνώρισα
Οκτώ ώρες είμαστε μαζί
Κι είχαμε μια ωραία κουβέντα,
Φιλία στο ταξίδι.
Με λύπη κατέβηκα, λύπη ν’ αφήσω
Το φίλο της τύχης που ποτέ δεν έμαθα τ’ όνομά του.
Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα…
Κάθε αντίο και θάνατος είναι
Στο τρένο που ονομάζουμε ζωή.
Είμαστε όλοι της τύχης συμβάντα
Ο ένας στη ζωή του άλλου,
Κι όλοι λυπούμαστε σαν έρθει η ώρα να κατέβουμε».
Πενήντα επτά συμπολίτες μας δεν θα κατέβουν ποτέ πια από το τρένο και δεν θα πουν ποτέ αντίο αναμεταξύ τους, στις αποβάθρες των σταθμών που θα αποβιβάζονταν. Τα τοπία που ταξίδευαν μέσα τους, ήταν στη διαδρομή για το ύστατο ταξίδι, στην τελευταία πράξη. Θάνατοι σε ευθείες γραμμές, ταξίδια που δεν τελειώνουν ποτέ…
Τώρα σχήματα αγγελικά, συνεχίζουν να ταξιδεύουν, σφιχταγκαλιασμένοι συνταξιδιώτες μια παρέα όλοι μαζί για το άγνωστο.
Στα παγερά σκοτάδια της άχρονης μονιμότητας της αιωνιότητας. Έτσι σαν αερικά σε μια στοιχειωμένη χώρα που η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν είναι περισσότερη, όσο από μια κλωστή που την κρατά. Όσο περίπου και η αξία του μύθου του «ποτέ ξανά». «Ποτέ ξανά» είχαμε πει στη Ρικομέξ, στο ναυάγιο του Σαμίνα, στις πυρκαγιές της Ηλείας, στην πυρκαγιά στο Μάτι… Σε πολλές τραγωδίες που δεν σου ‘ρχονται τώρα στη θολούρα των ημερών. Όλη η Ελλάδα ένα ατέλειωτο ξόδι. Είμαστε όλοι με ακρωτηριασμένες ψυχές.
Νέοι που βλέπουν όχι μόνο διαμελισμένα τα όνειρά τους, αλλά τόσο εύκολα πια και τα κορμιά τους από πυρακτωμένες λαμαρίνες τρένων που κινούνται ανάποδα στις ίδιες ράγες. Άκουγα συμπτωματικά τον εργώδη στο πόστο του Κ. Πιερρακάκη μια μέρα πριν την τραγωδία, να τονίζει ότι σύντομα στη χώρα μας, στην εποχή των κινητών δικτύων πέμπτης γενιάς, φορτηγά θα κινούνται στους δρόμους χωρίς οδηγούς! Αλήθεια τι οξύμωρο και τι κυνικό! Δεν πέρασαν λίγες ώρες και συνέβη αυτό που δεν έγινε ούτε την εποχή που πρωτοανακαλύφτηκε ο σιδηρόδρομος.
Βρήκα τους παραπάνω ταιριαστούς στίχους της εισαγωγής από το «βιβλίο της ανησυχίας» του Fernando Pessoa, του ποιητή με τις πολλές ετερωνυμίες. Στίχοι ενορατικοί που δίνουν τον πιο τραγικό τόνο αυτής της συμφοράς. Ο Pessoa ήταν ο παγκόσμιος ποιητής με τα πολλά πρόσωπα, όπως είναι πολλά τα πρόσωπα που ευθύνονται για αυτό το στυγερό και διαχρονικό εθνικό έγκλημα στα Τέμπη. Και δεν είναι μόνον ο σταθμάρχης και το «ανθρώπινο λάθος» .
Ο δικός μας ο Τάσος Λειβαδίτης, είχε γράψει πριν από πολλές δεκαετίες με μια ανατριχιαστική προφητική αποστροφή στα «χειρόγραφα του φθινοπώρου», πως «…καμιά φορά το σφύριγμα ενός τραίνου μες στη νύχτα έχει κάτι από την αιώνια αναχώρηση ‒ω μη μιλάτε‒ ίσως να μην ξημερώσει πια».
Κατά πως φαίνεται δύσκολα ξημερώνει πια στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει ζωντανός που να μην τον κυνηγούν εφιάλτες. Ακουμπάς τους αγκώνες στο γραφείο, κι έχεις ανάμεσά τους σκυφτό το κεφάλι. Θέλεις να κλάψεις αλλά δεν βρίσκεις δάκρυα. Είναι πάνω από μια βδομάδα μετά από την άφατη εθνική τραγωδία, και αντί να δεσπόζει, μόνο από σεβασμό στη μνήμη των νεκρών ο ήχος της σιωπής, τύμπανα μιας ατελείωτης φλυαρίας πολιτικών σκοπιμοτήτων πλανώνται παντού.
Και στην σημερινή Ελλάδα που νομίζαμε ότι με σταθερό βηματισμό αυτή συγχρονίζει την παρουσία της στον κόσμο, ξαφνικά είδαμε μια περίπου αναμενόμενη τραγωδία. Απότοκο μιας παλιάς Ελλάδας που λάνθανε δίπλα μας, και που καμιά μεταπολιτευτική κυβέρνηση δεν τόλμησε ίσως να αγγίξει και που όπως αποδεικνύεται καθημερινά, λειτουργούσε σαν παρακράτος μέσα στο κράτος.
Στην αρχαία ελληνική τραγωδία που ο θάνατος κυριαρχεί παντού σαν την ακραία μεταβολή του περάσματος από μια ευτυχισμένη κατάσταση σε μια δυστυχία, από την καλή τύχη στην κακή, αυτοί οι φρικτοί θάνατοι όπως στα Τέμπη δεν υπάρχουν σε καμιά περιγραφή του αττικού δράματος. Ο θάνατος που συνέβαλλε στον “ἔλεον” και στον “φόβον”, εδώ ξεπερνά κάθε φαντασία ακόμη και των αρχαίων τραγωδών. Άνθρωποι που διαμελίζονται, άνθρωποι που εξαϋλώνονται, φέρετρα χωρίς περιεχόμενο, τάφοι ορφανεμένοι από το θάνατο.
Λένε ότι η τυφλή Δικαιοσύνη θα αποδώσει τη Νέμεσιν. Ας κρατάμε μικρό καλάθι. Δεν είμαι αισιόδοξος παρά τις άστοχες και κινδυνώδεις μεγαλοστομίες ηρωικής αυτοεπιβεβαίωσης κυρίως, και από τη δική της μεριά. Αλήθεια, μέχρι πότε και μετά από πόσο πια μεγαλύτερες εθνικές συμφορές, και για πόσο καιρό θα συνεχίσουμε να ζούμε με αστείους μύθους σε αυτή τη χώρα;
Πόσο ανεξάρτητη μπορεί να είναι μια Δικαιοσύνη που την ανώτατη ηγεσία της, τη διορίζει η εκάστοτε κυβέρνηση; Για πόσους καιρούς θα συνεχίζουμε ως Κοινωνία και χώρα να αυτογελοιοποιούμαστε στην οικουμένη; Κατά πόσο η τυφλή Δικαιοσύνη θα μπορέσει στα σκοτάδια να ψαχουλέψει και να αγγίξει τους διαχρονικούς πολιτικούς που είναι οι ηθικοί αυτουργοί αυτού του εθνικού κακουργήματος διαρκείας; Άλλωστε σε τούτη τη χώρα έχουμε κοντή, πολύ κοντή μνήμη και αρεσκόμαστε να αυτοχειροκροτούμαστε για τα ιδεώδη. Το ξέσπασμα κλάματος του (πρώην) υπουργού Μεταφορών Κ. Καραμανλή στον τόπο της τραγωδίας και η σιωπή του εξαφανισμένου Χ. Σπίρτζη, μπορεί και να ήταν οι Ερινύες που κάποτε-κάποτε ξεσπούν και κάποτε κάνουν τις πάπιες…
Φωτογραφία: Σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 07.03.23. Ο τίτλος είναι δάνειος από «Άξιον Εστί» του Ο. Ελύτη.