α. Πώς μια κοινωνία θα «βίωνε» άραγε την εποχή της, αν τα μέλη «εμπνέονταν», στην πραγματικότητα, από το Σύμβολο του Ενοριακού Ναού; Πόσο η έμπνευση θα απέδιδε, έστω δυνητικά, στη ζωή της; Αν η σχέση ορώντων και ορώμενων, προς τα τελούμενα και δρώμενα θα σήμαινε μια βεβαιότητα –μια πίστη– μετουσιωμένη στην καθημερινότητα των πολιτών.

Μήπως, τότε, οι δοκιμασίες, τα πάθη, τα αδιέξοδα, η αρρώστια και ο φόβος του θανάτου θα ξεπερνιόντουσαν ευκολότερα, με στήριξη στη «ράβδο» της ελπίδας; Η εσωτερική χαρά και η εγκαρτέρηση θα ενδυνάμωναν ίσως την καρδιά. Ουδείς βέβαια και τότε θα πίστευε στην εξάλειψη του κακού που ταλανίζει ανέκαθεν την ανθρώπινη σχετικότητα 1.

Επιστρέφοντας στην «έμπνευση» αρκούσε ίσως η εικόνα της απλής γυναίκας του χωριού ως ένα υπόδειγμα. Όταν ανατείνει το βλέμμα στον Ναό αντίκρυ και συνειδητά σταυροκοπείται. Το ίδιο θα μπορούσε βέβαια να παρατηρείται στους πολλούς, κάθε ηλικίας και φύλου, μόρφωσης ή κοινωνικής τάξης εφόσον οι πλείστοι βαπτιζόμαστε, τελούμε γάμο, λειτουργούμεθα και «προπέμπομε» αγαπημένα πρόσωπα στην τελευταία κατοικία.

Ο Ναός συμβολίζει όχι απλώς την Εκκλησία ως έννοια και ως ιδέα, συχνά αφηρημένη και ανυπόστατη. Δεν σημαίνει ίδρυμα «ευαγές» από κάποιον ή κάποιους ανθρώπους αλλά κοινότητα πιστών η οποία λειτουργεί και λειτουργείται «θειω δικαίω» ως ενυπόστατος Οργανισμός. Ο ενοριακός ναός δεν είναι απλώς το «περιέχον» αλλά εκφράζει το περιεχόμενο, δηλονότι το Σώμα της «εν τόπω» θεοϊδρυτης Εκκλησίας. Ο θεός δεν κατοικεί, φυσικά, σε χειροποίητους Ναούς 2,  θυσιάζεται «αενάως» στο θυσιαστήριο του Ναού, υπέρ των εκκλησιαζόμενων και της οικουμένης.

Στο κέντρο της Αγίας Τράπεζας, «ως λίθοι πολυτελείς», φυλάσσονται τίμια λείψανα μαρτύρων. Στο εσωτερικό και στον περίβολο συνυπάρχουν οι τάφοι προγόνων των στρατευόμενων μελών της Ενορίας. Ο Ναός, «οιονεί» κιβωτός της ζωής συγκροτεί το θεσμό της Εκκλησίας, την ιστορία, την παράδοση, τον γενικό και ειδικότερο πολιτισμό της. Προπάντων και «υπέρ πάντων», ενσαρκώνει την ελπίδα στην τελική νίκη της ζωής «επί του θανάτου». Τη «γέφυρα» από τον φθαρτό βίο προς τον άφθαρτο και αιώνιο.

β. Κυκλώνοντας, με το βλέμμα, την εικόνα του Ναού, η όραση αφυπνίζει την μνήμη, συγχρόνως και τη συνείδηση, το συναίσθημα, την καρδιά. Αισθήσεις και βιώματα, παραπέμπουν, με τη σειρά τους, σε εμπειρίες, παραστάσεις και γεγονότα, του λειτουργικού, προσωπικού και ενοριακού βίου.

Ξεκινώντας από την κοινή -τακτική- λατρεία, τα λοιπά Μυστήρια και τελετές, με επίκεντρο τον ιερό Ναό, ο άνθρωπος ανακαλύπτει «εαυτόν». Ο ρυθμός του κόσμου αλλάζει προς στιγμή και ο ίδιος αφήνεται στις προκλήσεις του θυμικού. Νοερά, ανατρέχει στη «Σύναξη» των πιστών και τη συνύπαρξη με τους συνενορίτες. Αναζητεί τρόπον συμμετοχής στην κοινή λατρεία, την ένωση στο Μυστήριο της σωτηρίας.

Ξανά αντικρίζει τον Ναό. Μνημονεύει τους απόντες γονείς και φίλους, τις στιγμές αποχαιρετισμού, τον τελευταίο ασπασμό. Ήδη, στον περίβολο εντοπίζει τον οικογενειακό τάφο. Αναλογίζεται την «κοινή μοίρα», το χρέος μνήμης και απόδοσης τιμής προς αγαπημένα πρόσωπα. Χρέος των στρατευόμενων μελών προς τη θριαμβεύουσα  Εκκλησία! Ένα χρέος πολιτισμού που εκπληρώνεται πάντοτε στο πλαίσιο λειτουργίας του ενοριακού Σώματος (μνημόσυνα).

Περιττεύει ίσως να τονιστεί ο ρόλος του Ναού, πρώτα ως τόπου σύναξης των πιστών και πραγματοποίησης των πάντων. Ο λόγος του Ναού και η επιρροή του στην κοινότητα, δρα, είναι αλήθεια, με τρόπο σιωπηλό, μέσα από τη συνείδηση και με αυτή την έννοια αποτελεί γεγονός δυσπερίγραπτο.

Ο Ναός πέραν από την παράδοση, την ιστορία και την τέχνη που «εγκλείει» στους θόλους του, παρουσιάζεται ως σύμβολο παιδείας και αγωγής, σε πολλά επίπεδα του πνευματικού και πρακτικού βίου. Κορυφαία αξία συνιστά η εκζήτηση και εύρεση -μέσα από τελούμενα και δρώμενα στον Ναό- της υπέρτατης αλήθειας ότι: ο άχρονος Θεός ενανθρώπισε, «εν χρόνω», στο Πρόσωπο του Μονογενούς Υιού και Κυρίου Ιησού  Χριστού Αυτού.

Του Σταυρωθέντος «εν τόπω» και Αναστάντος για την προσωπική σωτηρία παντός ανθρώπου! Η Πράξη αυτή σήμανε, το Λόγο της Εκκλησίας, το Λόγο του θυσιαστηρίου και της Σύναξης των πιστών. Κατά λογική συνέπεια σήμανε την ίδρυση και λειτουργία του Ναού, πρώτιστα δε της Σύναξης και της ενορίας.

Κλείνοντας αξίζει να τονιστεί ο διαχωρισμός της έννοιας του ενοριακού Ναού από την ιστορική, καλλιτεχνική, ενδεχομένως αρχαιολογική σημαντικότητα. Η πρόκληση ενδιαφέ- ροντος δεν προέρχεται από την περιέργεια, τη φιλομάθεια ή την ανάγκη διερεύνησης επιστημονικής. Δεν εξαντλείται στη φωτογραφική και τηλεοπτική βουλιμία. Εκπήγαζε μάλλον από το βαθύ αίτημα και συναίσθημα λυτρωμού, καταξίωσης και αποκατάστασης της φύσεώς μας στην πρωταρχική μακαριότητα.

  1. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον». Ιω. 16.33).
  2. Πράξεων των Αποστόλων, κεφ. 12, 24.