Κοιτώ έξω από το παράθυρο. Το φθινόπωρo ήρθε, αν και κάπου κάποιοι το καθυστέρησαν.
Αντίθετα, οι σκέψεις προσέρχονται βιαστικές, συντροφιά με πολυταξιδεμένους συνειρμούς και δασκαλεμένες από τη ζωή ότι, δείτε καθημερινά γύρωθέ μας – οι επιλογές σου είναι πάντα που σου συντρέχουν ανιδιοτελώς κόντρα σε όσους, από εγωπάθεια και ιδιοτέλεια και δόλο και κακία και αλαζονία, σε κατατρέχουν…
Τα φίδια, που ανταμώνεις, εκών και άκων, ανεβαίνοντας της ζωής σκαλί – σκαλί τις σκάλες, δεν ξέρουνε γραφή κι ανάγνωση. Κανείς δεν θέλησε να τα στείλει ποτέ σε σχολείο!
Γιατί εάν μάθουνε γράμματα, θα γράψουνε και στα πέρατα του κόσμου, θα διαδώσουν πώς η θρασυτάτη Εύα και ο δολερός Αδάμ ξεγελάσανε και πληγώσανε τον όφιν και σκορπίσανε στο γένος των φιδιών τη δική τους αμαρτία… Για ν’ αποκρύψουνε, τάχα, τις αδυναμίες των ανθρώπων; Ορισμένοι άνθρωποι είναι ανόητοι;
Με πέτρες χτίζουμε σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία, ναούς… Αλλ’ αυτοί, σε καιρό ειρήνης, πετροβολώντας, φωτεινούς σηματοδότες σπάνε. Τους στέκονται, βλέπεις, εμπόδια!
Και αηδόνια, χάριν παιδιάς, σκοτώνουν. Τους ενοχλεί, έτσι θαρρούν, το γλυκύ κελάηδημα!
Μα, με την πετροψυχιά ετούτη, απορφανίζουνε το μέλλον τους μόνοι τους, ανερυθρίαστα και χωρίς Ερινύες… Από μπροστοκριούς, ήρωες και ποιητές! Πριν μάθουνε οι άνθρωποι τα διαστημόπλοια, είχαμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας μόνον τ’ αεροπλάνα και όλα τα θεόπλαστα πτηνά τ’ ουρανού. Πριν γνωρίσουνε τ’ αυτοκίνητα τα πολύβουα, μετακινούνταν με ιππήλατες άμαξες, ποδήλατα, ατμοκίνητα, τρένα.
Πριν στις θάλασσες ρίξουνε γοργοτάξιδα πλοία για μακρινούς από τα γενέθλια χώματα πλόες, κολυμπούσαν, αψηφώντας τα βαθιά ή κρύα νερά.
Μ’ απ’ όλα πρώτα – πρώτα, όταν ήθελαν και πόθησαν τους άλλους ν’ ανταμώσουν, έμαθαν όρθιοι να στέκονται και να περπατούν.
Την ίδια περίπου εποχή, φώλιασε, χωρίς εγωισμούς και ζηλοφθονίες, βία και βιασύνη, ανόθευτη κι άδολη αγάπη μέσα τους για πρώτη φορά…