Φέτος το καλοκαίρι στο καφενείο του Πάντζου, στην οδό Αποστόλου Παύλου, στη Θεσσαλονίκη, απέναντι από το Τουρκικό Προξενείο, συναντηθήκαμε κάποιοι παλιοί συμμαθητές του Γ’ Γυμνασίου Αρρένων Θεσσαλονίκης, εφτά οχτώ άτομα. Ήταν πρωτοβουλία του Αντιφώντος. Ήμασταν όλοι επάνω από ογδόντα χρονών. Όλοι συνταξιούχοι. Ριγιούνιον το λένε αυτό σήμερα. Πίνοντας όλοι χαμομήλι, έτσι για πλάκα, συζητούσαμε. Κάποιος στο διπλανό τραπέζι μιλώντας αποκαλούσε συνεχώς τον φίλο του μ…κα. Κι εκείνος τον άκουγε και δεν του κακοφαινόταν καθόλου.

– Θυμάσαι, Αιμίλιε, πόσο εμείς τότε ντρεπόμασταν να ακούσουμε ή, πολύ περισσότερο, να πούμε πρόστυχη λέξη; Σήμερα ακόμη και τα κοριτσόπουλα μιλώντας στο κινητό λένε προστυχιές ανερυθρίαστα, έλεγε ο Αντιφών, που είναι άνθρωπος της εκκλησίας.Ο διπλανός άκουσε και μας στραβοκοίταξε.

– Και στην τηλεόραση οι προστυχιές λέγονται και προβάλλονται ελεύθερα και τις ακούνε και τα μικρά παιδιά και μαθαίνουν πρόστυχες λέξεις από μωρά, απάντησα.

– Πόσο φοβόμασταν τον χωροφύλακα, πόσο σεβόμασταν και φοβόμασταν τον δάσκαλο, τον καθηγητή μας, κάθε προϊστάμενο υπηρεσίας… παρατήρησε ο Χαράλαμπος.- Σήμερα στις συχνότατες διαδηλώσεις οι πολίτες δεν διστάζουν ακόμη και ρόπαλα να σηκώσουν και να αρχίσουν να βαράνε τους αστυνομικούς, που αισθάνονται ανυπεράσπιστοι. Τους πυρπολούν με βόμβες μολότοφ. Αυτοί απαγορεύεται να χτυπήσουν ή ακόμη και να βρίσουν όταν τους χτυπούν με τα κοντάρια των κόκκινων σημαιών τους οι διαμαρτυρόμενοι, συμπλήρωσε ο Πέτρος.- Έφυγε ο φόβος, αλλά έχει έρθει η διάλυση, συμπλήρωσε σκεφτικός ο Μιχάλης.- Θυμάστε τότε που άρχισαν να υποχωρούν οι Γερμανοί και αποσύρονταν από τη χώρα μας; Ένα βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, ήρθαν αγγλικά αεροπλάνα. Έριξαν πολλά μικρά αλεξίπτωτα από τα οποία κρέμονταν λάμπες που άναψαν με ισχυρότατο φως στη μέση της καθόδου τους. Άστραψε η Θεσσαλονίκη. Η νύχτα έγινε μέρα. Και άρχισαν οι Εγγλέζοι από ψηλά να βομβαρδίζουν. Οι γερμανικές αντιαεροπορικές βολές γίνονταν στα τυφλά. Τους θάμπωναν τα φώτα. Από τις εκρήξεις των βομβών που έριχναν τα αεροπλάνα έσκαγαν και τα αποθηκευμένα πυρομαχικά των Γερμανών και γίνονταν φοβερές δονήσεις.

Πύρινη κόλαση η Θεσσαλονίκη. Σειόταν ολόκληρη. Ανενόχλητοι οι Εγγλέζοι έκαναν στάχτη τα Λαδάδικα, όπου υπήρχαν γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Και μετά την λήξη του συναγερμού, οι κόρνες των αυτοκινήτων που μετέφεραν νεκρούς και τραυματίες στα νοσοκομεία, μέχρι τα ξημερώματα. Σε τι φοβερές καταστάσεις ζούσαμε τότε! Και με τι στερήσεις… πόση πείνα…

– Και όμως κατορθώσαμε να σπουδάσουμε…

– Όλα άλλαξαν. Ακόμη και ο καιρός άλλαξε. Η θερμοκρασία συνεχώς ανεβαίνει. Μας τάραξε στα σαραντάρια. Οι καύσωνες έρχονται ο ένας μετά τον άλλο. Και ήπιαμε και ζεστό τσάι. Ποιανού ιδέα ήτανε; Θα σκάσουμε…

– Δεν μου λες, Αντιφών, άκλιτο εξακολουθούν να χρησιμοποιούν ακόμη το όνομά σου;

– Έτσι το χρησιμοποιούν ακόμη, μολονότι όλοι σήμερα είμαστε μορφωμένοι. Ακόμη και η γυναίκα μου λέει «Αυτά είναι τα γυαλιά του Αντιφών», «Μήπως είδες τον Αντιφών στου Πάντζου;» Έτσι έχει συνηθίσει. Αυτό δεν άλλαξε.

– Θυμάστε τον Μάνο; Ήταν μαραγκός και σπούδαζε Νομική. Και τα κατάφερε να πάρει πτυχίο. Και δημιούργησε μια ωραία οικογένεια.

Πέθανε όμως νέος. Δυστυχώς.Και θυμηθήκαμε τους μακαρίτες συμμαθητές μας. Ήτανε πολλοί. Τους απαριθμούσαμε, όποιον θυμόταν ο καθένας μας. Και βρήκαμε ότι οι πεθαμένοι ήταν περισσότεροι από εμάς τους ζωντανούς. Θλιβερή διαπίστωση. Κάποιος ανέφερε τον Παπαπάνου (τρία πα και ένα νου). Ζωηρός και αστείος τύπος. Μακαρίτης και αυτός. Θυμηθήκαμε και τους καθηγητές μας: Ασμανίδου, Λογγινίδης, Χατζηαλεξάνδρου, Βαλαούρης, Φωστηρόπουλος, Παπαθεοδωρίδης… Όλοι πριν από χρόνια πεθαμένοι. Μνημόσυνο ευγνωμοσύνης για όσα μας έμαθαν.

Ξέρετε τι σκέφτομαι εγώ; είπε ο Σαμουήλης. Εμείς τότε ήμασταν άλλου είδους άνθρωποι, άλλου χαρακτήρα από τους σημερινούς: πειθαρχούσαμε, σεβόμασταν, υπομέναμε στερήσεις, σπουδάζαμε δουλεύοντας… Σήμερα ο κόσμος είναι αλλιώτικος. Διεκδικεί με θάρρος δικαιώματα, απαιτεί, δεν διστάζει να απειθαρχήσει, δεν κοκκινίζει από ντροπή… Δεν δοκίμασε την δική μας δυστυχία. Εμείς ήμασταν και μείναμε αλλιώτικοι. Και μας κακοφαίνονται τα καινούργια. Είμαστε απομεινάρια μιας άλλης εποχής.