Φωτογραφία- ντοκουμέντο που δείχνει ότι οι Γερμανοί απαθανάτιζαν πάντα τις θηριωδίες τους
Oι αξιωματούχοι του φασιστικού – ναζιστικού στρατού του Γ΄ Ράιχ, θέλοντας να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα που διέπραξαν στην κατεχόμενη Ελλάδα αλλά και στις άλλες κατακτημένες χώρες στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έπλασαν το αφήγημα των «αντιποίνων».
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις καταστροφές και εκτελέσεις των Καλαβρύτων, του Χορτιάτη, του Διστόμου, του Κομμένου, της Βιάννου, της Καντάνου, των Ανωγείων, των χωριών του Κέδρους Ρεθύμνου, της Δαμάστας, του Μαράθου, του Καλλικράτη, της Καλής Συκιάς, των Βορριζίων και δεκάδων άλλων στη χώρα μας.
Ο κατάλογος είναι μακρύς και ατέλειωτος. Το ναζιστικό – φασιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης, συνέδεσε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας με τη λέξη «αντίποινα». Ο Κρητικός, μπολιασμένος με την ιδέα της ελευθερίας, δεν έπρεπε να πολεμήσει τον κατακτητή, δεν έπρεπε να αντιδράσει, αλλά να συνεργαστεί με τις κατοχικές δυνάμεις και να υποταχτεί. Έτσι, σε οποιαδήποτε δράση ή δολιοφθορά που ενεργούσαν οι ανταρτικές ομάδες, ακολουθούσαν τα γερμανικά «αντίποινα», σκορπώντας θάνατο, αρπαγές αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, πυρπολήσεις οικιών και λεηλασίες ναών.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Καλλικράτη Χανίων, που ανήκει στο δίκτυο μαρτυρικών χωριών και πόλεων της Ελλάδας. Στις 4 Οκτωβρίου 1943, σε μάχη των ανταρτών με ομάδα 17 Γερμανοϊταλών στη θέση Τσιλίβδικα, (περιοχή Καλής Συκιάς και Καλλικράτη), μετά την καθολική επικράτηση των ανδρών της αντίστασης και την εξόντωση του εχθρού, γερμανικός τακτικός στρατός δύναμης ενός τάγματος, συνοδευόμενος από δοσίλογους του σώματος Σούμπερτ, κατέφθασε στην περιοχή.
Την Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 1943, χρησιμοποιώντας το αφήγημα των ´αντιποίνωνª, δώδεκα γυναίκες της Καλής Συκιάς κάηκαν ζωντανές, δύο άντρες εκτελέστηκαν και το χωριό πυρπολήθηκε. Οι βάρβαροι προχώρησαν στη συνέχεια στον Καλλικράτη. Από τις 8 ως τις 11 Οκτωβρίου 1943, πυρπόλησαν και λεηλάτησαν το χωριό, εκτέλεσαν είκοσι ένα άντρες και έκαψαν ζωντανές δέκα γυναίκες.
Στην Έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων στην Κρήτη, (Νίκος Καζαντζάκης, Ιωάννης Καλιτσουνάκης, Ιωάννης Κακριδής, Κώστας Κουτουλάκης), η καταστροφή του Καλλικράτη περιγράφεται ως εξής:
«Την 6/10/43, δύναμις εκ 500 περίπου Γερμανών εισήλθεν εις τον ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΝ ρίπτουσα σφοδρούς πυροβολισμούς προς εκφοβισμόν των κατοίκων και παρεμπόδισιν της διαφυγής των. Παρά ταύτα το πλείστον των ανδρών κατώρθωσε να διαφύγη χάρις εις το ορεινόν και δασώδες της περιοχής.
Οι υπολειφθέντες – περί τους 30 άνδρες και τα γυναικόπαιδα – συνελήφθησαν και εκρατήθησαν εις τον περίβολον της εκκλησίας, (σημ.: Κοιμήσεως Παναγίας Καλλικράτη). Ενισχυθέντες οι Γερμανοί και δια της σφίξεως άλλου στρατού ως και της περιβοήτου ομάδος του Σούμπερτ ήρχισαν να λεηλατούν το χωρίον και να ανακρίνουν τους κατοίκους κατηγορούντες αυτούς επί συνεργασία μετά του Μπαντουβά.
Έπειτα εκμανέντες δια την διαφυγήν τούτου, εφόνευσαν πρώτον περί τους 10 άνδρας μετά φοβερών βασάνων εντός ερειπωμένης οικίας, τους δε λοιπούς εις τας οδούς ή εντός των αυλών των οικιών των.
Εν συνόλω εξετελέσθησαν την 8/10/43 29 άτομα μεταξύ των οποίων ο απόστρατος αξιωματικός χωροφυλακής Γ. Μανουσέλης μετά του υιού του Εμμανουήλ, οι γέροντες Μαν. Βουγιούκαλος 70 ετών, Μαν. Ν. Μανουσέλης 60 ετ., Μαν. Γ. Μανουσέλης 62 ετ., Ρουσ. Γανταδάκης 60 ετ., Εμμ. Κωνσταντουδάκης 60 ετ.
Επίσης αι γυναίκες Ευαγ. χήρα Τσιβολεδάκη 65 ετ., Ζαμπία Ι. Παπαδόσηφου 50 ετ., Μ. Χαιρετάκη 60 ετ., και Αικατ. Γιαννακάκη 30 ετ. Επίσης οι αδελφοί Αλέξανδρος Νικόλαος, Εμμανουήλ και Μανούσος Βουγιούκαλος, ηλικίας από 20 μέχρι 32 ετών.
Συγχρόνως με τας εκτελέσεις ελεηλάτησαν και έπειτα επυρπόλησαν τον ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΝ. Εκ των οικιών εκάησαν περί τας 80. Εκ των γυναικών συνέλαβον 20 πάσης ηλικίας, τας οποίας εφυλάκισαν επί 1 μήνα εις την Αγυιάν.
Επειδή δε μετά ταύτα ένα τμήμα του στρατού των οδεύον προς νότον εβλήθη υπό ομάδος ανταρτών, οι Γερμανοί συνέλαβον άλλας τρεις γυναίκας εις το χ. Καλλικράτης, τας εφόνευσαν εντός οικίας και έπειτα ανετίναξαν αυτήν. Η περιοχή εκηρύχθη απηγορευμένη ζώνη, εγκατασταθέντος και μονίμου εκεί φυλακίου, τα δε γυναικόπαιδα διεσπάρησαν εις τα βουνά, τα δάση και τα γειτονικά χωρία».
Θα παρακολουθήσουμε το αποτέλεσμα των «αντίποινων», του φασιστικού βάρβαρου γερμανικού στρατού και των δοσίλογων συμμάχων του, από τις αφηγήσεις πέντε (5) Καλλικρατιανών, τεσσάρων γυναικών και ενός άντρα, που βίωσαν τις ημέρες εκείνες την καταστροφή.
Μανουσέλη Αργυρώ τ. Στρατή, 13 Απριλίου 2015, ετών 85:
´…ήμουνα με τον αδερφό μου το Γιώργη στη εξοχή όταν ήρθανε οι Γερμανοί στο Καλλικράτη. Τσ’είδαμε και ήρθαμε στο σπίτι μας. Αυτοί ήτανε αποφασισμένοι να σκοτώσουνε. Εμείνανε στο χωριό τρεις τέσσερις μέρες μαζί με τσι Σουμπερίτες. Άντρες δεν εβρήκανε. Είχανε φύγει οι άντρες.
Ο πατέρας μου έπεψε μήνυμα τση μάνας μου να του στείλει φαί εκεί που ήτανε κρυμμένος στο βουνό. Μου λέει η μάνα μου, άμε Αργυρώ να του πεις να κατεβεί στο χωριό, μα οι Γερμανοί λένε ότι δε θα πειράξουνε κανένα. Πάω και μου λέει ότι δε κατεβαίνει, κάτι έβαζε ο νους του. Επήγα στη μάνα μου και με ξαναστέλνει και μου λέει άμε να του πεις ότι είναι κι ο αδερφός του ο Μανούσος εδώ.
Επήγα κι ήρθε ο πατέρας μου στο σπίτι. Ήρθανε μετά οι Γερμανοί και τόνε πήρανε στην εκκλησία στη Παναγία. Επήγαμε κι εμείς οι γυναίκες. Στη μια μεριά οι άντρες στην άλλη μεριά οι γυναίκες. Επήρανε μετά μια δεκαπενταριά και τσι βάλανε στο δρόμο. Εγώ ήμουνε μεγάλη και καταλάβαινα τι γινόντανε. Μπαμπά μου! εφώναζα. Εγύρισε και με κοίταξε. Τσι πήγανε στη Πιπιλίδα σ’ένα κατάλυμα και τσι σκοτώσανε. Εγώ εγύρισα στο σπίτι και έβλεπα.
Μετά που τσι βάλανε στο κατάλυμα ακούω τα πολυβόλα και τσι θερίσανε. Εφύγανε οι Γερμανοί από κει. Εγώ έβλεπα. Παίρνω ένα σεντόνι και μοναχή μου περνώ ένα τοίχο και πάω στο κατάλυμα. Βλέπω το πατέρα μου πεσμένο κοντά στη πόρτα χτυπημένο στο κεφάλι. Δίπλα του ήτανε σκοτωμένος και ο αδερφός του ο Μανούσος. Τόνε σκέπασα τον πατέρα μου με το σεντόνι. Εκεί τσι θάψανε όπως μπορούσανε. Μετά από μερικά χρόνια εκάναμε ένα μνημείο και επήγαμε τα κόκκαλα εκεί. Εμάς μας εκάψανε το σπίτι με όλα μας τα υπάρχοντα. Εφύγαμε ύστερα και δε ξαναγυρίσαμε στον Καλλικράτη…»ª
Μαρκουτσάκη Κανδηράκη Ελένη τ. Ιωάννου, 13 Απριλίου 2015, ετών 93:
«…εμπαίνανε οι Γερμανοί στα σπίθια μας και θυμούμαι κι είχαμε τυρί. Και παίρνανε τα τυριά και φεύγανε. Και πήρανε και τση μάνας μου το χοίρο. Και τόνε σέρνανε και τσ’είπανε να πάει στη πάνω ρούγα να τση τόνε πλερώσουνε. Τόνε πήρανε οι Γερμανοί το χοίρο μα πράμα δε τση δώκανε. Είχα μια μου αδερφή την Αθανασία και το Μάρκο μου το παιδί μου μωρό. Και παίρνει το μωρό και βγαίνει όξω. Και τση λέω που θα πας το κοπέλι; Δε μας εφήνανε ύστερα να πάρω ρούχα του παιδιού μόνο μας εδιώχνανε. Και πήγαμε στο βουνό.
Και θυμούμαι πως μου δίνανε οι γυναίκες τσι ποδιές τως και τύλισα το κοπέλι. Και πήγαμε στ’Αλωνάκια. Ήτανε εκειά ένα σπίτι που τυροκομούσανε μια φορά κι έκαμα δυο τρεις μήνες και μετά εκατέβηκα εδώ στο Καψοδάσος. Στο Καλλικράτη ένας μας έλεγε μωρέ σκατοπουτανάρες που γυρίζουνε οι άντρες σας και μας εκυνηγούνε! Αυτός ελέγανε πως ήτανε παπάς, είχε και λίγα γένια. Αυτός εσκότωσε το κουνιάδο μου το Μάρκο Μαρκουτσάκη. Ήτανε αδερφός του άντρα μου.
Τόνε σκοτώσανε στην αυλή του σπιθιού του. Και κατεβαίνανε ύστερα οι γειτόνισσες και λέγανε εσκοτώσανε το Μάρκο στην αυλή του. Και λέει η μάνα μου μη κάνεις παιδί μου ετσά γιατί εξεπάτωνα τα μαλλιά μου. Ήτανε παντρεμένος κι είχε και δυο παιδιά. Ένα κοπέλι και μια κοπελιά. Ύστερα οι Γερμανοί επήγανε σ’ένα κατάλυμα τσι χωριανούς μας και τσι σκοτώσανε. Στη Πιπιλίδα. Αλλά αυτοί εσκοτώνανε όπου κι αν ήθελε τσι παντήξουνε. Δυο τρεις γυναίκες εφεύγανε να πάνε όθε το δάσος και τσι σκοτώσανε κι αυτές.
Μια χωριανή μας τη Ξανθίππη τη σκοτώσανε μέσα στο σπίτι της. Ήτανε κουτσή και δεν εσάλευγε και τη σκοτώσανε. Όταν μας εσυγκεντρώσανε οι Γερμανοί εγώ εκράτουνα το παιδί μου δυο μηνών. Και μου πετά ύστερα ένας Γερμανός απού του Δημάρχου το σπίτι ένα σκέπασμα. Εγώ δεν εστάθηκα να το πάρω. Και μου λένε το παιδί τι θα το κάμεις; Το σκέπασμα το πήρε μια γειτόνισσα και μου το’δωκε παρακάτω να σκεπάσω το κοπέλι. Ύστερα το γυάγυρα το σκέπασμα στη χωριανή μου που το’χε πάρει ο Γερμανός και μου’λεγε την ευχή μου να’χεις άλλο σκέπασμα δεν εξεμπέρδεψα από το σπίτι μου παρά μόνο αυτό.
Τση Παπαδοσήφαινας τσ’ανοίξανε το μπαούλο και τση πήρανε τα χρυσαφικά. Από τα σπίθια μας τα πήρανε όλα. Προυκιά, ρούχα τυριά καρπούς για τα οζά μας, εμάς ως και το γάιδαρό μας τόνε φορτώσανε και τόνε πήρανε. Το γάιδαρο δεν τόνε ξαναβρήκαμε αλλά ταχιά επέψανε κυπραίους και μας εδώκανε ένα. Άμα εφύγανε οι Γερμανοί τσι πέψανε. Επήρανε και του παπά μας το μουλάρι. Εκάψανε τα σπίθια του χωριού, δεν αφήσανε κανένα.
Οι προδότες εμπαίνανε στα σπίθια και ξανοίγανε πως θα τα γδύσουνε. Όλα τα πήρανε οι Σουμπερίτες. Οι Γερμανοί στο χωριό ήρθανε από το Ασφένδου, από τα Μυριοκέφαλα και από τη κάτω μεριά. Θυμούμαι ότι ο άντρας μου είχε ένα τουφέκι στο σπίτι και πιάνω το και το’κρυψα στο γύρο και δε το βρήκανε οι Γερμανοί. Η μάνα μου είχε ένα αδερφό τον Ενωματάρχη το Μανουσέλη και επαραθέριζε στο Καλλικράτη και τόνε σκοτώσανε μαζί με το γιο του δεκαοχτώ χρονών, δεν είχε άλλο παιδί. Ο Θεός να μη φέρνει ετσά μέρες …ª.
Πολάκης Χρήστος του Γεωργίου, 21 Αυγούστου 2015, ετών 86:
´…οι Γερμανοπροδότες εσκοτώσανε τη γιαγιά μου την Ελένη. Ο παππούς μου είχε και μια αδερφή την Κατερίνα, Κατεργιά τη φωνάζαμε και τη κάψανε σε ένα χοιρόκουμο κι αυτή. Όταν γινόντανε οι εκτελέσεις στον Καλλικράτη εγώ και άλλοι νεαροί χωριανοί είμαστε στην αγγαρεία στην Αγία Γαλήνη. Μας επηγαίνανε οι Γερμανοί με μια κακόβαρκα. Εγυρίσαμε μετά τη βάρδια μας και επιάσαμε να ανεβαίνουμε στο χωριό. Στον Πατσιανό μας εσταματήσανε, πέντε έξι νεαροί είμαστε και μας είπανε τα καλά νέα.
Εσένα εσκοτώσανε τη γιαγιά σου και τη θεία σου, εσένα τον πατέρα σου, εσένα τη γιαγιά σου, εσένα τον παππού σου. Τ’ακούσαμε αυτά και απελπιστήκαμε. Εβγήκαμε στο χωριό και τι να δούμε. Ένα χωριό καμμένο, χωρίς σπίθια και αθρώπους. Εψάχναμε να βρούμε τσι δικούς μας. Τσι βρήκαμε μέσα σε σπηλιές και τρύπες, ομάδες ομάδες. Και ο ουρανός να βρέχει ασταμάτητα. Απελπισία. Όλοι ήτανε απελπισμένοι. Πώς θα περνούσε ο χειμώνας. Η μάνα μου η Αργυρώ είχε οχτώ παιδιά.
Πώς θα τα βγάλομε πέρα; Ελέγανε οι χωριανοί ότι ένας που έκανε το βοσκό και τον είχανε οι Χαιρέτηδες ήτανε Ρουμάνος, Αλβανός; Δεν ήξερε κανείς. Μετά μάθαμε. Ήτανε προδότης και είχε βάλει γερμανική στολή κι ήτανε μαζί με τσι Γερμανούς. Και πήγε στη τρύπα που είχανε οι Χαιρέτηδες τα όπλα την άνοιξε και τα πήρε.
Τα έδωσε στσι Γερμανούς. Και εσκότωσε και δικούς μας Καλλικραθιανούς. Δυο γυναίκες, τη Γιαννακάκη τη Κατερίνα και τη γιαγιά μου την Ελένη τσι κάψανε μαζί στο σπίτι τση Γιαννακάκενας. Επήγε η γυναίκα να σβήσει το σπίτι της που εκαίγουντονε, την πιάσανε οι Σουμπερίτες εβάλανε και τη γιαγιά μου που επήγε να τη βοηθήσει και τσι κάψανε μαζί…».
Ερασμία Κανδηράκη-Γαρεφαλλή, 13 Απριλίου 2015, ετών 78:
«…θυμούμαι παιδί το πρώτο αεροπλάνο που πέταξε απάνω από τον Καλλικράτη τη κατοχή. Και μου λέγανε Ερασμία βλέπεις εκείνο το πουλί στον ουρανό; και μου δείχνανε το αεροπλάνο. Εκεί μέσα είναι αθρώποι. Αυτό ήτανε το πρώτο αεροπλάνο που είδα σαν ήρθανε οι γερμανοί στην Κρήτη. Και πέταξε απάνω από το χωριό μας τον Καλλικράτη.
Ένα απόγεμα ακούγαμε φωνές στο χωριό Γερμανοί! Γερμανοί! και βλέπομε σ’όλο το χωριό να’ναι οι Γερμανοί. Με τα όπλα ντως με τα στρατιωτικά ρούχα. Τσι βλέπαμε να γυρίζουνε τα σοκάκια του χωριού. Εμπαίνανε και βγαίνανε στα σπίθια.
Οι άντρες του χωριού είχανε ειδοποιηθεί και πιάσανε τα βουνά. Τσι γυναίκες δε τσι πειράζανε είχανε πει και εμείνανε στο χωριό με μας τα παιδιά. Όσοι δεν εφύγανε τσι μαζέψανε και τσι σκοτώσανε. Οι πολλοί είχανε φύγει. Η μάνα μου λέει ελάτε να πάμε στη γειτόνισσας το σπίτι να δούμε τι θα γίνει. Και εβλέπαμε στσι δρόμους Γερμανούς αλλά και άλλους ντυμένους γερμανικά να μιλούνε ελληνικά και να λένε ό,τι δεν μπορείς να φανταστείς. Βρωμοκουβέντες σε όλους.
Εβρίζανε εμάς τσι γυναίκες, τσ’άντρες, τα παιδιά. Μωρέ παλιοπουτανάρες δεν ακούτε που φωνάζω να βγείτε όξω από τα σπίθια σας; Ελάτε όξω! Ελάτε στο διάολο από δω! Και ελάλιε κι ένα άρρωστο χωριανό μας και τον εχτύπανε στο δρόμο για να πηγαίνει. Εμάθαμε μετά πως αυτός ήτανε παπάς. Παπάς να σου πετύχει! Με τσι προδότες. Αυτός εσκότωσε το δράκο το Μαρκουτσάκη. Αυτά μας ελέγανε. Ήτανε κι ο Πολάκης με τσ’αδερφές του και τον εσκοτώσανε οι Σουμπερίτες. Και μας επήρανε και μας εμαζέψανε πιο πάνω σε ένα σπίτι. Κι αρχίξανε να βάνουνε φωθιά στο χωριό. Είδα κι ένα Γερμανό κι εκαθόντανε κι έκλαιγε. Ετρέχανε τα μάθια ντου.
Και του λέγανε οι γυναίκες να πάνε να σβήσομε τα σπίθια μας αλλά αυτός δεν άφηνε. Επήγε όμως η αδερφή μου η Δέσποινα στο σπίτι μας κι είχαμε βαρέλια κρασί και έβγανε το κρασί κι έσβυσε τη φωτιά. Αλλά οι Γερμανοί του ξαναδώσανε φωθιά και ξανακάηκε. Μετά εφύγανε οι γερμανοί και μας αφήσανε ελεύθερους. Και άκουγες ένα θρήνο στο χωριό. Έπρεπε να φύγομε οι γερμανοί είπανε ότι ο Καλλικράτης ήτανε νεκρή ζώνη. Και πήρε η μάνα μου τον αδερφό μου κι εμάς τ’άλλα παιδιά και επήγαμε σε μια σπηλιά στο Αγιασμάτσι.
Ο σπήλιος όμως δεν είχε νερό. Τι να κάνομε τώρα χωρίς νερό, χωρίς φαΐ, τι θα γίνουμε; Και βγαίναμε από τη σπηλιά να γυρεύγομε νερό. Και βρήκαμε νερό και επίναμε σα τα πρόβατα. Και επήγε η αδερφή μου στο Καλλικράτη πάλι. Οι Γερμανοί δεν είχανε φύγει. Και γέμισε μια κοφίνα αποκάουδα. Επήγε και στου Γεωργιλή το σπίτι και εβρήκε ένα τυρί. Εγέμισε ένα κοφίνι πράματα, ρούχα, ό,τι βρήκε δικά μας που δεν ήτανε καμένα. Το τύλιξε το κοφίνι μ’ένα σεντόνι και το’φερε. Και φάγαμε μια μπουκιά. Εκατεβήκαμε με τα δυο τρεις μέρες στο Καψοδάσος…».
Βιργινία Κανδηράκη-Βρανά, 25 Ιουλίου 2015, ετών 77:
«…είμαι το δεύτερο από τα εφτά παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας μου λεγόταν Βρανάς Νικόλαος και η μητέρα μου Αγάπη στο πατρικό της Τζουγανάκη. Όταν ήρθανε οι Γερμανοί με τσι προδότες στον Καλλικράτη, η μάνα μου εσήκωνε στην αγκαλιά της τον πιο μικρό αδερφό μου κι εμένα με κρατούσε από το χέρι. Εσυνάντησε έναν γερμανό και είπε στη μάνα μου, το θυμούμαι καλά:
-Αύριο Καλλικράτης νεκρή ζώνη. Εσείς ή Χανία ή καπούτ!
Φύγαμε με τον πατέρα τη μάνα και τ’αδέρφια μου και βγήκαμε από το χωριό και πήγαμε σε μια σπηλιά στο φαράγγι. Ο πατέρας μου άκουγε τη φασαρία, τους πυροβολισμούς και λέει στη μάνα μου μόλις βραδιάσει να πάρει εμάς τα παιδιά και να τραβήξει στην αδερφή του τη Μαρία Φραγκούλη στον Πατσιανό.
Αυτός θα πήγαινε με τσι άλλους χωριανούς στο βουνό. Παιδιά εμείς, δεν εμπορούσαμε να περπατούμε στο βουνό, εφωνάζαμε, εκλαίγαμε, η μάνα μας με υπομονή μας κατέβαζε από τον Καλλικράτη στον Πατσιανό. Όταν εφτάναμε κοντά στο χωριό οι Γερμανοί που εβρισκόντανε στον Πατσιανό πυροβολούσανε στον αέρα. Η μητέρα μου εφοβήθηκε και μας γυρίζει πίσω σε μια σπηλιά του φαραγγιού που τη λέμε «Σκυλότρυπα».
Βρήκε μέσα στο σπηλιάρι η μάνα μου ένα μπαούλο γεμάτο ρούχα, το’χε πάει μια χωριανή μας για να τα προστατέψει από τσι Γερμανούς, και βρήκε φαγώσιμα, αμύγδαλα, καρύδια, φιστίκια, τα καλλιεργούσανε τότε στη παραλία. Θυμούμαι και μας είπε η μάνα μας να μη πειράξομε τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί εξεκινήσαμε και ήρθαμε στον Πατσιανό. Εκεί μάθαμε ότι οι Γερμανοί άρχισαν να καίνε τα σπίτια στον Καλλικράτη και να σκοτώνουν τσι χωριανούς μας.
Το Γεώργιο Κανδηράκη τον σκοτώσανε οι Γερμανοί στην Πιπιλίδα με τσ’άλλους χωριανούς. Αυτός είχε στην τσέπη του ένα βιβλιάριο της αδερφής του Ξανθίππης που έπαιρνε σύνταξη αφού ήταν ορφανή. Η αδερφή του τον είχε εξουσιοδοτήσει και έπαιρνε τη σύνταξή της. Αυτό το βιβλιάριο βρέθηκε πάνω στο Γιώργο Κανδήρο με μια σφαίρα να το έχει τρυπήσει στην κάτω μεριά.
Τα αίματα του Γιώργη Κανδηράκη υπάρχουν ακόμη απάνω στο βιβλιάριο και φαίνεται και η τρύπα από τη σφαίρα. Την άλλη μέρα μετά που κάψανε και σκοτώσανε τσι Καλλικραθιανούς οι Γερμανοί εξαναγυρίσανε στο χωριό. Και σκοτώσανε όσες γυναίκες βρήκανε. Σκοτώσανε και την αδερφή του Γιώργη Κανδηράκη Ξανθίππη που την βρήκανε στο χωριό. Μια της φωτογραφία όμως δεν υπάρχει. Δεν είχε φωτογραφία η Ξανθίππη.
Αργότερα σαν μεγάλωσα παντρεύτηκα το γιο του Γιώργη Κανδηράκη Ιωάννη. Ο άντρας μου τότε τον είχαν συλλάβει οι Γερμανοί μετά το κάψιμο του χωριού και τον είχαν μεταφέρει στα στρατόπεδα συγκέντρωσής τους στο Άουσβιτς και στο Μαουτχάουζεν. Το βιβλιάριο, με τη σφαίρα και τα αίματα του πατέρα του, ο άντρας μου ο Γιάννης τα είχε διαφυλάξει όπως και τα χαρτιά που πήρε από τα στρατόπεδα της Γερμανίας. Τα έχουμε τώρα εμείς…».
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού.