Κατά πώς φαίνεται, η πανδημία Covid-19 και στη χώρα μας οδεύει προς το τέλος, αλλά σίγουρα άφησε πίσω της κάποια κατάλοιπα, επιπτώσεις ο οποίες αρχίζουν σιγά-σιγά να κάνουν την εμφάνισή τους σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητας. Η κυβέρνησή μας διατείνεται, εδώ και καιρό, ότι αναγκάστηκε να χορηγήσει κάποια δισεκατομμύρια ευρώ για να ανακουφίσει τα ευένδοτα στην κρίση νοικοκυριά, ανέργους ή απολυμένους από την εργασία τους.

Η αντιπολίτευση, αντιστοίχως, ισχυρίζεται ότι ήταν λίγα μπροστά στο μέγεθος της επελθούσας καταστροφής που ενέσκηψε στην κοινωνία. Ας δούμε καλύτερα τί έγινε στη μητρόπολη του καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης με τα του οίκου μας, αλλά σε πολλές παραμέτρους και ζητήματα και όχι σε αμιγώς οικονομικά.

Η αμερικανική κυβέρνηση, γενικώς, δίνει τη μεγαλύτερη βοήθεια σε όσους την χρειάζονται λιγότερο. Αυτή είναι η πραγματική φύση του  κοινωνικού μας κράτους, ισχυρίζεται σήμερα μεγάλη μερίδα Αμερικανών πολιτών.  Πριν από τρία χρόνια, όταν η πανδημία Covid-19 έπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οικονομία πιέστηκε σε βαθμό κατάρρευσης. Και τούτο γιατί τα ιατρικά πρωτόκολλα κοινωνικής απόστασης προκάλεσαν το κλείσιμο αρκετών επιχειρήσεων και εκατομμύρια έχασαν τις δουλειές τους. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 2020, το ποσοστό ανεργίας διπλασιάστηκε και τη συνέχεια, αυξήθηκε ξανά.

Για να δούμε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος, αρκεί να πούμε πως τον Μάρτιο του 2020, περισσότεροι από τρία εκατομμύρια Αμερικανοί υπέβαλαν αίτηση ασφάλισης ανεργίας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απάντησε σε αυτή την πρόκληση με μέτρα τολμηρά που προσέφεραν άμεση ανακούφιση. Διεύρυνε το χρονικό διάστημα εντός του οποίου οι απολυμένοι εργαζόμενοι μπορούσαν να εισπράξουν το επίδομα ανεργίας και, σε μια σπάνια αναγνώριση της ανεπάρκειας του επιδόματος, πρόσθεσε επιπλέον οικονομικά βιηθήματα.

Για τέσσερις μήνες, οι άνεργοι ελάμβαναν εξακόσια δολάρια την εβδομάδα επιπλέον του κανονικού επιδόματος, σχεδόν τριπλασιάζοντας το μέσο ποσό που εδικαιούντο. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, όμως,  η κυβέρνηση μείωσε τα επιπλέον ποσά σε τριακόσια $ την εβδομάδα. Λόγω ακριβώς αυτών των γενναιόδωρων επιδομάτων ανεργίας, τη βοήθεια ενοικίου και άλλες μορφές ανακούφισης, η φτώχεια δεν αυξήθηκε κατά τη χειρότερη οικονομική ύφεση σχεδόν ενός αιώνα, αλλά έπεσε και μάλιστα πολύ.

Η οικονομία των ΗΠΑ μπορεί να έχασε εκατομμύρια θέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά υπήρχαν περίπου 16 εκατομμύρια λιγότεροι φτωχοί Αμερικανοί το 2021 σε σχέση με το 2018. Η φτώχεια μειώθηκε σε όλες τις φυλετικές και εθνοτικές ομάδες, για τους ανθρώπους που ζούσαν σε πόλεις και σε εκείνους στις αγροτικές περιοχές. Μετά από πολλά χρόνια αδράνειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επιτέλους μια σημαντική πτώση στα ποσοστά της φτώχειας. Αλλά μια ομάδα Αμερικανών φαινόταν προβληματισμένη για το γεγονός ότι η κυβέρνηση έκανε τόσο πολλά για να βοηθήσει τους πολίτες.

Οι δημοσιογράφοι, κατά τα ειωθότα, ξεχύθηκαν σε όλη τη χώρα και πήραν συνεντεύξεις από ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων που είχαν διαδικαστικά προβλήματα λόγω της ομοσπονδιακής βοήθειας. Ανακάλυψαν υπαλλήλους που εξακολουθούσαν να επιλέγουν τα επιδόματα  ανεργίας και να μην παραμένουν στις εργασίες τους, κάτι που ήταν απλώς  απίστευτο, δήλωναν πολλοί, ενώ όλο και πιο συχνά ακουγόταν ότι η Αμερική δεν επέστρεφε στη δουλειά επειδή πλήρωνε τους ανθρώπους για να μένουν στο σπίτι!

Αυτή η υπόθεση, όπως αποδείχθηκε, ήταν κάπως άδικη, αφού λίγο μετά, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2021, εικοσιπέντε Πολιτείες σταμάτησαν ορισμένα ή όλα τα έκτακτα επιδόματα που έδιναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένης της διευρυμένης ασφάλισης ανεργίας. Αυτό δημιούργησε την ευκαιρία να εξετασθεί αν αυτές οι Πολιτείες είδαν σημαντική άνοδο στα ποσοστά απασχόλησής τους.

Αλλά όταν το Υπουργείο Εργασίας δημοσίευσε τα στοιχεία του Αυγούστου, διαπιστώθηκε ότι οι πέντε Πολιτείες με την ταχύτερη ανάπτυξη θέσεων εργασίας (Αλάσκα, Χαβάη, Βόρεια Καρολίνα, Ρόουντ Άιλαντ και Βερμόντ) είχαν διατηρήσει μερικά ή όλα τα οφέλη, ενώ αντίθετα, οι Πολιτείες που είχαν μειώσει τα επιδόματα ανεργίας δεν γνώρισαν σημαντική αύξηση της απασχόλησης. Αυτό εξηγήθηκε, από μερικούς, επειδή στις ΗΠΑ έχουν συνηθίσει από παλιά να βλέπουν τους φτωχούς ως αδρανείς και χωρίς κίνητρα.

Ανατρέχοντας στην παγκόσμια ιστορία, οι πρώτοι καπιταλιστές αντιμετώπισαν ένα πρόβλημα που έχουν ακόμη οι γίγαντες της βιομηχανίας, πώς δηλαδή να πείσουν τις μάζες να δουλέψουν με όσο μικρότερο μισθό επιτρέπει ο νόμος και η αγορά. Στην ‘Πραγματεία για τους νόμους των φτωχών: Από έναν καλοπροαίρετο στην ανθρωπότητα’ (A Dissertation on the Poor Laws: By a Well-Wisher to Mankind), ο Άγγλος γιατρός και κληρικός Τζόζεφ Τάουνσεντ (1739-1816) έγραψε επ’ αυτού: «Οι φτωχοί γνωρίζουν ελάχιστα από τα κίνητρα που υποκινούν τις ανώτερες τάξεις σε δράση, υπερηφάνεια, τιμή και  φιλοδοξία», και ως εκ τούτου ζήτησε την κατάργηση κάθε κρατικής αρωγής για μεγαλύτερη παραγωγικότητα, καθώς, «σε γενικές γραμμές, μόνο η πείνα είναι εκείνη που μπορεί να τους παρακινήσει και να τους ωθήσει να εργαστούν».

Σε άλλη δήλωσή του, είπε πιο ρητά: «…Η πείνα θα δαμάσει τα πιο αγριεμένα ζώα, θα διδάξει ευπρέπεια και ευγένεια, υπακοή και υποταγή στους πιο βάναυσους, τους πιο επίμονους και τους πιο διεστραμμένους». Αλλά, μας εκμυστηρεύεται η ιστορία, μόλις έβαλαν τους φτωχούς να δουλέψουν στα εργοστάσια, χρειάστηκε να θεσμοθετηθούν  νόμοι  για την προστασία της περιουσίας των καπιταλιστών, νομικοί για τη σύλληψη των παραβατών, δικαστικά συστήματα για να τους διώξουν δικαστικά και φυλακές για να κλείσουν τους παραβάτες.

Το μεγάλο κεφάλαιο, συνεπώς,  απαιτούσε και μεγάλες κυβερνήσεις, οι οποίες ωστόσο άρχισαν να δίνουν επιδόματα και ψωμί στους φτωχούς. Οι πρώτοι προσήλυτοι στον καπιταλισμό είδαν τη βοήθεια σ’ αυτούς όχι απλώς ως κακή πολιτική, αλλά ως υπαρξιακή απειλή που θα μπορούσε να διακόψει την εξάρτηση των εργαζομένων από τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων και των βιομηχανιών! Συνειδητοποιώντας τη συγκυρία, οι πρώτοι καπιταλιστές αποδοκίμασαν έντονα τις διαβρωτικές επιπτώσεις της κρατικής βοήθειας.

Το 1704, ο Άγγλος συγγραφέας Ντάνιελ Ντεφόε, ένας πρωτοπόρος της οικονομικής δημοσιογραφίας,  δημοσίευσε ένα φυλλάδιο υποστηρίζοντας ότι οι φτωχοί δεν θα δούλευαν αν τους έδιναν ελεημοσύνη. Αυτό το επιχείρημα επαναλήφθηκε ξανά και ξανά από κορυφαίους στοχαστές, συμπεριλαμβανομένου του Άγγλου κληρικού και λόγιου, που ασχολήθηκε επισταμένως και στον τομέα της πολιτικής οικονομίας και της δημογραφίας, Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (Thomas Malthus, 1766-1834) στη διάσημη πραγματεία του, του 1798, πάνω στην έννοια του  Πληθυσμού (An Essay on the Principle of Population). Ο Τόμας Μάλθους υποστήριξε ότι αργά ή γρήγορα ο πληθυσμός θα μειωνόταν από τον λιμό και τις αρρώστιες, συμπληρώνοντας ότι η αύξηση του πληθυσμού, λειτουργεί ανασταλτικά στην πρόοδο μίας κοινωνίας.

Ο Μάλθους, θεωρούσε ότι τα φτωχότερα στρώματα, καλό ήταν να παντρεύονται σε μεγάλη ηλικία, ώστε να περιορίζεται η σεξουαλική τους δραστηριότητα, γεγονός που θα οδηγούσε σε λιγότερους απογόνους και τελικά σε μείωση του πληθυσμού. Αλλά αν οδηγηθούμε και στους σύγχρονους καιρούς, θα ακούσουμε έκπληκτοι ξανά  τα ίδια νευρωσικά, σε ικανό βαθμό, επιχειρήματα. Ο Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ, για παράδειγμα, δημιουργός του περίφημου αμερικανικού διχτυού ασφαλείας, το 1935, αποκάλεσε την κοινωνική πρόνοια  ως ναρκωτικό και λεπτό καταστροφέα του ανθρώπινου πνεύματος.

Ο γερουσιαστής της Αριζόνα Μπάρι Γκόλντγουοτερ παραπονέθηκε, το 1961, για επαγγελματικές ομάδες σμιλευτών που «περπατούν πάνω-κάτω στους δρόμους που δεν εργάζονται κι’ ούτε φαίνεται να έχουν πρόθεση να δουλέψουν». Να θυμηθούμε επίσης όταν το 1980 η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία έκανε τη «διαταραχή εξαρτημένης προσωπικότητας» (dependent personality disorder), επίσημη διαγνωστική κατηγορία. Ή όταν ο συντηρητικός συγγραφέας Τσαρλς Μάρεϊ (Charles Murray) έγραψε στο βιβλίο του το 1984, ‘Χαμένο έδαφος: Αμερικανική Κοινωνική Πολιτική, 1950–1980’ (Losing Ground, American Social Policy, 1950–1980),  ότι «προσπαθήσαμε να δώσουμε περισσότερα στους φτωχούς και δημιουργήσαμε  περισσότερους φτωχούς».

Αλλά κάπως τα ίδια διατυπώθηκαν και από τον Μπιλ Κλίντον, το 1996, όταν ανακοίνωνε το σχέδιό του να τερματίσει την ευημερία όπως την ήξεραν, επειδή το πρόγραμμα δημιούργησε έναν «κύκλο εξάρτησης που ίσχυε για εκατομμύρια συμπολίτες μας, εξορίζοντάς τους από τον κόσμο της εργασίας», ενώ παρεμφερείς υπήρξαν και οι αναφορές του Ντόναλντ Τραμπ, ότι  δηλαδή, το φάρμακο  μας, η βοήθεια στους φτωχούς, είναι στην ουσία δηλητήριο.

Το ποιος επωφελείται, τώρα,  από αυτή τη βοήθεια επηρεάζει βαθιά τις απόψεις όλων. Οι Αμερικανοί τείνουν να πιστεύουν και μάλλον  λανθασμένα, ότι οι περισσότεροι παραλήπτες της κοινωνικής πρόνοιας είναι μαύροι και πολλοί συνεχίζουν να πιστεύουν ότι αυτοί έχουν κακή εργασιακή ηθική, με αποτέλεσμα  ο ρατσισμός κατά των μαύρων να σκληραίνει τον ανταγωνισμό των Αμερικανών προς τα κοινωνικά οφέλη.

Όταν η εξάρτηση από την πρόνοια κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι ερευνητές ξεκίνησαν να μελετούν το θέμα, και διαπίστωσαν ότι οι πιο πολλές  νεαρές μητέρες σταμάτησαν να βασίζονται στα κοινωνικά προγράμματα, μέσα σε δύο χρόνια από την έναρξή τους.

Οι περισσότερες, όμως, επέστρεψαν στην κοινωνική πρόνοια, στηριζόμενοι από αυτήν για περιορισμένες περιόδους, όπως  μεταξύ διαφορετικών εργασιών ή μετά από ένα διαζύγιο. Μια ανασκόπηση της έρευνας στο έγκριτο ‘Science’ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύστημα πρόνοιας δεν ενθαρρύνει την εξάρτηση από αυτή, αλλά μάλλον λειτουργεί ως ασφάλιση έναντι μιας προσωρινής ατυχίας. Αλλά θα χρειασθεί να επανέλθουμε για να συνεχίσουμε.

 

* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι διευθυντής Χειρουργικής-συγγραφέας