Όλα τα καλά, σαν ήμασταν παιδιά, συμβαίνανε Νοέμβρη μήνα.
Για τους πιο πολλούς ο Αϊ Βασίλης έρχεται την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Ο δικός μας, ο κατά δικός μας, ερχόταν πολύ πιο νωρίς στο χωριό. Με το που έμπαινε ο Νοέμβριος ξεσκόνιζε κι έβαζε τις λουστρινένιες μπότες του. Αρωμάτιζε την κατακόκκινη στολή του με σταγόνες νεραιδολεμονανθών.
Στο σάκο του φρόντιζε πάντα στην πάνω πάνω μεριά να βάλει τα πιο ιδιαίτερα δώρα (τα δικά μας δηλαδή) και στο κουτί μπροστά στο έλκηθρο, τοποθετούσε τα γυάλινα δοχεία με τα δικά του πολύτιμα. Σκόνη από φτερά πυγολαμπίδων να την σκορπά στον αέρινο και ουράνιο δρόμο του να μην χάνεται.
Μπισκότα με άρωμα κανέλας και τζίντζερ που τους είχε αδυναμία σε περίπτωση που ήθελε μια γλυκασιά. Χυμό από πευκοβελόνες για δύναμη και αντοχή και ένα τεράστιο βιβλίο με όλες τις διευθύνσεις των παιδιών που έπρεπε να επισκεφθεί.
Αν ξεχνούσε κάποιο, εκείνο αναβόσβηνε με ένα δυνατό μπλε φως και του το θύμιζε. Ιδιαίτερο χρωματιστό βάζο είχε για τα καρότα των ταράνδων που τους έδινε ένα κάθε τρεις ώρες, σαν χάπι, για να έχουν ενέργεια και αντοχή. Ο ίδιος τα φύτευε στο δικό του κήπο από σπόρια που τού στέλνε κάθε χρόνο η Χουζουρού η αγαπημένη γιαγιά των ξωτικών του δάσους του χωριού τους εκεί στον Βόρειο πόλο…
Το πιο πολύτιμο από όλα βάζο ήταν εκείνο που είχε μέσα μια πολύχρωμη σκόνη που μύριζε σαν κουραμπιές ανακατεμένο με μέλι και καμένη ζάχαρη. Βάζοντας λίγη κάθε φορά πάνω στη ζώνη του τον βοηθούσε να γίνει πολύ μικρούλης και να χωράει στη στιγμή μέσα από καμινάδες, κλειδαρότρυπες, χαραμάδες κι απ’ όπου έπρεπε να μπει για να μοιράσει τα δώρα του. Τέλος ίσιωνε τον σκούφο του τραβώντας τον ίσαμε τα αυτιά, χαμηλά, να μην νιώθει την υγρασία και ήταν σχεδόν έτοιμος.
Και τι παράξενο, γινόταν πάντα το θαύμα του ερχομού του Νοέμβρη μήνα, όπως το΄λεγε η μάνα μας. Το σπίτι μας ήταν το πρώτο που επισκεπτόταν κάθε χρόνο.
Θα ‘μουν, δε θα΄μουνα πέντε χρονών έναν Νοέμβρη, στις αρχές του που ΄χαν πληρωθεί από τους συνεταιρισμούς οι «πρώτες σταφίδες» κι έφτασε στο σπίτι ένα τεράστιο κουτί, ασήκωτο, με δυο ανθρώπους να προσπαθούν να το ανεβάσουν στη στενή σκάλα.
Παραξενεύτηκα αρκετά, δεν μπορούσα να φανταστώ τι είχε μέσα. Εγώ είχα ζητήσει εκείνη τη χρονιά έναν Τυχερούλη, ροζ, στον Αϊ Βασίλη να μου φέρει την Πρωτοχρονιά που δεν ξεπερνούσε στο ύψος την παλάμη του μπαμπά… Όμως τούτο το κουτί ήταν γιγάντιο!
Και σαν το άνοιξαν, ένα αλλόκοτο αντικείμενο εμφανίστηκε μπροστά μου. Κατάμαυρο γυαλί σαν καθρέφτης, μόνο κυρτό από την μια πλευρά και ξύλο γύρω γύρω, ή μήπως ήταν πλαστικό. Ακόμα δεν τα ξεχώριζα. ‘Ημουν πολύ μικρή…Το πιο παράξενο ήταν τα δυο ασημένια κουμπιά με μια κουκίδα πάνω τους το καθένα, μια μπλε και μια κόκκινη, στη μια του μεριά. Κι ύστερα κάτι παράξενες σωλήνες και σίδερα και καλώδια…
Ίσαμε το βράδυ κάθισαν πάνω στην ταράτσα κι έφτιαχναν και έδεναν εκείνα τα σιδερικά που άκουγα πως τα φώναζα κεραίες, κι έλεγαν πως ο Γιούχτας, το βουνό μας, έφταιγε για όλα που δεν ερχόταν σήμα… Παράξενα τα λόγια τους, ακαταλαβίστικα, ίσαμε να δω τούτο το μαύρο κουτί να έχει ήχο κι εικόνα κι όλα να κινούνται πέρα δώθε, πάνω κάτω…
Τηλεόραση το λέγαν, και το κοιτούσα με ορθάνοιχτα μάτια συνεχώς. Και σαν πατήθηκε το μαγικό μπλε κουμπί έγινε κάτι απίστευτο. Κάποιος κύριος με γραβάτα προσπαθούσε να μπει στο σαλόνι μας. Μιλούσε, μας κοιτούσε στα μάτια και καθόταν ήσυχος μάλλον σε κάποια καρέκλα. Κι ήρθαν κι άλλοι μετά από αυτόν…
Ήταν για μένα αδιανόητο πως χωρούσαν τόσοι άνθρωποι μέσα στο μαύρο κουτί…. Πού ήταν το σπίτι τους; Πού κοιμόντουσαν το βράδυ; Γιατί αφού μού μιλούσαν δεν απαντούσαν στις ερωτήσεις μου; Με παρακολουθούσαν; Με άκουγαν; Πώς μπαίνανε μέσα στο κουτί; Μετά από πολλή σκέψη κατέληξα στο συμπέρασμα πως ο Αϊ Βασίλης τους έδινε εκείνη την πολύχρωμη σκόνη του, που χρησιμοποιούσε για να ‘μικραίνει’ και έτσι χωρούσαν κι αυτοί εκεί μέσα… Δεν λύνονταν εύκολα οι απορίες μου αλλά στο τέλος δεν έβρισκα άκρη και τα παράτησα. Αποφάσισα πως ήταν μαγικό το κουτί κι έτσι βρήκαν τα πάντα τη θέση τους…
Ακόμα πιο παράξενο πάλι ήταν που μαζευόταν όλη η γειτονιά στο σπίτι μας, στο σαλόνι. Φίλοι και γνωστοί των γονιών μου όλοι τους, κι έβλεπαν όλοι με μάτια γουρλωμένα, ό,τι, μα ό,τι και αν έπαιζε. Ήταν η δεύτερη τηλεόραση μας είπαν τότε, που ήρθε στο χωριό κι αυτό που ακόμα θυμάμαι ήταν πως το σπίτι μας δεν άδειασε ποτέ ξανά, κανένα βράδυ.
Όλοι ερχόντουσαν να ακούσουν την Ηχώ των Γεγονότων και να δουν κάτι σήριαλ που έπαιζαν και η μαμά δεν μας άφηνε να δούμε γιατί ήταν αυστηρά μόνο για μεγάλους. Τον επόμενο χρόνο, Νοέμβρης, πάλι, με το φορτηγό του μπαμπά, την Ντίνα, όπως το φωνάζαμε, μια παράφραση της μάρκας του, ήρθε άλλο ένα τεράστιο κουτί, μόνο που τούτη τη φορά ήταν για μένα, ΜΟΝΟ, για μένα. Ένα μπλε ποδήλατο μεγάλο που έμοιαζε με εκείνο του αδελφού μου και που δεν έφτανα τα πετάλια…
Ένα ποδήλατο που ήταν η συντρόφια, η φίλη, η ζωή μου όλη για τα επόμενα χρόνια! Άλλαξα πολλά ποδήλατα από τότε, και τηλεοράσεις κι άλλα πολλά, όμως τα δώρα των Νοέμβρηδων των παιδικών χρόνων ήταν αλλιώς.
Ακόμα περιμένω τον Αϊ Βασίλη κάθε χρόνια τον Νοέμβριο και ξέρω πως δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ…
Για να δούμε φέτος…