Οι ισχυρές αναταράξεις που έφερε στην πολιτική ζωή της χώρας μας η οικονομική κρίση συνδέονται με την εξαφάνιση των τεράστιων ποσοστών που λάμβαναν τα δυο μεγάλα κόμματα στις εκλογές, στη συνακόλουθη αδυναμία σχηματισμού μονοκομματικών κυβερνήσεων και στη δημιουργία των λεγομένων κυβερνήσεων συνεργασίας. Το είδαμε στην κυβέρνηση Παπαδήμου, στη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και τώρα στη συγκυβέρνηση Τσίπρα- Καμμένου. Πρόκειται για μια νέα πραγματικότητα, της οποίας και προ της κρίσεως υπήρχαν πολλοί υποστηρικτές, κυρίως από τον χώρο της Αριστεράς, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος υποστήριζε και την άδολη και απλή αναλογική.

Η πολιτική συνεργασία των κομμάτων σε κυβερνητικό επίπεδο καταρχήν είναι μια θετική εξέλιξη. Στο ευαίσθητο πολίτευμα της δημοκρατίας οι ακραίες πολώσεις και οι ιδεολογικά περιχαρακωμένες συγκρουσιακές καταστάσεις, αυτές που δεν αφήνουν περιθώρια στον διάλογο και στη σύνθεση των απόψεων και των θέσεων, αποτελούν στοιχείο πλημμελούς λειτουργίας της δημοκρατίας, στοιχείο αλλοίωσης του αληθούς περιεχομένου της. Και είναι βέβαια θεμιτές και απαραίτητες οι διαφορετικές απόψεις, ακόμη και οι συγκρούσεις, στη δημοκρατία, όταν όμως δεν ξεφεύγουν από το πλαίσιο του σεβασμού προς το νόμο, την ηθική και την προσωπικότητα του συμπολίτη

. Η δημοκρατία θέλει και επιζητεί τον διάλογο, τη συνεργασία για κοινούς στόχους, τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση του λαού στη διακυβέρνηση της χώρας. Επομένως, οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι ένα επίτευγμα, είναι ένα βήμα προόδου της δημοκρατίας, μια δημοκρατική κατάκτηση που δείχνει ότι τα ήπια δημοκρατικά ήθη μπορούν να είναι μια πραγματικότητα για την πολιτική ζωή της πατρίδας μας, όπως είναι και για άλλες χώρες της Ευρώπης (π.χ. Γερμανία).

Ωστόσο, η συνεργασία σε πολιτικό επίπεδο δεν είναι υπόθεση εύκολη, διότι πρόκειται περί ζητήματος λεπτών ισορροπιών. Στην πολιτική, πέραν των ιδεολογικών διαφορών, υπάρχουν τα συμφέροντα που υπεισέρχονται και επηρεάζουν τις συνεργασίες, υπάρχουν οι διαφορετικοί τρόποι σκέψης, ακόμη και οι προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες. Τα κόμματα και οι εκπρόσωποί τους, στις περιπτώσεις κυβερνητικής συνεργασίας, αγωνίζονται να κερδίσουν όσο γίνεται περισσότερα για τον εαυτό τους, προσπαθούν να κρατήσουν την ιδεολογική τους ταυτότητα και παρουσία στο πολιτικό φάσμα και να μην απορροφηθούν από το κόμμα (ή τα κόμματα) με το οποίο συνεργάζονται, ιδίως όταν αυτό είναι μεγαλύτερο και ισχυρότερο.

Μια συνεργασία δυο ή περισσοτέρων κομμάτων είναι ένα βήμα δημοκρατικής προόδου, είναι όμως κι ένα ρίσκο. Τα μεν μικρά κόμματα ρισκάρουν την ίδια την  ύπαρξή τους, ενώ τα μεγάλα παίζουν με τον κίνδυνο να γίνουν όμηροι των μικρών. Το σπουδαιότερο από όλα, αυτό που καθορίζει την ποιότητα της συνεργασίας, πέρα από τα πρόσωπα και τις ιδεολογίες, είναι ο σκοπός της κυβερνητικής συνεργασίας των κομμάτων.

Διότι ο σκοπός, είτε έτσι είτε αλλιώς, καθορίζει και τα μέσα. Η πολιτική στόχευση της συνεργασίας των κομμάτων σε επίπεδο κυβέρνησης είναι σαφώς η αποφυγή της ακυβερνησίας. Απώτερος σκοπός, όμως, πρέπει να είναι η καλύτερη λειτουργία του πολιτεύματος και η επίλυση με σύμπνοια και ομοψυχία, εκφραζόμενη σε κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό επίπεδο, των προβλημάτων μιας χώρας και εν προκειμένω της Ελλάδας, της οποίας τα προβλήματα είναι πολλά και σύνθετα.

Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι οι συνεργασίες αποβλέπουν πάντοτε στον υψηλό αυτό σκοπό, έστω κι αν τα κόμματα τον διακηρύττουν στεντορείως. Υπάρχουν κυβερνητικές και κοινοβουλευτικές συνεργασίες των οποίων ο σκοπός είναι η κατοχή της εξουσίας, οι κυβερνητικοί θώκοι και το μοίρασμα θέσεων στην κυβερνητική ιεραρχία, οπότε η συνεργασία και λάθος δρόμο έχει πάρει εξαρχής και με λυκοφιλία μοιάζει.  Όπου δεν υπάρχουν υψηλοί κοινοί σκοποί, σκοποί που αποβλέπουν στο κοινό καλό, εκεί η συνεργασία είναι ανώφελη ή και επικίνδυνη για το λαό.

Έχουμε στην Ελλάδα κουλτούρα συνεργασίας σε ένα τέτοιο επίπεδο, που τα κόμματα να αφήνουν στην άκρη το κομματικό συμφέρον, να διαλέγονται με ειλικρίνεια, πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις, και να καταρτίζουν κοινό πρόγραμμα για το καλό του τόπου; Η συνεργασία των δύο κομμάτων, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τη διετία 2012-2014 δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια δυνατότητα. Βασικός παράγοντας αυτής της συνεργασίας, κοινό «ιδεολογικό»στοιχείο που ένωνε τα δυο κόμματα και συνέβαλε στη δυνατότητα συνεργασίας τους, ήταν ο σταθερός τους ευρωπαϊκός προσανατολισμός, ενώ κοινός στόχος η διαχείριση μιας τεράστιας οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης.

Ωστόσο, η συνεργασία αυτή (που γενικά υπήρξε θετική σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα) φαίνεται πως υπαγορεύτηκε τότε και από τη δεινή εκλογική θέση στην οποία βρέθηκαν τα δυο συγκεκριμένα κόμματα και κυρίως το ΠΑΣΟΚ. Η συνεργασία υπήρξε ένας τρόπος να μείνουν ζωντανά στο προσκήνιο του πολιτικού βίου, μέσα στο κλίμα της γενικότερης απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού, που επικράτησε τότε. Πάντως, η συνεργασία μεταξύ των δύο αυτών κομμάτων, που σε άλλες εποχές κυριολεκτικά συγκρούονταν σκληρά, ήταν μια πραγματικότητα, που δημιούργησε ένα νέο τοπίο στα πολιτικά μας πράγματα.

Ακολούθησε η σημερινή συνεργασία των κομμάτων ΣΤΡΙΖΑ  και ΑΝΕΛ, δυο κομμάτων με εντελώς αντίθετη αφετηρία και ιδεολογία. Τα δυο κόμματα φαίνεται να συνεργάζονται ομαλά, παρόλο που υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι είναι πολλοί από τη μεριά του μεγαλύτερου κόμματος που στο βάθος δεν θα ήθελαν αυτή τη συνεργασία. Το πρόβλημα στην περίπτωση της συγκεκριμένης κυβερνητικής και κοινοβουλευτικής συνεργασίας είναι οι ιδεολογικές διαφορές των δύο κομμάτων. Είναι απορίας άξιο πώς μπορούν  να συνεργάζονται δυο κόμματα που ιδεολογικά είναι ασύμπτωτα.

Έχουν καταφέρει να χωρίσουν με τόση επιτυχία και τόσο εύκολα τα ιδεολογικά «τσανάκια» τους; Αφού, λοιπόν, δεν είναι η ιδεολογία, τότε κάτι άλλο ενώνει τα δυο αυτά κόμματα, τους αρχηγούς και τους βουλευτές τους. Κι αυτό το άλλο είναι ή η αγάπη προς τη χώρα, η φιλοπατρία, ή η αγάπη προς την εξουσία, η εξουσιομανία και εξουσιολατρία. Αν συμβαίνει το πρώτο, τότε πρέπει να τους αποδώσουμε τα εύσημα, επειδή έκαμαν μια πολύ μεγάλη αυθυπέρβαση. Αν όμως συμβαίνει το δεύτερο, τότε βαδίζουμε σε δρόμο ολισθηρό. Κι επειδή το μεγαλύτερο κόμμα της συγκυβέρνησης κέρδισε τις εκλογές με πολλά ψεύδη, ο συνεταίρος του στην κυβέρνηση ουδέν άλλο πράττει από το να μοιράζεται και να στηρίζει αναφανδόν τόσο την όλη ψευδολογία, όσο και τα λάθη της κυβέρνησης.

Έτσι, εκείνος μεν δεν χάνει τη θέση του στο κυβερνητικό σχήμα, αποδεικνύεται δηλαδή ότι βασικός στόχος του είναι ο θώκος, αλλά κι ο πρωθυπουργός παραμένει στη θέση του, όντας όμως όμηρος του μικρού συνεταίρου του. Κι ένας πρωθυπουργός σε ομηρία μάλλον έχει τα χέρια δεμένα. Εκτός κι αν ο συνεταίρος του, καθώς ενδιαφέρεται απλώς για τον θώκο, αδιαφορεί για τα έργα και τις ημέρες του ισχυρού εταίρου του, όποια κι αν είναι αυτά. Αυτά ως μια υπόθεση εργασίας και ουδέν  έτερον.