Δεν  μπορώ να φανταστώ τέτοιες μέρες, μέρες εορτών και χαράς να μην γίνεται αναφορά, μέσω ενός κειμένου στις σελίδες των εφημερίδων, στον Σκαθίτη διηγηματογράφο, στον μοναδικό των  Ελληνικών Γραμμάτων, Αλέανδρο Παπαδιαμάντη.

Αν και η παρατεταμένη και τόσο ενοχλητική για όλους μας πανδημία, θα μας επιτρέψει να κάνουμε κάποιο ρεβεγιόν και να γιορτάσουμε οικογενειακά αυτές τις Άγιες ημέρες και να ρθούμε κοντά στο πνεύμα αυτών των ημερών, σίγουρα θα αναζητήσουμε την επαφή με την ομορφιά των παλαιϊκών τύπων της γλώσσας, ή θα νοσταλγήσουμε την ζωή της υπαίθρου με το να γίνουμε δέκτες της μαγείας του Παπαδιαμάντη.

Μέσω τέτοιων καταγραφών των κειμένων θα “ζήσουμε” την ζωή των ξωτάρηδων, των ανθρώπων της υπαίθρου γενικά και των ναυτικών.

Συνήθως εξιστορούν περιπέτειες που έχουν αίσια κατάληξη, ιστορίες διάφορες ναυτικών κυρίως που τέτοιες μέρες από τα συνεχή ταξίδια τους αναζητούν την θαλπωρή του νησιώτικου σπιτιού με αρραβωνιάσματα πολλές φορές και πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα με τη λαμπρότητα και την συγκίνηση της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας.

 

Δούλεψε σκληρά ο Παπαδιαμάντης, ο κυρ Αλέξανδρος. Πολλές φορές για ένα κομμάτι ψωμί. Γράφει ο ίδιος σ’ ένα από τα διηγήματά του: “Εγώ ήμουν σχεδόν άρρωστος, είχα πάθε προ μακρού από τον στόμαχον, οφείλω να το ομολογήσω. Πλην δε ήτο τόσον από κατάχρησιν στομαχικήν, όσον από σκύψιμο και οκτάωρον καθημερινήν εργασίαν, άνευ του τεταγμένου αγιασμού της ημέρας των Σαββάτων”.

Ο Νιρβάνας αναφέρει ότι τον είδε κάποτε τρεχάτον να… κυνηγάει τον ήλιον, γιατί άφηνε το γραφείο του, το γεμάτο χαρτιά, ξένες εφημερίδες και τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα, όταν είχε πέσει βαθύ το σκοτάδι στους δρόμους της Αθήνας:

“Ήτον ένα δειλινόν του φθινοπώρου και ο ήλιος έδυε μελαγχολικός οπίσω από τον βράχον  της Ακροπόλεως. Είδα τότε τον Παπαδιαμάντη να βαδίζει βιαστικός προς τους στύλους του Ολυμπίου Διός… “Άφησέ με! Πηγαίνω να προφθάσω τον ήλιον πριν δύσει.

Είναι ένας μήνας που έχω να τον ιδώ. Και ποτέ δεν τον προφθαίνω”. Και έτρεχε οπίσω από τον ήλιον, ο οποίος εκρύπτετο ήδη οπίσω από τα βουνά της Σαλαμίνας…”.

Αυτή η σκληρή δουλειά που καμιά φορά ακόμα και τον ήλιο τον στερούσε, έβγαζε ασπροπρόσωπες τις εφημερίδες που αντλούσαν από τον ίδιο τον ανεξάντλητο πλούτο των διηγημάτων  του. Στο διήγημά του “Χριστούγεννα στον ύπνο μου”, ο Μωραϊτίδης δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα της ερημίας της πρωτεύουσας ανήμερα των Χριστουγέννων, καθώς περιγράφει τον Παπαδιαμάντη να οδεύει σ’ ενός φίλου του το σπίτι.

Η παρέα σίγουρα αντρική, εργένικη. Οταν απουσιάζει η γυναίκα, αουσιάζουν και η ζεστασιά και η τρυφερότητα και η φροντίδα. Μόνο οι… χιλιάρες νταμιτζάνες με τη ρετσίνα είναι γένους θηλυκού. Ο Βάρναλης που έζησε κοντά στον Παπαδιαμάντη  και υπηρέτησε και ως γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο της Αργαλαστής, δίπλα από το χωριό μου τον Λαύκο ένα Γυμνάσιο που στις τρεις πρώτες τάξεις φοίτησα κι εγώ, έγραφε πως προτού αρχίσει το φαγητό του ο Παπαδιαμάντης έπρεπε να πιει μια κούπα κρασί. Έγραφε χαρακτηριστικά:

“Την έπαιρνε με τις δυό χούφτες του που τρέμανε, σαν να κρατούσε τα Άγια των Αγίων και την άδειαζε ολάκερη”.

Εκεί λοιπόν στο σπίτι του φίλου του του κυρ Στρατή, θα έτρωγαν οι δύο Αλέξανδροι, Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης.

Ο κυρ Στρατής τα κατάφερνε περίφημα στα οικοκυρικά καθώς και στη μαγειρική, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Μωραϊτίδη “οι άγαμοι με τον καιρόν, αποκτούν καμιά φορά και έξεις νοικοκυράς. Οι δε τοιούτοι μένουσι πλέον άγαμοι εως θανάτου”.

Βέβαια ο οικοδεσπότης εκείνη τη μέρα, Χριστούγεννα καθότι είχε υποσχεθεί στους μουσαφίρηδες και ξενιτεμένους Σκιαθίτες “χοιρίδιον ως τρεις οκάδες, περιποιημένον και τοποθετημένον για να ψηθεί ενός καλώς γανωμένου ταψίου”.

Τέτοιες μέρες ήταν που βυθιζόταν στην θαλπωρή τωβν αναμνήσεων ο Παπαδιαμάντης και ξαναζούσε τις γιορτές στην πατρίδα, τα Χριστούγεννα τα νησιώτικα, εκείνα της Σκιάθου και του αφρισμένου και ταραγμένου πελάγους του Αιγαίου! Όταν ο βοριάς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος, το απλωμένο, μαυρογάλανο και βαθύ. Είχε άλλωστε αυτές τις γλυκές και μεγάλες μέρες το καταφύγιό του το μέγα: Την Εκκλησία! Δεξιός ψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι. Εκεί μαζί με τον ιερέα, τον παπακαλόγερο Νικόλαο Πλανά, τον Γεράσιμο Βώκο, τον μπάρμπα Μάνθο και τον Μωραϊτίδη!

Από την πρώτη κιόλας αγρυπνία ο Παπαδιαμάντης σκλαβώθηκε στην κυριολεξία. Ιεροψαλτική και μυσταγωγική η ατμόσφαιρα, από την οποία δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Στην αρχή παραστεκόταν στο δεξιό αναλόγιο. Σε λίγο όμως άφηναν τον ίδιο να ψέλνει κανονικά. Έτσι ήταν το συνήθειο. Σιγά-σιγά μπήκε στο χορό της ψαλτικής του Αγίου Ελισαίου και όλοι άκουγαν με κατάνυξη θρησκευτική την χαρακτηριστική του φωνή “Εψάλαμεν την Αμωμον, όπως συνηθίζεται εις το Άγιον Όρος” έλεγε συχνά, για να δείξει πόσο ήταν  και ο ίδιος ευχαριστημένος, συνεχίζοντας, όπως φαινόταν, την παράδοση του νησιού του στην Αθήνα.

Εκεί εδραιώθηκε ο κυρ Αλέξανδρος, εκεί βρέθηκε με παρέες συμποτικών φίλων που πάντοτε αλλά και τέτοιες μέρες κυρίως γιορτινές, σύχναζαν στα ταβερνάκια και τις διάσπαρτες μπακαλοταβέρνες της Πλάκας, του Ψυρρή του Μεταξουργείου και στις άλλες φτωχογειτονιές της Αθήνας. Ένα απ’ αυτά, με ξεχωριστή σημασία μαγαζί ήταν του Καχριμάνη στην οδό Σαρρή και Κραναού, στου Ψυρρή. Είχε από τη μια μεριά και στο βάθος του κρασοβάρελα και απέναντι υπήρχαν τα ράφια της μπακαλικής. Δίπλα ο πάγκος του μαγαζάτορα με τις ζυγαριές.

Εκεί σύχναζε ο Παπαδιαμάντης με την συντροφιά του. Ο ξάδελφός του ο Μωραϊτίδης ο πατήρ Νήμφων Διανέλλος, ο κυρ Θεοφάνης ο λαμπαδάρης των Αγίων Αναργύρων ο Χριστοφίλης, ο κυρ Στρατής, ο κυρ Νικόλας Θεοφύλακτος και κάνα δυό άλλοι γνωστοί σ’ όλους θαμώνες του Καχριμάνη. Καθώς κυλούσε η κουβέντα έπιναν του καλού καιρού το κρασάκι τους. Πείραζε ο ένας τον άλλο και φλυαρούσαν. Ο Παπαδιαμάντης ήταν ευχαριστημένος απ’ το ωραίο κρασί, την απλότητα των ανθρώπων και την εγκαρδιότητά τους παρ’ όλο που δεν είχε βρει τις έρημες παραλίες της Σκιάθου που τόσο αγαπούσε, τις ψαρόβαρκες, τους μύλους, τα ψαροκάικα, τους ταπεινούς ρασοφόρους και την ήρεμη θαλασσινή ζωή.

Και όταν ερχόταν το σούρουπο, όταν σκοτείνιαζε για τα καλά η ημέρα, έβλεπε κάποιες ταβερνούλες, σε μερικές και απόμερες γωνιές της Αθήνας… που έμοιαζαν μ’ εκείνες του νησιού του. Σ’ αυτές συναντούσε ανθρώπινες φιγούρες, μορφές, παρόμοιες μ’ εκείνες που αποτύπωνε στις διηγήσεις του, δίνοντας έαν χρώμα νοσταλγίας, αλλά και συνέχειας στη ζωή του… έχοντας πραγματικά αναπαυμένη την δοκιμαζόμενη ψυχή του!