Καλοκαίρι στην Σάμο. Πεζοπορώντας (δρομάκι ανηφορικό) μέσα στο πυκνό δάσος για το μικρό χωριό Ποτάμι νοτιοδυτικά της πόλης Νέο Καρλόβασι, φτάσαμε στο αρχαίο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης  του Σωτήρος. Ξεκουραστήκαμε λιγάκι. Συνεχίσαμε να βαδίζομε νοτιοδυτικά, περνώντας, πάνω από ξύλινες  γεφυρούλες, μια στα δεξιά ( όπως βόλευε η διαμόρφωση του εδάφους) και μια στα αριστερά του ποταμού, ο οποίος έχει δώσει το όνομά του στο χωριό. Είδαμε τους μικρούς καταρράκτες, και τις λιμνούλες που σχηματίζονται από κάτω τους. Κάποιοι από τους εκδρομείς έκαναν μπάνιο σ’ αυτές.

Μετά από αρκετή πεζοπορία φτάσαμε σε έναν πανύψηλο γκρεμό, από την ρίζα του οποίου αρχίζει μια στενή αλλά πολύ μεγάλη σε ύψος κατακόρυφη ξύλινη σκάλα αναρριχήσεως με σχοινιά δεξιά και αριστερά για να πιάνεσαι ανεβαίνοντας. Δίπλα της, κάτω, υπάρχει ο «Μεγάλος Καταρράκτης» με λίμνη.

Κάποιοι έκαναν εκεί μπάνιο, για να δροσιστούνε μετά από την κούραση της ανάβασης.  Και όσοι είχαμε ακόμη κουράγιο αναρριχώμενοι ανεβήκαμε  από την σκάλα σε μια απότομη πανύψηλη κορυφή, όπου, σαν σε αετοφωλιά, είναι χτισμένο, όλο με ξύλα, ένα διώροφο καφέ-εστιατόριο. Η θέα ήταν θαυμάσια. Κάτω απλωνόταν το δάσος. Τόσο μικρό νησί να έχει ένα τόσο πυκνό και μεγάλο δάσος! Και με ποτάμι!

Ήπιαμε κάτι και κάπως ξεκουραστήκαμε από την δύσκολη ανάβαση. Αλλά και η επιστροφή, μεσημεριάτικα, ήταν κουραστική. Όμως μας δρόσιζαν το ποτάμι και τα δέντρα. Τελικά, το απομεσήμερο, φτάσαμε στην άσφαλτο, όπου είχαμε αφήσει το αυτοκίνητό μας. Εκεί, στην στενή λουρίδα ξηράς ανάμεσα στα βουνά και στην θάλασσα στα βορειοδυτικά του νησιού, ήταν στριμωχτά παρκαρισμένα και πολλά άλλα αυτοκίνητα εκδρομέων.

Στην βουνοπλαγιά, νοτίως του δρόμου, σε μια υψηλή αναβαθμίδα, είδαμε χτισμένο ένα πανέμορφο μπαράκι. Κάναμε κουράγιο και ανεβήκαμε. Παραγγείλαμε κάτι πρόχειρο να φάμε για μεσημεριανό. Ξύλινη κατασκευή και εδώ. Τα πάντα πεντακάθαρα. Ο τόπος μύριζε γλυκά από τα πολύχρωμα και επιμελώς περιποιημένα λουλούδια, σε γλάστρες αιωρούμενες κρεμαστές, σε γλάστρες σε ράφια, σε γλάστρες επί εδάφους, και  από λουλούδια σε παρτέρια.  Η θέα προς την παραλία ήταν μαγευτική και από την θάλασσα ερχόταν δροσερό αεράκι.

Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν κάποιοι και συζητούσαν στα τουρκικά. Η μικρή εγγονή μας τους ρώτησε στα αγγλικά από πού ήταν. Ήταν εκδρομείς από την Σμύρνη. Και –  τι έκπληξη! – μια καλοστεκούμενη γριούλα άρχισε να μας μιλά στα ελληνικά. Οι γονείς της, μας είπε, κατάγονταν από την Χίο και στο σπίτι τους στην Τουρκία μιλούσαν ελληνικά. Ήταν μωαμεθανοί με μητρική τους γλώσσα τα ελληνικά! Άρχισε μια φιλική συζήτηση μεταξύ μας στα αγγλικά, στα ελληνικά, ακόμη και στα τουρκικά. Όσα ξέραμε και όπως μπορούσαμε. Όμως συνεννοούμασταν

. Η γριούλα φυσικά μας μιλούσε στα ελληνικά. Είπα κι εγώ δυο τρεις τουρκικές λέξεις και προτάσεις που ήξερα, τσάτρα πάτρα. Ενθουσιάστηκε η γριούλα. Φαινόταν Ιδιαίτερα ενθουσιασμένη που είχε βρει ευκαιρία να συζητήσει στα ελληνικά. Μας έλεγε ότι ήταν ογδόντα ενός ετών, ότι αισθανόταν ευτυχισμένη που είχε κατορθώσει να φτάσει σ’  αυτήν την ηλικία χωρίς  να υποφέρει από καμιά σοβαρή αρρώστια, ότι  ευχαριστεί γι’ αυτό τον Θεό – ή τον Αλλάχ – μας έλεγε. Και πρόσθεσε «Τι Αλλάχ, τι Θεός των Χριστιανών … Στον ίδιο Δημιουργό και οι δύο, μωαμεθανοί και χριστιανοί, απευθυνόμαστε όταν προσευχόμαστε. Άσχετο αν εμείς τον λατρεύομε με μωαμεθανικό και εσείς με τρόπο χριστιανικό».

Μιλήσαμε ακόμη για το τι δουλειά κάνoμε ο καθένας μας στην πατρίδα του και για άλλα. Γίναμε φίλοι. Και στο τέλος ανταλλάξαμε τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις μας. Δυστυχώς όμως, αν και από τότε έχει περάσει καιρός πολύς, ούτε τηλεφωνικώς  επικοινωνήσαμε ούτε δι’  αλληλογραφίας. Αμελήσαμε. Κρίμα.

Πόσο φιλικά αισθάνονται διαφορετικοί μεταξύ τους λαοί! Αρκεί να μην τους εμφυτεύουν μίσος  στην ψυχή οι πολιτικοί αρχηγοί τους. Η Τουρκία, μια αρκετά μεγάλη χώρα, έχει προοδεύσει  και έγινε  πλούσια. Όμως  ο Ερντογάν, τον πλούτο της, αντί να τον χρησιμοποιεί για την ευτυχία των κατοίκων της, τον ξοδεύει για εξοπλισμούς και πολέμους. Και τελικώς έχει κάνει την χώρα του φτωχή – με σοβαρή οικονομική κρίση – και τους κατοίκους της δυστυχισμένους.