Στην ογδοηκοστή επέτειο του Έπους του 1940, που με δύσκολες συνθήκες γιορτάσαμε εφέτος τη νίκη των Ελλήνων κατά του φασισμού, κυκλοφόρησε το βιβλίο των Απομνημονευμάτων ενός ακόμη αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, του βιαννίτη Νίκου Κατσαράκη.
Ο Νίκος Κατσαράκης βγαίνοντας μέσα από τις αλλεπάλληλες διαλυτικές και ανασταλτικές για την πορεία του περιπέτειες του Μεσοπολέμου εξαιτίας των αγώνων του για καλύτερη παιδεία και μια κοινωνία πιο ανθρώπινη μέσα σ’ ένα δικαιότερο κόσμο, ήρθε στην πατρίδα του τη Βιάννο και με άλλες διαλεχτές προσωπικότητες που προίκισε η φύση, η θέση, η παράδοση και το Γυμνάσιό της, δημιούργησαν το θαύμα της οικονομικής, πνευματικής, κοινωνικής και πολιτιστικής της ανόδου, του «Βιαννίτικου Διαφωτισμού».
Σ’ αυτή την ευτυχισμένη ώρα της συλλογικής δράσης, της ενότητας και της προόδου, τους βρήκε το ΟΧΙ, η νίκη του ελληνικού στρατού, η γερμανική επίθεση, η Μάχη της Κρήτης και η κλήση του ελληνικού λαού για θυσία. Εκείνες οι ιστορικές στιγμές έγιναν σοβαρή και δραματική ιστορία.
Τότε οι πρωταγωνιστές της μεσοπολεμικής ακμής της Βιάννου μπήκαν και πάλι μπροστάρηδες και η πλειονότητα του λαού της τους ακολούθησε με εμπιστοσύνη στον αγώνα κατά του κατακτητή, μέσα από την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση «Κρητική Επαναστατική Επιτροπή» και ύστερα από το ΕΑΜ. Μαθημένοι να υπερβαίνουν τον ατομισμό τους για τα ωραία κοινωνικά και εθνικά ιδανικά, τά ‘δωσαν όλα. Δεν τους δείλιασε και δεν τους έκανε «φρονιμότερους» ούτε και το Ολοκαύτωμα. Βγήκαν γενναιότεροι και πιο αποφασισμένοι.
Τον αγώνα των φοιτητικών του χρόνων στην Αθήνα, ύστερα στη δεκαετία του Διαφωτισμού της Βιάννου (1930 – 1940), της αντίστασης σ’ όλες της τις φάσεις (1941-1944), αλλά και της διάψευσης των οραμάτων του κατά την περίοδο από τη φυγή των Γερμανών ως τον Εμφύλιο, περιγράφει στα Απομνημονεύματά του ο Νίκος Κατσαράκης, τελευταίο δώρο του στη Βιάννο και στον κάθε του αναγνώστη.
Μας γράφει εμπιστευτικά και εξομολογητικά, συχνά οργισμένος, για τη ζωή του αυτή τη δύσκολη αλλά αγωνιστική και ενδιαφέρουσα και κυρίως για την απογοήτευση της μεταπολεμικής πραγματικότητας. Μας παρουσιάζει τις συνθήκες και τις δυσκολίες μιας εποχής διαφορετικής από τη δική μας, που έχει, όπως κάθε εποχή, τα δικά της κριτήρια, με τα οποία πρέπει να κρίνομε τα γεγονότα της.
Ο Νίκος Κατσαράκης παρουσιάζει την προπολεμική Βιάννο της λαμπρής δεκαετίας της προόδου και του πολιτισμού, της συλλογικής δράσης των κατοίκων της, με την καθοδήγηση των υπεύθυνων πνευματικών της ανθρώπων.
Αυτή η κατάσταση έδωσε την αντιστασιακή οργάνωση Κρητική Επαναστατική Επιτροπή υπό τον Αλέξανδρο Ραπτόπουλο, η οποία μαζί με την επίδραση σπουδαίων αριστερών της εποχής, όπως ο Νίκος Μανουσάκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Λουλάκης κ.α., υπήρξαν η μαγιά για την επικράτηση των κηρυγμάτων του ΕΑΜ, που με το μοναδικό κείμενο του Δημήτρη Γληνού «Τί είναι και τί θέλει το ΕΑΜ» είχαν καταλυτική επίδραση στις καλλιεργημένες ψυχές των πρωτοπόρων και στους αγνούς ανθρώπους της Επαρχίας, που είχαν βιώσει το θαύμα της συλλογικής δράσης και είχαν μάθει να εμπιστεύονται τους πνευματικούς τους ηγέτες.
Ο συγγραφέας, συνειδητοποιώντας τη συνέχεια και αλληλουχία των διαφορετικών εποχών της περιόδου 1930 – 1945, περνά με μιαν ασυγκράτητη παρόρμηση από την περίοδο της ειρήνης στον πόλεμο και στην Κατοχή και ύστερα στη μετά τη φυγή του κατακτητή κατάσταση της Βιάννου, τη μετακατοχική και προεμφυλιοπολεμική, την οποία οι Γερμανοί σε συνεργασία με τους Βρετανούς είχαν προετοιμάσει για τη χώρα μας.
Σε αυτή την εφιαλτική κατάσταση, αντίθετη από τη λάμψη των οραμάτων του, εκείνος και οι συναγωνιστές του (μετά την αποχώρηση των Γερμανών) ανασκουμπώθηκαν να δουλέψουν για την πραγμάτωση των στόχων τους, δηλαδή την ανθρωποκεντρική κοινωνία. Ο Νίκος Κατσαράκης, μάλιστα, από την υπεύθυνη θέση του προέδρου της Άνω Βιάννου.
Θυμωμένος και απογοητευμένος καταγγέλλει με το κείμενό του πως τότε, αντί να επιβραβευθούν οι αγωνιστές, ξαναγυρίζουν στην εξουσία οι προπολεμικοί παράγοντες, που υπήρξαν αδιάφοροι ή εχθρικοί προς την Αντίσταση ή και οπαδοί της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Επαναστατημένος, που ήρθαν τα πάνω – κάτω, περιγράφει πρόσωπα και πράγματα, δείχνοντας τις άριστες ψυχολογικές μεθόδους προπαγάνδας, μισαλλοδοξίας και τρομοκρατίας, με τις οποίες οι Βρετανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους δίχασαν τον ελληνικό λαό. Γνωρίζομε έτσι το φοβερό κυνηγητό και την απάνθρωπη τρομοκρατία που βίωσαν οι αγωνιστές του ΕΑΜ, για να ξεγράψουν τελείως από τη συνείδησή τους, ακόμη και από τη μνήμη τους, τις ιδέες και τα οράματά τους για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο.
Σ’ όλες αυτές τις φάσεις της ειρηνικής και της πολεμικής ιστορίας της Επαρχίας ο συγγραφέας απαριθμεί τα ονόματα των αγωνιστών και τους ρόλους τους, επιμένοντας κυρίως στους απλούς ανθρώπους, τους φτωχούς αγρότες και τους βοσκούς. Αν η επική ιστορία της Βιάννου, δηλαδή «ο Διαφωτισμός της» και η σχεδόν πάνδημη Αντίστασή της (1941 – 1944), φωτίζεται άριστα, η μετά το 1944 τραγική της ιστορία, ελάχιστα ή μονομερώς μελετημένη, με την αφήγηση του Νίκου Κατσαράκη αποκαλύπτεται και επιβεβαιώνονται οι μαρτυρίες των επιζώντων και τα όσα γράφονται στον τοπικό τύπο της εποχής, όπως τα γεγονότα των αρχών του Ιουλίου 1947. Βιώνομε μέσα από το μαρτύριο της Βιάννου τον κακό χειμώνα του εμφύλιου σπαραγμού.
Η μελέτη της σοβαρής αυτής ιστορικής πηγής, τα στοιχεία της οποίας διασταύρωσα με άλλες προφορικές και γραπτές, μού ‘δωσε μεγάλες χαρές και συγκινήσεις. «Ξαναμίλησα» με την Αταλάντη και το Δημοσθένη, το Γιώργη το Χρηστάκη, με το Μιχάλη το Σαμαρείτη και άλλους αγωνιστές που έχω καταγράψει
. Στη συνεδρίαση του ΕΑΜ στον Κρεβατά, τον Οκτώβριο του 1942, για την ανασυγκρότηση του ΕΛΑΣ Ανατολικής Κρήτης (υψηλές στιγμές της ιστορίας), καθώς και στην αντίστοιχη για τον Εμφύλιο (ανέκδοτο τμήμα), ξαναβίωσα τις αφηγήσεις του Σαμαρείτη σχετικά με τις συνεδριάσεις του Ηρακλείου για τα ίδια θέματα. Με εντυπωσίασαν, επίσης, νέες πληροφορίες για άγνωστους λαμπρούς πατριώτες, όπως ο Λουκάς Τιράνα και ο Γεώργιος Χριστακόπουλος, και για τους προδότες που μετέφεραν οι Γερμανοί από πολύ μακριά για να υποτάξουν την ανυπότακτη Επαρχία. Έτσι είδα πως πρέπει να μελετηθούν και άλλες πτυχές, όπως η συμπόρευση Βιάννου και Εμπάρου κατά την Αντίσταση και η σχέση του Πεντλέμπουρυ με τη Βιάννο.
Τα απομνημονεύματα του Νίκου Κατσαράκη απαντούν σε καυτά ερωτήματα σχετικά με την επική και τραγική ιστορία της προοδευμένης προπολεμικά επαρχίας.
Ο ίδιος την έζησε σε ρόλους σπουδαίους και γι’ αυτό την περιγράφει με πάθος. Είναι μια εξεγερμένη ψυχή που θέλει να αποδώσει την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Και γι’ αυτό απαριθμεί ευγνώμων τους άγνωστους αγωνιστές, για να μην αδικηθούν, όπως και όσους – εκείνους τους λίγους – έβλαψαν τον αγώνα. Γράφει βέβαια με υποκειμενισμό τη «δική του» αλήθεια και βλέπει από την οπτική του τα πράγματα, παραθέτοντας όμως πλήθος τεκμηρίων.
Τα απομνημονεύματά του είναι μια ψηφίδα της ιστορίας, μια σοβαρή ιστορική πηγή. Όχι η ιστορία. Και οπωσδήποτε θα ήταν αδύνατο να δώσει τα πάντα και τους πάντες που έδρασαν. Καταφέρνει, όμως, να παρουσιάσει την ακμαία προσωπικότητα της Βιάννου, το πνεύμα, την νοοτροπία και το ήθος των Βιαννιτών την περίοδο 1930 – 1945.
Ο φίλος μου ο Νίκος Κατσαράκης, που επί τέσσερα χρόνια τον ζούσα από πολύ κοντά, άλλοτε τσακωνόμουν και άλλοτε φίλιωνα μαζί του και του έκανα συνεχώς ψυχογραφήματα, έμεινε στη συνείδησή μου κυρίως με δύο ιδιότητες: σαν παθιασμένος γιος της Βιάννου που λάτρεψε και σαν ανθρωπιστής, «φιλάνθρωπος» με την αρχαία ελληνική σημασία. Αγάπησε τον άνθρωπο και έκανε ό, τι μπορούσε για το καλό του. Γι’ αυτό δε μετάνιωσε για το δύσκολο δρόμο που ακολούθησε στα νιάτα του και νιώθει βαθιά περηφάνια γι’ αυτόν, συνεχίζοντας να προσφέρει στην κοινωνία, όπως μπορεί, και να υποφέρει για τα βάσανα της επαρχίας του.
Εξομολογούμαι πως αισθάνομαι μια όμορφη ικανοποίηση για την προσπάθειά μου να δοθεί όσο γίνεται καλύτερα και ιστορικότερα αυτή η ψηφίδα της ιστορίας της Βιάννου, της Ελλάδας, του Κόσμου, του Ανθρώπου. Θεωρώ καλή την ώρα που επέμενα στον άγνωστό μου τότε και τώρα καλό μου φίλο Γιώργο Κατσαράκη να μην αφήσει το αρχείο του πατέρα του στο μπαούλο να μουχλιάσει, γιατί ανήκει όχι μόνο στην οικογένεια, αλλά και στην κοινωνία και στους πολίτες της Βιάννου και στον κόσμο ολόκληρο, για το καλύτερο μέλλον του οποίου αγωνίστηκε με τον τρόπο που ήθελε και μπορούσε ο Νίκος Κατσαράκης.