Τώρα που ήρθαν οι βροχές και οι βοριάδες και κρύωσε η ατμόσφαιρα, τα γεροντάκια του ορεινού χωριού μαζεύονται συχνότερα στο καφενείο του κυρ Αλέκου, γύρω από τις δύο σόμπες υγραερίου, και τα λένε. Συζήτηση σοβαρή, πολιτικά, αλλά και καλαμπούρι. Παίζουν και κανένα τάβλι ή χαρτιά. Τηλεόραση εκεί σπάνια βλέπουν.

Έλεγχο για κορονοϊό κανείς δεν κάνει. Δόξα τω Θεώ, κρούσματα δεν έχουν. Ξένοι δεν έρχονται να μεταδώσουν τον ιό.

– Μπαρμπα Σταύρο, όλο στο καφενείο σε βλέπω. Το πρωί που έρχομαι εσένα βρίσκω εδώ. Το μεσημέρι που φεύγω εσύ είσαι ακόμη εδώ, έλεγε ο μπαρμπα Μηνάς, που ο ίδιος είναι χήρος. Πότε πας στο σπίτι σου;

– Κι ίντα να κάμω στο σπίτι;

– Να κάνεις παρέα στη γυναίκα σου, να διαβάσεις εφημερίδα…

– Έρχομαι και την διαβάζω τζάμπα εδώ στο καφενείο.

– Να διαβάσεις ένα καλό βιβλίο.

– Το βαριέμαι το πολύ διάβασμα.

– Να… ράψεις κάτι, π.χ. τα κουμπιά σου. (Του έλειπε ένα κουμπί από το σακάκι). Να βοηθήσεις έτσι και τη γυναίκα σου. Να βάλεις πλυντήριο να πλύνεις ρούχα. Να σκουπίσεις. Να ξεσκονίσεις. Να τηγανίσεις αβγά…

– Ξέρεις – πετάχτηκε ο μπαρμπα Ζώης – οι άντρες, με τα ρούχα που φοράμε ιδίως το χειμώνα: σώβρακο, πουκάμισο, παντελόνι, γιλέκο, σακάκι… μπορεί να κουβαλάμε ακόμη και τριάντα κουμπιά επάνω μας. Και φυσικά κάθε λίγο κάποιο ξηλώνεται και θέλει ράψιμο.

– Με τα φερμουάρ και τα χρατς χρούτς σήμερα έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των κουμπιών στα ρούχα μας, παρατήρησε ο μπαρμπα Λευτέρης.

– Δεν τα καταφέρνω στο ράψιμο. Εξάλλου αυτό είναι καθαρώς γυναικεία δουλειά. Και δεν βλέπω καλά. Τα γυαλιά μου θέλουν άλλαγμα. Δεν μπορώ να βελονιάσω.

– Να μαλώσεις με τη γυναίκα σου!

– Ωραία απασχόληση! Και πολύ συνηθισμένη… αναφώνησε ενθουσιασμένος ο μπαρμπα Νίκος.

– Οι γυναίκες μας, είπε ο μπαρμπα Λευτέρης, νευριάζουν όταν μας βλέπουν όλη μέρα μέσα στο σπίτι να μπερδευόμαστε στα πόδια τους. Εγώ όμως έχω βρει μια αποτελεσματική θεραπεία, όταν βλέπω τη δικιά μου νευριασμένη εναντίον μου. Την αγκαλιάζω και της δίνω ένα ερωτικό φιλί. Και όλα σοροπιάζουν πάλι.

Και όλοι στο καφενείο γέλασαν με το αστείο του μπαρμπα Λευτέρη.

– Κρυάδες, μουρμούρισε ο μπαρμπα Ζώης. Δεν του άρεσε το αστείο.

– Να δεις τηλεόραση.

– Όλο χαζομάρες προβάλλουν σήμερα τα κανάλια μας. Περισσότερη ώρα ακούς διαφημίσεις. Τις βαριέσαι. Νευριάζεις. Μόνο οι ειδήσεις αξίζουν. Και καμιά παλιά ελληνική κωμωδία.

– Να πας στο μανάβη, στο σουπερμάρκετ… για ψώνια.

– Η κυρά μου ποτέ δε μένει ευχαριστημένη με αυτά που ψωνίζω. Δεν της αρέσουν τα ψώνια που κάνω εγώ. Τα κολοκυθάκια τα βρίσκει μαραμένα, τα μακαρόνια δεν είναι της μάρκας που ψωνίζει αυτή, τη γραβιέρα τη βρίσκει άνοστη… «Το πιο άνοστο τυρί επήγες και μου πουσούνισες» μου λέει οργισμένη. Μόνο ό,τι ψωνίζει εκείνη είναι κατά τη γνώμη της καλό. Μόνο ψωμί εμπιστεύεται να της ψωνίσω.

Εκείνο το μεσημέρι ο μπαρμπα Σταύρος έφυγε για το σπίτι του νωρίτερα από τους άλλους.

Έτσι περνά η ώρα των γερόντων, με αστεία και σοβαρά, στο καφενείο του ορεινού χωριού τον χειμώνα.