Ο Ορέστης, Θεσσαλονικιός, είναι συνταξιούχος μαθηματικός που κατοικεί στο Ηράκλειο. Ο Σωτήρης και ο Σταύρος, τα παλιά γειτονόπουλά του στην Θεσσαλονίκη, συνομήλικοι,  ήταν από μικροί φίλοι κολλητοί. Ήταν αργότερα οι δυο τους και συμφοιτητές στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Χώρισαν μόνο, όταν μετά από την αποφοίτησή τους διορίστηκαν σε γυμνάσια – εξατάξια τότε – διαφορετικών πόλεων της Μακεδονίας. Μετά από μερικά χρόνια μετατέθηκαν και οι δύο στο ίδιο γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης. Και η φιλία τους, μετά από την διακοπή, συνεχίστηκε. Ήταν πια παντρεμένοι και οι δυο τους. Ο Σωτήρης με μια όμορφη μοδιστρούλα, τσαχπίνα και κάπως ζωηρούλα, την Αλεξάντρα. Και ο Σταύρος, παλιός γόης, με την Γεωργία, μια συνετή κοπέλα, φιλόλογο κι αυτή.

Ο Σταύρος, γόης από μικρός με πολλές κατακτήσεις, ήταν κάπως παράξενος. Θεωρούσε γουρσουζιά να κόβει τα νύχια του νύχτα. Κάποτε – ήταν ανύπαντρος τότε, διορισμένος σε  κωμόπολη της Μακεδονίας – τον επισκέφθηκε ο Ορέστης. Τον είδε βγαίνοντας από την τουαλέτα να σκουπίζει τα βρεγμένα χέρια του με χαρτί υγείας που είχε επάνω στο τραπέζι που έτρωγε. Και σιχάθηκε. Ύστερα, επειδή έξω έβρεχε, άρχισε ο Σταύρος να του λέει.

-Θυμάσαι; Όταν ήμασταν μικροί στην γειτονιά μας – εσύ ήσουν μεγαλύτερος – όποτε έβρεχε, τραγουδούσαμε “Βρέχει, χιονίζει/ τα μάρμαρα ποτίζει/ κι ο ποντικός χορεύει/ κι η γάτα μαγειρεύει…” Κι έσκαζε στα γέλια.

Ο Σωτήρης  και ο Σταύρος στην Θεσσαλονίκη αντάλλασσαν συχνά επισκέψεις. Στα τριάντα εφτά του χρόνια ο Σωτήρης αρρώστησε από καρκίνο. Και γρήγορα χειροτέρεψε. Εκείνο το καλοκαίρι ο συνταξιούχος Ορέστης έτυχε να βρίσκεται εκεί.

Και το έμαθε. Έσπευσε να τον δει. Αλλά δεν τον πρόλαβε. Βρήκε στο σπίτι του πεθαμένου μαζεμένους τους γνωστούς του μετά από την κηδεία. Η γυναίκα του αποβιώσαντος, η Αλεξάντρα, η όμορφη και τσαχπίνα μοδιστρούλα, δεν φαινόταν και τόσο λυπημένη. Κι όλο μιλούσε με τον οικογενειακό τους φίλο, τον Σταύρο, του οποίου η γυναίκα, η Γεωργία, τους παρακολουθούσε κάπως ενοχλημένη. Ο Σταύρος, για να απαλλαγεί, πήγε και κάθισε κοντά στον Ορέστη και άρχισε να του διηγείται τα τελευταία του Σωτήρη.

-Του είχα πιάσει το χέρι, του έλεγε, κι εκείνος ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του, με αναγνώρισε και ψιθύρισε “Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο, αγαπητέ φίλε Σταύρο”. Και ξεψύχησε. “Ε, που να φας τη γλώσσα σου” μουρμούρισα εγώ.

Η γυναίκα του Σταύρου, η συνετή Γεωργία που καθόταν δίπλα του, από την άλλη μεριά, τον σκούντησε με τον αγκώνα της.

-Τι είναι αυτά που λες τώρα! του έκανε την παρατήρηση.

Πέρασαν οι μέρες. Πριν αναχωρήσει ο Ορέστης για Κρήτη, επισκέφθηκε αυτή την φορά το σπίτι του παλιού γόη, του Σταύρου. Είχε πάρει μαζί του και την δική του γυναίκα, την Φανή, η οποία είχε παρατηρήσει κάτι,  που ο Ορέστης δεν το είχε προσέξει. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί μόνο η Γεωργία. Ο άντρας της, ο Σταύρος, έλειπε.

-Γεωργία, είπε η Φανή, εγώ δεν μπορώ να καταλάβω κάτι. Ο μακαρίτης ο Σωτήρης , ο φίλος σας, ήταν για πάνω από ένα χρόνο πολύ άρρωστος και ανήμπορος. Πώς συμβαίνει η γυναίκα του, η Αλεξάντρα, να έχει μωρό, το μοναδικό τους παιδί,  ένα κοριτσάκι έντεκα μηνών; Το κρατά η πεθερά της αυτές τις μέρες, όπως μαθαίνω.

-Σσσσς!  Άσ’ τα! της απάντησε η Γεωργία. Μην τα συζητάς. Είναι παιδί του προκομμένου του δικού μου.

-Τι; Ο Σταύρος! Ο δικός σου άντρας…

-Ναι! Ναι! Έχω αποδείξεις. Κάνω όμως την ανήξερη. Δεν έχω πει σε κανέναν τίποτε. Το πιστεύεις;

-Ο μακαρίτης ο Σωτήρης δεν το είχε καταλάβει;

-Δεν ξέρω. Εκείνος παιδευόταν από καρκίνο μη θεραπεύσιμο…

-Και πώς το αντέχεις;

-Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα… Και τελικά συμβιβάστηκα. Τι θα κερδίσω αν πω ότι ξέρω την αλήθεια; Ο συμβιβασμός, κυρά μου! Πολλές φορές ξέρουμε την αλήθεια, αλλά δεν την λέμε, γιατί η αποκάλυψή της μόνο κακό θα φέρει. Είναι κι αυτό από εκείνες τις μυστικές αλήθειες, που τις κρατούμε κρυφές στα βάθη της ψυχής μας. Έχω κι εγώ δυο μικρά παιδιά… Συμβιβασμός. Σιωπή…

-Συμβιβασμός σε τόσο σοβαρά πράματα… απορούσε η σύζυγος του Ορέστη. Και η Γεωργία, η σύζυγος του Σταύρου, έκλαιγε.