Έχει ειπωθεί και είναι αληθές ότι η εποχή μας είναι η εποχή της μετανεωτερικότητας. Πρώτα ας εξηγήσουμε τον όρο, αντιδιαστέλλοντάς τον προς τη νεωτερικότητα. Με τον όρο «νεωτερικότητα» εννοούμε γενικά ό, τι προέκυψε από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό του 18ου αιώνα καθώς και από τις επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα στους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνίας, της τέχνης, της ιδεολογίας.

Πρόκειται για την προσπάθεια να απαντηθούν τα μείζονα προβλήματα της πολιτικής, της γνώσης και της κοινωνίας με βάση τον ορθολογισμό και την επιστήμη, δηλαδή με κοσμικούς και όχι με μεταφυσικούς όρους.

Υπ’  αυτή την έννοια, η νεωτερικότητα εφοδιάζει τον άνθρωπο και τις κοινωνίες με σταθερές θέσεις και απόψεις, ώστε να υπερβαίνουν κάθε αβεβαιότητα, ταξινομώντας τα πράγματα μέσα από τις βεβαιότητες του ορθού λόγου και της επιστήμης. Έτσι, η νεωτερικότητα προέκυψε ως μια δυναμική κίνηση αφενός απεξάρτησης από την παράδοση και, αφετέρου, διαρκούς προόδου. Στο χώρο της νεωτερικότητας όλα είναι λογικά ταξινομημένα.

Η μετανεωτερικότητα, ένα φαινόμενο που έκανε την εμφάνισή του στα μέσα του 20ού αιώνα, είναι θα λέγαμε μια αντίδραση σε όλες τις βεβαιότητες της νεωτερικότητας. Καταφάσκει τις αντιφάσεις και την αρνητικότητα της ανθρώπινης συνθήκης, ασκεί κριτική στη νεωτερική σκέψη και στις βεβαιότητές της, μιλάει για την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την εξέλιξη του κόσμου, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ικανότητες των ατόμων καθώς και τα όρια μεταξύ του σωστού και του λάθους.

Η μετανεωτερικότητα μπορεί να οριστεί ως μια νέα, ρευστή, αντεστραμμένη νεωτερικότητα, που βασίζεται στην ίδια την ρευστή καθημερινότητα στις συνθήκες εργασίας, στην αχρήστευση «εν μιά νυκτί» των μαθημένων δεξιοτήτων, στη μεγάλη ποικιλία των εμπειριών, στην υψηλή κινητικότητα.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της ρευστότητας τίποτε δεν είναι σταθερό, τα όρια μεταξύ των πολιτικών ορθοδοξιών αμβλύνονται, τα όρια μεταξύ «καλού»  και «κακού» έργου τέχνης παύουν να είναι σαφή, οι παραδόσεις ατονούν με την πολυπολιτισμικότητα, οι ιδεολογίες «ξεβάφουν» και όλα καταντούν ατομικές απόψεις, βοηθούντων βέβαια των ΜΜΕ και, κατά κύριο λόγο, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Μέσα σ’  αυτό τον καινούργιο κόσμο είναι υποχρεωμένη να ζήσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που  πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι γέννημα της νεωτερικότητας, όπως προσπαθήσαμε να την ορίσουμε. Πρόκειται για ένα κόσμο όπου οι προκλήσεις για τη δημοκρατία είναι πολλές: κυριαρχία των αγορών, υποχώρηση της ευστάθειας των παραδόσεων, σύγχυση πολιτισμών, αδιαφορία των πολιτών για την πολιτική, αποξένωση των κοινωνιών από το δημοκρατικό γίγνεσθαι.

Το πρόβλημα επιτείνεται, όπως γράφει ο Carlo Galli στο βιβλίο του «Η αμηχανία της δημοκρατίας» (εκδ. «Πόλις»), λόγω της ανεπάρκειας «της δημοκρατίας και των θεσμών της να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, να σταθούν στο ύψος της ανθρωπιστικής αποστολής τους, να προσφέρουν στον καθένα τις ίδιες ελευθερίες, τα ίδια δικαιώματα, την ίδια αξιοπρέπεια» (σ. 12-13).

Πέραν αυτών όμως, υπάρχει κι ένας άλλος πολύ σοβαρός παράγων που μπορεί να ναρκοθετήσει τη δημοκρατία. Όπως είπαμε, στη σημερινή εποχή της μετανεωτερικότητας όλα είναι ρευστά, άρα τα όρια μεταξύ του σωστού και του λάθους είναι δυσδιάκριτα ή και ισοπεδώνονται. Έτσι, όλα μπορεί να θεωρούνται σωστά, τη στιγμή που όλα μπορεί να είναι λάθος. Ωστόσο, επειδή κανείς δεν αναγνωρίζει εύκολα το λάθος του, γι’  αυτό αδιακρίτως όλες οι «απόψεις» διεκδικούν την ορθότητα.

Σήμερα, λοιπόν, που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν την ευκαιρία σε όλους να  εκφράζουν τις απόψεις τους επί παντός του επιστητού, όλες αυτές οι απόψεις αντιμετωπίζονται ως ίσες μεταξύ τους. Δηλαδή, η άποψη του ειδικού σε ένα τομέα δεν διαφοροποιείται και πολύ ως προς την αξία της από την άποψη του κάθε άσχετου, που μπορεί να γράφει και να προβάλλει ό, τι θέλει κι ό, τι «κόψει το κεφάλι του».

Το πρόβλημα που γεννιέται είναι τεράστιο: τι να πιστέψει τελικά κανείς; Διότι, αν τα πράγματα είναι έτσι και όλα εξισώνονται, τότε όλα μπορούν να γίνουν πιστευτά αλλά και τίποτε. Στη συνείδηση των ανθρώπων  τίποτε πλέον δεν μπορεί να είναι σταθερό, όσον αφορά το χώρο της πολιτικής ή της τέχνης, ακόμη και της επιστήμης. Μας ενδιαφέρει όμως εδώ η δημοκρατία.

Αν ο καθένας μπορεί να διασπείρει ψεύδη, αν ο καθένας θεωρεί πως ό, τι λέει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετράει ως σημαντικό, αν ο καθένας έχει ως στόχο του όχι την αλήθεια και τα γεγονότα, αλλά την προώθηση της «άποψής του» μέσα από μια μυωπική θεώρηση των πραγμάτων, αν πιστεύει ότι μπορεί να σχολιάζει τα πάντα με ελαφρά τη συνείδηση, και μάλιστα αναφερόμενος σε πράγματα που δεν γνωρίζει, τότε κάτι δεν πάει καλά στη δημοκρατία.

Συνήθως οι σχολιάζοντες ποσώς ενδιαφέρονται για την ίδια τη δημοκρατία. Κυρίως τους ενδιαφέρει να σπιλώσουν τον «αντίπαλο» , να τον υβρίσουν, να τον διαπομπεύσουν, να αυτοπροβληθούν βγάζοντας ό, τι σκοτεινό κρύβουν μέσα τους και λειτουργώντας μάλλον εκτονωτικά για τους ίδιους, δηλαδή με το θυμικό ή, το χειρότερο, με κομματικό ή ιδεολογικό μίσος.

Ένα πρόσφατο τρανό παράδειγμα υπονόμευσης της δημοκρατίας μπορεί να θεωρηθεί ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, ο οποίος επηρέαζε εκατομμύρια ανθρώπων, υποδαυλίζοντας το μίσος με απανωτά ψεύδη στο  twitter, και όλος ο κόσμος είδε τι συνέβη στο Καπιτώλιο από τους οπαδούς του.

Επομένως, η σύγχρονη δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τα τανκς των στρατιωτικών, όπως συνέβη με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Κινδυνεύει από άλλους παράγοντες, υποκειμενικούς και αντικειμενικούς. Γι’  αυτό θα πρέπει να αναπτύξει αντισώματα απέναντι στις νέες προκλήσεις. Βέβαια, εδώ δεν πρόκειται για πανδημία, για να βρεθεί εμβόλιο. Πρόκειται για μεγάλα προβλήματα που απαιτούν την ομοθυμία, τη βούληση και τη δράση πολιτών και πολιτικών.

Η δημοκρατία πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, δηλαδή να είναι συνεπής προς τον εαυτό της, προστατεύοντας τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, εμπνέοντάς τους εμπιστοσύνη, λύνοντας το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας, ανεβάζοντας το βιοτικό τους επίπεδο, βοηθώντας τους να αντιληφθούν ότι το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι θέμα των πολιτικών μόνο αλλά και των ίδιων των πολιτών, πείθοντάς τους με αυτό τον τρόπο για την αξία της.

Από τη μεριά των πολιτών πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η διάχυση  στο πολιτικό σώμα της σύγχυσης, του μίσους, του ψεύδους  και της αντίληψης ότι όλα είναι ίδια και ότι σε τίποτε δεν μπορούμε να πιστεύουμε και κανένα δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Ως προς αυτό, τα αντισώματα θα προέλθουν κυρίως από την Παιδεία.

Όχι τη συσσώρευση γνώσεων, αλλά τη βαθιά καλλιέργεια, αυτή που στρέφει την συνείδηση προς την πίστη σε υψηλές δημοκρατικές αξίες και εφοδιάζει με σταθερές, πάνω στις οποίες μπορεί να οικοδομηθεί η ζωή, ατομική και συλλογική. Η Παιδεία ως τέτοια είναι το αντίσωμα στη φαλκίδευση της δημοκρατίας. Γι’  αυτό ας το συνειδητοποιήσουμε: Παιδεία και Δημοκρατία πρέπει να αντιμετωπίζονται ως έννοιες και πραγματικότητες αχώριστες και αδιαίρετες. Ας το έχουν στο νου τους τόσο οι πολιτικοί όσο και οι πολίτες. Και προπάντων οι δάσκαλοι.

 

* Ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης είναι φιλόλογος- θεολόγος