Τα  πρόσφατα δυσάρεστα  γεγονότα   α. Της  παρεμπόδισης,  από τουρκικά πολεμικά πλοία  του ιταλικού γεωτρύπανου     στο «οικόπεδο» 10  της ΑΟΖ της Κύπρου β. Του θερμού   επεισοδίου στα ΙΜΙΑ  με τον εμβολισμό της ελληνικής ακταιωρού  και γ. Της σύλληψης από   Τούρκους κομμάντος των δύο Ελλήνων αξιωματικών στον ΕΒΡΟ και η κράτησή τους σε φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης,  με απροσδιόριστη εξέλιξη, έχουν ανησυχήσει     την ελληνική  κοινή  γνώμη για τις  προθέσεις της γείτονος και διερωτάται τι πλανάται στον συλλογικό της  νου…

Η Τουρκία έχοντας την εμπειρία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής    από την, πάλαι ποτέ, Οθωμανική Αυτοκρατορία   εφαρμόζει μια  σταθερή, μακροπρόθεσμης  στόχευσης, επίμονη  πολιτική  που υπηρετεί τα συμφέροντά της. Δεν έχει κρύψει δε τις προθέσεις της, αντίθετα τις προβάλλει σε κάθε ευκαιρία. Γνωρίζει καλά ότι ο βυθός του Αιγαίου κρύβει      ανεξάντλητες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου, δηλαδή τεράστια ενεργειακά αποθέματα, άρα ένα αμύθητης αξίας «θησαυροφυλάκιο» το οποίο εποφθαλμιά…

Είναι άλλωστε γνωστό ότι  πριν  πολλές χιλιάδες χρόνια  στον χώρο του Αιγαίου υπήρχε ξηρά, με τροπικά δάση.  Εκεί ήταν η Παγγαία.  Μετά τις γεωλογικές ανακατατάξεις,  η γη,   μαζί  με τα γιγαντιαία δένδρα, καταβυθίστηκε  και αυτά  καταπλακώθηκαν από τεράστιες ποσότητες βράχων.

Σε κατάσταση, λοιπόν, μεγάλων πιέσεων και θερμοκρασιών, τα δένδρα  μεταλλάχτηκαν σε θάλασσα πετρελαίου. Αυτό το γνωρίζει η Τουρκία. Έτσι πριν μερικά  χρόνια  σε επίσκεψή του  στην Αθήνα,  ο  τότε Τούρκος υπουργός Επικρατείας  Εγκεμεν Μπαγις, επικεφαλής των διαπραγματεύσεων Τουρκίας –Ευρωπαϊκής Ένωσης,   πρότεινε στην ελληνική πλευρά «Να γίνουμε συνέταιροι στο Αιγαίο»  και ακόμη «Να φτιάξουμε πλατφόρμες πετρελαίου και αυτές να γίνουν πλατόφόρμες ειρηνικής επίλυσης διαφορών».

Δεν χρειάζεται, μετά από αυτή την απροκάλυπτη πρόταση των Τούρκων προς την Ελλάδα για συνεκμετάλλευση των πετρελαίων του Αιγαίου πολλή σκέψη για να συμπεράνει κάποιος ότι οι  συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας, από τούρκικα μαχητικά αεροπλάνα, τα θερμά επεισόδια και οι απειλές έχουν οικονομικά κύρια κίνητρα και συνιστούν ωμό εκβιασμό. Η ελληνική πλευρά, βέβαια, διαχρονικά απορρίπτει  σθεναρά τις  προτάσεις αυτές της Τουρκίας.

Η χρονική όμως στιγμή ανακίνησης του θέματος  δεν είναι τυχαία. Είναι φανερό ότι οι γείτονές μας  εκμεταλλεύονται τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας μας, που στενάζει μέσα στην «θηλιά» του Δ.Ν.Τ., θεωρώντας  ότι θα υποκύψουμε στις «σειρήνες»  της συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου, λόγω της αδήριτης ανάγκςη κάλυψης του δημόσιου χρέους  και ελλείμματος από  τα έσοδα εμπορίας του υπό εξόρυξη  πετρελαίου…

Η  πρόταση αυτή  φαντάζει οικονομικά μεν  δελεαστική, μέσα στη δυσμενή οικονομική συγκυρία,  σαν μοναδικός τρόπος εξόδου από την κρίση, αλλά από εθνική άποψη,  σε περίπτωση άκριτης και  επιπόλαιας  αποδοχής της, μπορεί να λάβει διαστάσεις   εθνικής μειοδοσίας… Στο Αιγαίο, έπειτα από έρευνες, ειδικά σε δύο περιοχές υπάρχει πετρέλαιο,  το οποίο μπορεί να καλύψει, τουλάχιστον, ακόμη και το σύνολο των αναγκών της χώρας.

Είναι γνωστό ότι το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας παραμένει το σημαντικότερο ελληνοτουρκικό πρόβλημα και η μόνη νομικής φύσεως διαφορά που επισήμως δέχεται η ελληνική πλευρά.

Η Τουρκία θεωρεί ότι έχει δικαιώματα υφαλοκρηπίδας δυτικά των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Αν κάτι τέτοιο ίσχυε, τα νησιά θα εγκλωβίζονταν σε μία ζώνη τουρκικής δικαιοδοσίας. Η Ελλάδα αναγνωρίζει τη νομική φύση του ζητήματος, αντίθετα με την Άγκυρα που επιδιώκει να το αναγάγει σε πολιτικό πρόβλημα.

Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου δημιουργήθηκε λίγο μετά την ανακάλυψη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου στον Πρίνο. Όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Ην. Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969), τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους νομικά ισχυρισμούς της Τουρκίας.

Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity), χωρίς να μπορεί να τη στηρίξει σε κριτήρια ασφαλή και συγκεκριμένα. Σύμφωνα με την Ελλάδα, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του Δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό άλλωστε βεβαιώνεται και από τη διεθνή πρακτική.

Ο διάλογος για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας χρονολογείται από το 1976 με τις συνομιλίες στη Βέρνη, όπου οι δύο χώρες υπέγραψαν και σχετικό Πρακτικό, το οποίο έθετε ένα πλαίσιο συμπεριφοράς μέχρι το ζήτημα να κριθεί από το Διεθνές Δικαστήριο. Αργότερα η Τουρκία αρνήθηκε να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο και το Πρακτικό της Βέρνης έπαυσε να ισχύει.

Το πρόβλημα παραλίγο να οδηγήσει σε ένοπλη σύρραξη Ελλάδος-Τουρκίας το 1987, όταν το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «Σισμίκ» συνοδεία πολεμικών πλοίων προσπάθησε να διεξάγει έρευνες σε μικρή απόσταση από την αιγιαλίτιδα ζώνη των ελληνικών νησιών.

Με την τιμή του «μαύρου χρυσού» να έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα, είναι φυσικό οι πολυεθνικοί κολοσσοί του πετρελαίου να αναζητούν λύσεις. Κοιτάσματα, των οποίων η άντληση μέχρι σήμερα θεωρούνταν ασύμφορη, επανεξετάζονται από τις εταιρείες και οι έρευνες εντείνονται. Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου έχει αναβαθμίσει τα κοιτάσματα που ενδεχομένως υπάρχουν στην Ελλάδα.

Ο πρόσφατος δε σχετικά εντοπισμός πετρελαίου στην ΑΟΖ της Κύπρου αλλά και νότια της Κρήτης έχει εντείνει την τουρκική προκλητικότητα. Ειδικοί θεωρούν ότι ορισμένες περιοχές, όπου η Άγκυρα αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία, έχουν και τις περισσότερες πιθανότητες να διαθέτουν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα πετρελαίου. Απαιτείται, λοιπόν, ιδιαίτερη   προσοχή,  εθνική ομοψυχία,  που δυστυχώς είναι ζητούμενο καθόσον μας διακατέχει ακόμη η κατάρα του διχασμού του 1916 και του εμφυλίου πολέμου 1944-1949, καθώς και συναίνεση  του πολιτικού κόσμου,  ώστε  ελεύθερα  να επιλεγεί   και να διεκδικηθεί, τελικά, η  πλέον  εθνικά συμφέρουσα   λύση.