Έχει ο Ιούλης τις γιορτές του με τους Αγίους Μάρτυρες, τους θεραπευτές όπως έχουμε αναφερθεί και άλλες φορές, αλλά είναι και ο μήνας ορόσημο στη γεωργική μας παράδοση. Μέσα του μηνός περίπου και συγκεκριμένα στην εορτή της Αγίας Μαρίνας ο λαός μας βρίσκεται ή μάλλον βρισκόταν μπροστά σε ποσότητες φρούτων αυτής της εποχής και συγκεκριμένα ενώπιον των εύγευστων σύκων.

Τότε οι συκιές και τα σύκα αφθονούσαν, σήμερα έχομε σύκα εισαγωγής, μεγάλα και εμφανίσημα αλλά χωρίς εκείνη την μοναδική νοστιμιά των ντόπιων σύκων. Όμως η μεγάλη παραγωγή τους συνέπιπτε με τη γιορτή της Αγίας Μαρίνας γι’ αυτό και ο λαός μας έλεγε: Απ’ του Αγιού Πνευμάτου ρώγα και τσ’ Αγιάς Μαρίνας σύκα”.

Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου στον Λαύκο του Νοτίου Πηλίου υπήρχαν πολλές συκιές, άνυδρες, με μικρά σύκα, έχοντας λεπτό περίβλημα. Σήμερα δυστυχώς έχουν αποξεραθεί τα δέντρα, τα χωράφια έχουν ερημώσει και πολλοί από μας τους νεότερους ιδιοκτήτες δεν γνωρίζουμε ούτε σύνορα ούτε καν πού βρίσκονται.

Ας είναι όμως, υπήρχε και υπάρχει και στην πατρίδα λαϊκή αναφορά γι’ αυτό το φρούτο με τους παρακάτω στίχους: “Της Αγίας Μαρίνας σύκο

και τ’ Άη Λια σταφύλι

τ’ Αγιού Παντελεήμονα

έλα με το κοφίνι”.

Περίμεναν δηλαδή οι αγρότες, οι άνθρωποι του χωριού μας αλλά και της ευρύτερης περιοχής, την εορτή του Αγίου Παντελεήμονα να πάνε στους αγρούς και να γεμίσουν τα κοφίνια τους (τα καλάθια τους), δηλαδή με τα συκοστάφυλά τους, όπως τα έλεγαν.

Θυμάμαι την μακαρίτισσα τη γιαγιά μου τη Θεσσαλία, έτσι την έλεγαν, την μητέρα του πατέρα μου να με παίρνει και να γεμίζουμε το καλάθι με σύκα στην κάτω μεριά από πάνω σταφύλια (ροζακιά και ροδίτες κυρίως) και από πάνω έβαζε η γιαγιά μου φύλλα συκιάς για να τα σκεπάσει. Προφανώς απέβλεπε η γιαγιά μου μ’ αυτό τον τρόπο στο να διατηρούνται δροσερά και φρέσκα, φέρνοντας στο μυαλό μου τους πρωτόπλαστους και το προπατορικό τους αμάρτημα, το οποίο τελικά δεν κατέστη δυνατόν να το καλύψουν τα φύλλα αυτού του οπωροφόρου δέντρου, με το οποίο ο ίδιος ο Θεός είχε στολίσει τον παράδεισο.  Ένα δέντρο λοιπόν θεοφύτευτο, μαζί μ’ αυτό της μηλιάς, που ο καρπός της συνετέλεσε στο να διαπραχθεί το αμάρτημα των προπατόρων μας, Αδάμ και Εύας. Τα σύκα επίσης ως φρούτα μάγεψαν με τη νοστιμιά τους και με την γλύκα τους και τον ίδιο τον Ξέρξη. Την πληροφορία αυτή αναφέρει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Αργυροκάστρου, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και φλογερός Ηπειρώτης, ο Ευλόγιος Κουρίλλας. Την παραθέτω αφού την διάβασα στην εφημερίδα ο Δημοκράτης, 14η Αυγούστου του 1987 στην στήλη “δια χειρός Κωστή Φραγκούλη” με τίτλο “η εκστρατεία των σύκων”.

“Λέγεται ότι ο Μέγας Βασιλεύς ο Ξέρξης έφαγε για πρώτη φορά σύκα τα οποία του πρόσφερε δώρο κάποιος φίλος του από την Ελλάδα, τόσο πολύ ενθουσιάστηκε από τη γλύκα τους ώστε, αφού κατεβρόχθισε το καλάθι σχεδόν, ερώτησε ποια χώρα παράγει τον εξαίρετο αυτό καρπό.

-Η Ελλάδα! του είπανε.

-Η Ελλάδα; Μα τότε πρέπει εξάπαντος να την κατακτήσω!

Όπως ξέρωμε όμως η εκστρατεία εκείνη-”Των Σύκων” θα μπορούσαμε να την πούμε- του βγήκε από τη μύτη και γύρισε κακήν-κακώς πίσω στα Σούσα κατησχυμένος και με την ψυχή στα δόντια.

Γιατί οι Έλληνες δεν αμύνθηκαν για τα… σύκα τους αλλά για τις εστίες και την ελευθερία τους.

Και τον τσακίσανε σκληρά και τελειωτικά στη Σαλαμίνα.

Και από τότε όταν άκουε για την Ελλάδα και τα σύκα της τον έπιανε αλλεργία.

Δεν τα γράφει βέβαια ακριβώς έτσι ο αοίδιμος συγγραφέας των Δασοπονικών, όπου πλέκει το εγκώμιο των σύκων χλωρών και αποξηραμένων, ίσχαδες και πιταρίδες γιατί βοηθούν και στηλώνουν τις καρδιές των καλογήρων στις νηστείες, αλλά δεν απέχει νομίζω πολύ από τα πράγματα το δικό μας συμπέρασμα για την πικρή εμπειρία που απεκόμισε ο Ξέρξης για την Ελλάδα με τα… σύκα της! Γιατί εκεί έμαθε “πόσα… σύκα βάνει ο σάκκος”!

Τα σύκα βέβαια περάσανε στην λαϊκή αργκώ με την παράνομη ερωτική σχέση. Παράνομη για τους άλλους τους απέξω, για τους δύο νόμιμη και φλογερή. Χαρακτηριστικό το παρακάτω δίστιχο που δηλώνει αυτή τη σχέση κάθε άλλο παρά ολοκληρωμένη…

“Στον ποταμό ‘χει μια συκιά, που κάνει ωραία σύκα,

μόλις αποκρεμάστηκα…

μα πάνω δεν εβγήκα”.

Αλληγορική λοιπόν η σημασία του σύκου και για τη γριά που είχε γλυκαθεί μ’ αυτά και όλο το βράδυ τα επιθυμούσε:

“Εγλυκάθη η γριά στα σύκα

κιόλη νύχτα τ’ ανεζήτα”.

Αυτά όμως δεν αφήνουν αδιάφορο και τον γέρο που δεν λέει να κρύψει τον εγωισμό του και να θυμηθεί παλιές καλές εποχές και απευθυνόμενος στη γριά της λέει:

“Θα θυμάσαι τότε γρα μου, ‘κεινη την καλοχρονιά…

που εμάζευα τα σύκα, από πάνω απ’ τη συκιά,

γέμιζα όλο το καλάθι…

κι έτρωγε κι η γειτονιά”.

Περί συκοφλυαρίας ο λόγος λοιπόν, εν τω μεσω αυτού του μηνός, του Ιούλη, του αλωνάρη ή αλωνιστή, του γυαλικού ή γυαλιστή (αφού γυαλίζουν οι ρώγες των σταφυλιών), του χορτοθέρη ή χορτοκόπου (κόβουν τα χόρτα), του φουσκόμηνα (που φουσκώνουν τα σύκα).