Προχωρώντας προς το σπίτι.

Άκουσα ένα ξεψυχισμενο:

Συγνώμη κύριε που πατάτε; Με πονέσατε ξανά.

Δεν έχει πεζοδρόμιο;

… Χίλια συγνώμη αλλά απ τη μια μεριά του δρόμου δεν υπάρχει κι απ την άλλη τριάντα πόντους φάρδος πού να πάω. Κι ύστερα είναι κι αυτά τα πάρκινγκ μόνο στο δρόμο.

… Λυπάμαι δε σας άκουσα.

Γέρασα κι έχασα και την ακοή μου, φώναξε μ’ όλη τη δύναμη η γριά – λακκούβα.

… Έσκυψα και της είπα πως έχει η κατάσταση.

…Το ξερω, κύριέ μου. Νιώθω το βάρος των αυτοκινήτων πολύ τακτικά.

Και σαν να μην έφτανεαυτό τ’ ακούω κι από πάνω:

Αντε γ@μ@σου για λακκούβα.

Εσένα κύριε μου, σε θυμάμαι. Σχεδόν από τη γέννηση μου.

Λίγους μήνες πριν τη μεταπολιτευση.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που βούτηξες μέσα μου, γε

 

μάτη νερό είπες:

Αντε γ@μ@σου χούντα.

Και περάσανε χρόνια πολλά μέσα σε λίγες ώρες.

Κι όλα αυτά τα χρόνια πηγαίνοντας πάνω – κάτω. Δε μ’ έβρισες ποτέ.

Κάθε φορά που πενήντα χρόνια τώρα πας κι έρχεσαι άλλοτε βιαστικός, κι άλλοτε νυσταγμένος και μου πατάς το λαιμό, δε μ’ έβρισες ποτέ.

Μονίμως αντε γ@μησουγια δημαρχία, ήταν η ευχή σου.

Γέλασα κι έκλαψα μαζί της.

Κι ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω μου λέει:

Στάσου σε παρακαλώ. Έχω κάτι ακόμη να σου πω.

Αυτές οι μικρές λακκούβες είναι η κόρη μου και τα εγγόνια μου.

Βλέπεις πώς κλαίνε τα παιδιά;

Άκουσαν σ’ όλες τις ειδήσεις χθες, τους υποψήφιους όλων των συνδυασμών.

Διαβεβαίωναν τους ψηφοφόρους, ότι πρώτο τους μέλημα, είναι η οδοποιία και το κλείσιμο της κάθε λακκούβας. Δεν έκλεισαν μάτι.

Αυτό το βασανιστικό μπουλινγκ, της εικονικής μας εκτέλεσης, είναι το μαρτύριο μας.

Κάθε τέσσερα χρόνια όλη την προεκλογική περίοδο, να σου φωτογραφίες με μπουλντόζες και οδοστρωτήρες…

Που να κλείσεις μάτι.

…Κάτι παρόμοιο βιώνουμε κι εμείς ως πολίτες και σαν ψηφοφόροι.

Θα σας κάνουμε, δρόμους, ρυάκια – γέφυρες, σχολεία – παιδιά.

Κι ύστερα πάμε για ύπνο σε κάποιο λόφο και ξυπνάμε σε κάποια παραλία.

Ες αύριο ή την Κυριακή τα σπουδαία!