Κι είναι οι μέρες γιορτινές αλλά μια πιο μοναχική από ποτέ…
Με κωδικό μόνο η επίσκεψή μου στο χωριό. Με κωδικό το περπάτημα και τα ψώνια. Τουλάχιστον το κοίταγμα είναι «ελεύθερο» κι οι σκέψεις, τα όνειρα, κι οι αναμνήσεις μας. Έκανα βόλτα μεγάλη, γέμισα πάλι χρώματα κι αρώματα εκείνων των εποχών που μοιάζουν σαν να ΄ταν ζωντανά παραμύθια όσα ζήσαμε. Σταμάτησα στην Απάνω αγορά, όλα κλειστά. Γάτες και σκυλιά συναντάς μόνο και φώτα σβηστά. Σαν να ‘χει σταματήσει ο χρόνος και περιμένει…
Στα σοκάκια που τρέχαμε πιτσιρίκια περπάτησα, στα μαγαζιά που ερήμωσαν και ξεφτήσαν οι τοίχοι και τα παντζούρια τους.
Κι έφτασα ίσαμε τον Άι Νίκολα. Κι ήταν οι πόρτες ερμητικά κλειστές. Κι ας έψαλλαν μέσα για την μεγάλη γιορτή του τόπου μας. Πολιούχος των Αρχανών τούτος ο Άγιος. Καπετάνιος δικός μας στα δύσκολα, ακόμα και τώρα που γιορτάζει… μόνος του!
Κι άθελά μου θυμήθηκα μια μικρή ιστορία που συνέβη κάποτε. Έτσι όπως πήρα την μεγάλη ανηφόρα ζωντάνεψαν μπροστά μου αλλοτινοί καιροί…
Ήταν Χριστούγεννα, κάπου εκεί στις αρχές της Δεκαετίας του 70…
Θυμάμαι πως ξυπνούσαμε λίγο πριν τα ξημερώματα, μια μέρα που ήταν για μας μαγική. Τα τζάμια θαμπωμένα από τις ανάσες μας και το κρύο της νύχτας. Ούτε σόμπα άναβε, ούτε μαγκάλι. Κι έπρεπε να βάλουμε τα πιο γιορτινά μας ρούχα, να τυλιχτούμε σφιχτά με το παλτό, τα γάντια και το κασκόλ και σχεδόν νηστικοί να πάρουμε το δρόμο, να ανηφορίσουμε ίσαμε τον Άι Νικόλα. Το κρύο μας περόνιαζε τα κόκκαλα όμως είχα βρει τον τρόπο να μην σκέφτομαι τίποτα εκείνη την ώρα. Δίπλα μου ο αδελφός μου τυλιγμένος κι αυτός με ρούχα ζεστά. Έβλεπα την ανάσα του σαν κατάλευκο καπνό να βγαίνει από το στόμα. Χαζεύαμε τα παράθυρα των σπιτιών καθώς περπατούσαμε και βλέπαμε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και τα λαμπιόνια που αναβόσβηναν χαρίζοντας μικρές λάμψεις που φάνταζαν με πολύχρωμα αστέρια στα παιδικά μας μάτια. Θυμάμαι που μετρούσα πόσα θα συναντούσαμε σ’ όλη τη διαδρομή και ύστερα τα ‘βαζα στο μυαλό μου στη σειρά, να τα ταξινομήσω, να δω ποιο θα έβγαζα το καλύτερο δέντρο του χωριού. Πάντα νικούσε εκείνο στην μπαλκονόπορτα της θείας Πόπης που είχε και μια φάτνη με ένα φωτεινό αστέρι φτιαγμένη από γύψο και ασημόχαρτο. Ήταν πανύψηλο εκείνο το δέντρο. Κι ήταν αληθινό έλατο, πολυτέλεια για όλους μας εκείνα τα χρόνια. Και είχε το σπίτι και ζωγραφισμένα παράθυρα με άσπρο σπρέι και αγγελάκια χάρτινα, φιγούρες βγαλμένες από παραμύθια και σπάνιες πια στις μέρες μας. Και σαν φτάναμε πια στην εκκλησιά όλη η μαγεία και η ομορφιά της μέρας ήταν κλεισμένη στην φάτνη μπροστά στο ιερό, με τεράστιες φιγούρες στο δικό μας ύψος. Νόμιζα με το αθώο μυαλό μου πως ήταν η αληθινή φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός, με τα άχυρα, το πλέγμα και τα δώρα που κρατούσαν οι μάγοι. Κι έμεναν τα μάτια μου καρφωμένα εκεί, χωρίς να υπάρχει χρόνος, μόνο η απόλυτη σιωπή και οι ψαλμωδίες ίσαμε να τελειώσει όλη η λειτουργία και να επιστρέψουμε σπίτι όπου η γιαγιά μας είχε ετοιμάσει το πιο απίστευτο χριστουγεννιάτικο πρωινό. Ένα φλιτζάνι με ζωμό από κρέας με μπόλικο λεμόνι και παξιμάδι και ζεστά μελωμένα ξεροτήγανα, καρύδια, αμύγδαλα. Κι ύστερα μας μάζευε όλους γύρω από το μαγκάλι και ξεκινούσε τις ιστορίες με τους καλικάντζαρους που της χαλούσαν συνέχεια το ψωμί και τους κουραμπιέδες και είχε κανονίσει το βράδυ να τους μαντρώσει, έλεγε, με μια παγίδα που είχε φτιάξει και να μας τους δείξει το πρωί… Κάπως έτσι, τότε περίπου, γεννήθηκαν στο μυαλό μου κι οι δικοί μου καλικάντζαροι, ο Τρακατρούκας, ο Πι, ο Φι, ο Σταχτής, ο Κατράμης, ο Κουτσοδόντης, ο Πέρα Πέρα, ο Εδώ και ο Αλλού, ο Έτσι κι ο Αλλιώς, που τώρα πια ζουν και βασιλεύουν στα δικά μου παραμύθια… Κι όλα αυτά συνέβαιναν μια φορά κι έναν καιρό.
Κοίταξα το παράθυρο της εκκλησιάς και φαίνονταν μόνο τα αναμμένα φώτα από τους μικρούς πολυέλαιους. Άδεια στασίδια και καρέκλες …
Ας κρατήσουμε τουλάχιστον ζωντανές τις αναμνήσεις κι όλα θα ξαναγίνουν κάποια στιγμή… κανονικά!