«Μητρόπολη των εορτών» έχει αποκαλέσει εύστοχα την εορτή των Χριστουγέννων ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και αιτιολογεί λέγοντας ότι «από αυτήν ξεκινούν και σ’ αυτήν έχουν την αιτία τους τα Θεοφάνια και το Πάσχα και η Ανάληψη και η Πεντηκοστή. Γιατί αν δεν γεννιόταν ως άνθρωπος ο Χριστός, δεν θα βαπτιζόταν, που είναι η εορτή των Θεοφανίων, δεν θα σταυρωνόταν, που είναι το Πάσχα και δεν θα έστελνε το Άγιο Πνεύμα, που είναι η Πεντηκοστή».

Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού καθιερώθηκε κάπως αργά (πρώτα στη Ρώμη, περί το 330 μ.Χ., και αργότερα στην Ανατολή το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα), διότι πιο μπροστά εορταζόταν ως μια εορτή μαζί με τα Θεοφάνια ή Επιφάνια, εν τούτοις πολύ γρήγορα κατέκτησε κεντρική θέση στο εορτολόγιο της Εκκλησίας.

Βεβαίως η εορτή των Χριστουγέννων εορτάζεται με μεγαλύτερη λαμπρότητα στη Δύση (σ’  εμάς στην Ορθόδοξη Ανατολή εορτάζεται λαμπρότερα το Πάσχα, η Λαμπρή). Το λόγο αυτής της διαφοράς δίδει σ’  ένα παλαιό δημοσίευμά του ο καθηγητής Σπ. Μαρινάτος.

Γράφει: «Οι βορειότεροι, Γερμανικοί λαοί, έδωκαν και δίδουν μέχρι σήμερον εις τη εορτήν των Χριστουγέννων χαρακτήρα μεγαλοπρεπείας και χαράς άγνωστον εις τους Νοτιοτέρους Λατινικούς λαούς και εις ημάς τους Έλληνας. Δι’  ημάς η επάνοδος του ηλίου από το χειμερινόν ηλιοστάσιον δεν έχει τόσην σημασίαν» (περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία», Έτος Στ΄, τόμος 11ος, τεύχος 118, σ. 17).

Με άλλα λόγια, κατά τον Μαρινάτο, οι Βόρειοι συνδέουν τα Χριστούγεννα με την αύξηση της ημέρας, μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, και την παρουσία του ήλιου, τον οποίο περιμένουν με λαχτάρα όλο το χειμώνα, για να δώσει φως και ζωή στους ανθρώπους και τα άλλα όντα.

Αντίθετα, εμείς γιορτάζουμε το Πάσχα, την Ανάσταση του Χριστού, όταν, μαζί με τον αναστημένο Χριστό, εορτάζει ο άνθρωπος τη νίκη κατά του θανάτου αλλά και αναγεννιέται όλος ο φυσικός κόσμος.

Στη διάρκεια των αιώνων διαμορφώθηκαν και τα έθιμα της εορτής των Χριστουγέννων, πολλά από τα οποία έλκουν την καταγωγή τους από παλαιότερα ειδωλολατρικά έθιμα, ενώ κάποια άλλα μας ήλθαν τα τελευταία χρόνια από τη Δύση (π.χ. το χριστουγεννιάτικο δένδρο, η γαλοπούλα και ο δυτικοφερμένος, παχουλός Αη-Βασίλης, που καμιά σχέση δεν έχει με τον δικό  μας ασκητικό και φιλάνθρωπο άγιο, το Μέγα Βασίλειο).

Ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού έχει γίνει μια γιορτή χαράς, με το πλούσιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τα ρεβεγιόν, τα πάρτι, τα γλέντια, τις επισκέψεις, τις ανταλλαγές ευχών, τα γλυκίσματα, τη φωτοχυσία, τα φωτισμένα δένδρα. Τα Χριστούγεννα είναι στ’  αλήθεια μια γιορτή με ξεχωριστό χρώμα, μια γιορτή που καλεί τον άνθρωπο να χαρεί, να διασκεδάσει, να ξοδέψει.

Ο ρήτορας Λιβάνιος (4ος αι. μ.Χ.) γράφει ότι κατά την περίοδο αυτή του χειμερινού ηλιοστασίου οι ειδωλολάτρες (αργότερα και οι Βυζαντινοί) ένιωθαν την επιθυμία να ξοδέψουν την περίοδο αυτή όλα όσα είχαν μαζέψει τον υπόλοιπο χρόνο. Κι ενώ, λέει, πιο μπροστά δεν γέμιζαν το στομάχι τους, τότε του έδιναν όσο περισσότερα και καλύτερα φαγητά μπορούσαν.

Νομίζω πως δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα από τότε: πλούσιο φαγητό και κατανάλωση τότε, πλούσιο φαγητό και κατανάλωση και τώρα. Τα Χριστούγεννα και γενικώς οι εορτές του Δωδεκαημέρου είναι οι εορτές της κατανάλωσης. Η αγορά σφύζει από ζωή τούτες τις μέρες:  άνθρωποι πηγαίνουν κι έρχονται φορτωμένοι με τσάντες, οι βιτρίνες φωτισμένες και γεμάτες «καλούδια» καλούν τους καταναλωτές, σαν άλλες Σειρήνες, να μπουν στο κατάστημα κι όλα κατατείνουν σε ένα στόχο:  να αυξηθεί η κατανάλωση. Σαν μελίσσι που βουίζει, χιλιάδες κόσμος τρέχει να προλάβει τις αγορές του και να γεμίσει το ψυγείο του, για το πλούσιο τραπέζι της εορτής.

Παρατηρώντας όλη αυτή την κίνηση των ανθρώπων, καταλαβαίνει κανείς ότι κάπου μας έχει ξεφύγει το νόημα της εορτής, κάπου έχουμε ξεστρατίσει από την εορτή καθεαυτήν. Όχι ότι δεν πρέπει να ψωνίσουμε και να χαρούμε (εξάλλου η παράδοση αυτό επιτάσσει), αλλά μια εορτή χωρίς το κεντρικό πρόσωπο, δηλαδή τον Χριστό, δεν φαίνεται να έχει νόημα, πέραν της ευωχίας και του κορεσμού του στομαχιού.

Η λαϊκή μας  παράδοση επέτασσε και αυτή το πλούσιο τραπέζι, με τους παραδοσιακούς χοιρινούς μεζέδες (η χοιροσφαγή, σημειωτέον,  είναι ειδωλολατρικό έθιμο), τα γλυκά και το χριστόψωμο, όμως ο άνθρωπος της παράδοσης δεν κατανοούσε Χριστούγεννα δίχως την πνευματική προετοιμασία και τον εκκλησιασμό, και μάλιστα πολύ πρωί.

Επίσης, δεν κατανοούσε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι χωρίς την προσφορά στους φτωχούς ανθρώπους, σ’ αυτούς που δεν είχαν τα απαραίτητα. Έπρεπε κι αυτοί να χαρούν τη μέρα εκείνη, τη μέρα που γεννήθηκε φτωχός σε μια φάτνη ο Χριστός, Αυτός που κήρυξε σε όλους τους τόνους την αγάπη προς τον πλησίον.

Εφέτος, όπως και πέρυσι, τα Χριστούγεννα θα είναι και πάλι διαφορετικά. Είναι τα Χριστούγεννα τη πανδημίας, τα Χριστούγεννα όπου τη χαρά της εορτής σκιάζει ο φόβος της αρρώστιας, ο ζόφος του θανάτου, το σκοτάδι της αβεβαιότητας. Η πανδημία έχει διεισδύσει στις ζωές μας και ίσως σκεφτόμαστε πόσο αβέβαιο είναι το αύριο, πόσο εύκολα η ζωή παίρνει ατραπούς που δεν γνωρίζαμε, πόσο απρόβλεπτη είναι η καθημερινότητα. Για όσους στηρίζουν και εξαρτούν τη χαρά τους μόνο από την κατανάλωση, τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα, αν η πανδημία χτυπήσει την πόρτα τους.

Γιατί στις δυσκολίες τα ερείσματα, εκείνα που στηρίζουν τον άνθρωπο, είναι ψυχικά και πνευματικά. Εκείνοι, όμως, που ερείδονται πάνω στη σταθερή πέτρα της πίστης στο γεγονός ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, ότι ήλθε στον κόσμο, ότι εισήλθε στην ανθρώπινη ιστορία και στον κοσμικό χρόνο, αυτοί έχουν και τα ψυχικά και τα πνευματικά ερείσματα, ώστε να αντέξουν τις δυσκολίες, γιατί πατούν το ένα πόδι έξω από τη γη και τα ρέοντα του κόσμου, ενώ με το άλλο πατούν στην αιωνιότητα του Θεού.

Τα εφετινά Χριστούγεννα της πανδημίας, όμως, μας λένε ακόμη ένα πράγμα: ότι δεν πρέπει, μέσα στην ευωχία των ημερών, να ξεχνούμε το συνάνθρωπό μας, αυτόν που έχει την ανάγκη μας. Και δεν εννοώ μόνο να του προσφέρουμε κάτι από το περίσσευμα ή το υστέρημά μας, πράξη καλή και θεάρεστη.

Εννοώ ότι η εφετινή εορτή πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε την ευθύνη μας απέναντι στο συνάνθρωπο και διπλανό μας, γιατί και για εκείνον γεννήθηκε ο Χριστός. Και η ευθύνη μας έγκειται στο κατά πόσο έχουμε κατανοήσει τη σημασία της υγείας του άλλου, στο κατά πόσο λειτουργούμε με ενσυναίσθηση.

Κατά πόσο δηλαδή μπαίνουμε στη θέση του άλλου, ο οποίος, όπως κι εμείς, θέλει να προστατέψει την υγεία του. Αυτό σημαίνει ότι όποιος θέλει να εορτάσει πραγματικά τα Χριστούγεννα πρέπει να σκεφτεί ότι, εφόσον είμαστε υποχρεωμένοι να υπάρχουμε «εν συνυπάρξει», δεν μπορούμε παρά να τηρούμε τα μέτρα κατά της πανδημίας, προχωρώντας στον εμβολιασμό,  σεβόμενοι τους εαυτούς μας και τους συνανθρώπους μας. Αυτό θέλει ο Χριστός, αυτό θέλει το χριστιανικό ήθος της αγάπης.

Θα κλείσω με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Τοιγαροῦν ἑορτάζωμεν, μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς‧ μὴ κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως‧ μὴ τὰ ἡμέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δὲ τὰ τοῦ Δεσπότου‧ μὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας‧ μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως».

Δηλαδή: «Ας εορτάσουμε τη Γέννηση του Χριστού όχι μα πανηγύρια αλλά με τον τρόπο που θέλει ο Θεός, όχι με τον τρόπο του κόσμου αλλά υπερκόσμια, όχι τις  δικές μας γιορτές αλλά την εορτή του δικού μας Χριστού ή, καλύτερα, του Παντοκράτορα Θεού, όχι όσα ανήκουν στην ασθένεια αλλά στη θεραπεία, όχι όσα αφορούν την πλάση μας αλλά την ανάπλασή μας.». Λοιπόν, ας εορτάσουμε όχι στο κλίμα που επιβάλλει η ασθένεια του κορωνοϊού, αλλά στο κλίμα επιτάσσει η θεραπεία, αυτή που παρέχει η επιστήμη, ως δυνατότητα που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο.