Τις προηγούμενες μέρες μια σοκαριστική είδηση που αποτυπωνόταν μόνο σε εικόνες πέρασε στα ψιλά της ειδησεογραφίας. Γνωστός Έλληνας ιστορικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων στην Αθήνα, δημοσίευσε μια πλειάδα φωτογραφιών από τους βανδαλισμούς των γνωστών-αγνώστων στους χώρους του ιστορικού κτιρίου του ΕΜΠ στην Πατησίων. Μια ντουζίνα από αντίγραφα αγαλμάτων της κλασικής τέχνης που κοσμούν το Ίδρυμα στα περιστύλια και στο αίθριό του, είχαν βεβηλωθεί με τα συνήθη συνθήματα του περιθωρίου της μαύρης μπογιάς.
Το αποτρόπαιο αυτό επαναλαμβανόμενο θέαμα-έγκλημα δεν προκαλεί μόνον το απλό συλλογικό υποσυνείδητο της Ιστορίας αυτού του τόπου αφού διαπερνά πέρα από τα όρια της φρικτής βαρβαρότητας. Προεικάζει ότι σε αυτή τη χώρα η παρακμή και τα σκοτάδια των ελάχιστων, δεν αφήνουν χώρο για την ελπίδα και το φως των πολλών. Ο πρύτανης του ΕΜΠ καθηγητής Ανδρέας Μπουντουβής έσπευσε αμέσως να δηλώσει ότι οι εικόνες «είναι γροθιά στο στομάχι για όσους δεν έχουν υποστεί Μιθριδατισμό.
Η διοίκηση του ΕΜΠ ομολογεί την αδυναμία της να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη έκφραση βαρβαρότητας που συνοδεύεται από τη βία των βανδάλων. Αυτό που κάνει είναι να αποκαθιστά στον όποιο βαθμό την αισθητική του χώρου και ειδικά του μνημείου μετά από κάθε βεβήλωση». Και το αβίαστο ερώτημα που αναδύεται σε όλους είναι «μα καλά τι κάνει η προσφάτως συσταθείσα πανεπιστημιακή αστυνομία», δηλαδή κατ’ επέκταση η Πολιτεία;
Τα βαρβαρικά φύλα των Ούννων, τα τέρατα με το κοντό ανάστημα, τα φαρδιά στήθη, τα μικρά μάτια και τις επίπεδες μύτες, τα οποία ιστορικά συνδέονται με την πλέον ακραία σκληρότητα και βαρβαρότητα, στις επιδρομές τους στη ρωμαϊκή Ευρώπη, μόνο αυτά τα φύλα δε σεβάστηκαν τους εφέστιους θεούς και τα αγάλματα των Ρωμαίων.
Η μοίρα αυτής της χώρας, της χώρας μας, από την αυγή της αρχαιότητας είχε το χάρισμα να συνδέεται και να συνομιλεί με τα μάρμαρα. Λίγοι λαοί είχαν αυτό το προνόμιο. Ελάχιστοι λαοί στον κόσμο απελευθέρωσαν με τα σκαρπέλα τους την αιώνια λάμψη του πολιτισμού τους μέσα από τα άψυχα πετρώματα για να τη μετουσιώσουν σε πνεύμα. Οι πέτρες των Μυκηνών που «βουλιάζει όποιος τις σηκώνει» κατά το Σεφέρη με τα κλασικά μάρμαρα της Αθήνας, δίνουν το διαχρονικό νήμα που συνδέει τη στοιχειωμένη ελληνική ψυχή μέσα από τα αγάλματα, είτε αυτά ενοικούν μέσα είτε έξω από τα μουσεία.
Είναι αυτά τα σπαράγματα της ελληνικής αρμονίας που ώθησαν την ανθρωπότητα να δρασκελίσει τη βαρβαρότητα και να θεμελιώσει τις αξίες του δυτικού Κόσμου. Η λάμψη και οι υπαινιγμοί των ελληνικών μαρμάρων κάτω από το μοναδικό φως του ελληνικού ουρανού ήταν αυτή που όντας ομοτράπεζη με τη φιλοσοφία, έκαναν το ελληνικό πνεύμα να φωτίζει την οικουμένη και να κρατά τον τόπο αλώβητο και όρθιο από κάθε κατακλυσμό και οργή της Ιστορίας.
Για τους αρχαίους τα αγάλματα δεν ήταν μόνο σημεία αναφοράς κα προσανατολισμού, ήταν σύμβολα σεβασμού όπως οι εικόνες των χριστιανών. Ήταν ακόμη και κατάλληλες κρυψώνες για πολύτιμα αντικείμενα. Η γνωστότερη ιστορία είναι η σχετική με κάποιον στρατιώτη που φύλαξε τα χρήματά του μέσα στα χέρια του ανδριάντα του Δημοσθένη. Λένε πως, «όταν ο Αλέξανδρος κατέσκαψε τις Θήβες, κάποιος έκρυψε τα χρήματά του μέσα σε ένα κοίλωμα του αγάλματος του Πινδάρου και τα βρήκε εκεί τριάντα χρόνια αργότερα» γράφει ο Άγγελος Χανιώτης, ο διαπρεπής Έλληνας καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον.
Θέλω να πιστεύω, -όπως νομίζω όλοι μας- ότι όλα αυτά τα παρακμιακά και επικίνδυνα επαναλαμβανόμενα φαινόμενα, με το ίδιο σουξέ και μονοτονία μέσα σε ελάχιστα ΑΕΙ, ουδεμία σχέση έχουν με το φοιτητικό κίνημα, ή ό,τι τέλος πάντων απέμεινε από αυτό. Όλες αυτές οι οικτρές εικόνες μέσα στο Ε. Μ. Πολυτεχνείο, αναφανδόν ουδεμία σχέση έχουν με τις Ιδέες και το Πνεύμα. Έχουν τόση σχέση με αυτά, όσο και ο Κουφοντίνας με την ανθρώπινη ζωή. Είναι η κοινή αλητεία του περιθωρίου και του υπόκοσμου, ένας συρφετός χωρίς ιδεολογικό πρόσημο που εξακολουθεί να στοιχειώνει όχι μόνο την Παιδεία αλλά και την ίδια τη Δημοκρατία μας.
Αυτές οι επαναλαμβανόμενες ζοφερές εικόνες από νεοβάνδαλους που συνεχίζουν να επιβιώνουν εξαιτίας της ατολμίας της Πολιτείας, από την ανοχή και προστασία των κομμάτων της αριστεράς και των πολιτικών αρλεκίνων τύπου Ν. Φίλη, και που θυμίζουν υποσαχάριες συμμορίες που δρουν ανενόχλητες στην καρδιά και στα τοπόσημα της ελληνικής πρωτεύουσας, βασίζονται εν πολλοίς σε ένα παγιωμένο Μιθριδατισμό της Πολιτείας και της κοινωνίας όπως ορθά το θέτει ο Πρύτανης, και που έχουν μάθει να συμβιώνουν μαζί του και να αντιμετωπίζουν ως ακλόνητο και τελεσίδικο καθεστώς τη μαυρίλα και την παρακμή.
Η επιβεβλημένη πλέον δράση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, αλλά και της πραγματικής αστυνομίας, μέσα στα λιγοστά ΑΕΙ της χώρας που ενδημούν τέτοια επικίνδυνα φαινόμενα δεν θα επαναφέρει μόνο την απολεσθείσα ακαδημαϊκή τάξη αλλά κυρίως τη στοιχειώδη ευπρέπεια σε μια δυτική χώρα.
Τα διακορευμένα μάρμαρα στο ΕΜΠ και όπου αλλού, είναι απλά ο υπέρτατος συμβολισμός μιας χυδαίας παρακμής που επιμένει. «Γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστ’ εμείς» θα ξανάλεγε με νόημα ο Σεφέρης.