Η ελληνική γλώσσα έχει πέντε μόνο φωνήεντα, σαφώς και ευκρινώς προφερόμενα και μη συγχεόμενα μεταξύ τους (προτέρημα της ελληνικής): a, e, i, o, u. Η προφορά τους δεν αλλάζει, είτε τονισμένη είτε άτονη είναι η συλλαβή στην οποία βρίσκονται: χαρά, Κρήτη(1). Το a συμβολίζεται με ένα μόνο τρόπο, με το α του ελληνικού αλφαβήτου. Το e με δύο τρόπους: ε, αι (ιστορική ορθογραφία). Το i συμβολίζεται με έξι τρόπους: ι, η, υ, ει, οι, υι, κάτι πραγματικώς παράξενο, που προέκυψε από την εξέλιξη της προφοράς των φθόγγων ανά τους αιώνες στην γλώσσα μας (2).

Σε όλον πάντως τον Μεσαίωνα και μέχρι την εποχή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου (9ος αιώνας μ. Χ.) το  υ και το οι προφέρονταν ομοιοτρόπως, όπως το γαλλικό u ή το γερμανικό u Umlaut (ü), και συγχέονταν μεταξύ τους  ορθογραφικώς. Για το γεγονός αυτό υπάρχουν σαφεἰς αποδείξεις, αν και στις μέρες μας αυτός ο φθόγγος  (ü) δεν υπάρχει πια.

Στα αρχαία χρόνια το  υ προφερόταν όπως το γερμανικό u ή το νεοελληνικό ου. Ο φθόγγος ο συμβολίζεται  με δύο τρόπους: ο και ω. Για τον φθόγγο u δεν έχομε ειδικό γράμμα και τον συμβολίζομε με την «δίφθογγο» (αρχαία ονομασία, σήμερα: δίψηφο φωνήεν) ου.

Στην νεοελληνική γλώσσα υπάρχουν και πραγματικές δίφθογγοι, που, πολύ παράξενα, δεν τις προσέχομε και δεν τους δίνομε μεγάλη σημασία. Π. χ. δίφθογγος είναι το ai  στην λέξη γάιδαρος. Το ai εδώ δημιουργεί, μαζί με το γ, μία συλλαβή αποτελούμενη από ένα σύμφωνο και δύο φωνήεντα. Και αυτό το καταλαβαίνομε από το ότι η λέξη προφέρεται τρισυλλάβως: γάι-δα-ρος.

Αλλιώς, αν δηλαδή προφερόταν τετρασυλλάβως (γά-ι-δα-ρος), θα είχαμε παράβαση του νόμου της  τρισυλλαβίας στον τονισμό. Δηλαδή θα είχαμε τονισμό της  τέταρτης – μετρώντας από το τέλος προς την αρχή – συλλαβής, πράγμα αδύνατο στην ελληνική γλώσσα, μολονότι στην αγγλική και στην γερμανική αυτό είναι δυνατό, π. χ. αγγλικά:  cέremony, nέcessary, γερμανικά:   Άrbeiterin, ich άrbeitete.

Άλλη τέτοια περίπτωση διφθόγγου στην ελληνική γλώσσα είναι το  oi  π. χ. στο κορόιδευε (προφορά: κο-ρόι-δε-βε). Επίσης μονοσυλλάβως, ως πραγματική δίφθογγος, προφέρεται και το  ei  στα λέει, κλαίει, εβραίικος, σμυρναίικος…

Δίψηφα φωνήεντα ονομάζομε σήμερα τις παλιές διφθόγγους  αι, ει, οι, ου, υι. Αυτός όμως ο όρος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τις αρχαίες διφθόγγους αυ, ευ, ηυ, στις οποίες η προφορά του  υ  κατέληξε να είναι συμφωνική, και εξαρτάται από το γράμμα που ακολουθεί. Σ’ αυτές  το  υ  προφέρεται ως  β, αν ακολουθεί φωνήεν ή ηχηρό σύμφωνο: ευεργέτης, αύριο, ως  φ  αν ακολουθεί άηχο σύμφωνο: ευχαριστώ, αυτός, ηυξημένος.

Στα σύμφωνα τέτοια ποικιλία για την παράσταση του ίδιου φθόγγου (εκτός από τα δύο: σ,ς στην μικρογράμματη γραφή) δεν έχομε.

Εδώ όμως σταματώ, για να μη σας μπερδέψω περισσότερο και καταλήξει δυσάρεστο το ανάγνωσμα.

Σημειώσεις

1)Παρόμοια ευκρίνεια προφοράς φωνηέντων έχει και η ιταλική.

2) Στα αρχαία χρόνια το Η προφερόταν σαν ee, όπως  περίπου το  –εαι- στην λέξη λέαινα, το Ω σαν oo όπως περίπου στην λέξη πρόοδος, το Υ  όπως το u στην λέξη κούπα, η δίφθογγος ΟΙ περίπου όπως το ωει στην λέξη τρώει, η δίφθογγος ΕΙ όπως το εει στην λέξη ρέει κτλ. Οι ξένοι, όσοι διδάσκουν αρχαία ελληνικά στα πανεπιστήμιά τους, διαβάζουν τα αρχαία κείμενα με την αρχαία τους, όχι την νεοελληνική, προφορά (ερασμιακή προφορά).