Τότε που αρχίσαμε να πονηρεύομε, έντεκα, δώδεκα, δεκατριών χρονών μικροί μαθητές Γυμνασίου, κάναμε κάθε βράδυ τέτοια εποχή τον σταυρό μας και την προσευχή και παρακαλούσαμε, ή να βγάλομε την ιλαρά (κατσίβερη) ή να χιονίσει στο χωριό, για να μην πάμε στο σχολειό κάμποσες μέρες. Γενάρης ήταν, λοιπόν, που ξυπνούμε ένα πρωινό και είχαν ασπρίσει, ομορφύνει τα πάντα, οι πέτρες, τα χαλάσματα και μόνο από τις καπνοδόχους καταλάβαινες ότι υπάρχει ζωή και από τα σπουργίτια που λιμασμένα πετούσαν εδώ και κει.
Χαράς ευαγγέλια. Κάθε λίγο και λιγάκι άνοιγα την εξώπορτα και κοιτούσα απέναντι πιο ψηλά, αν άρχισε να μαζεύεται η παλιοπαρέα. Μια στιγμή παίρνει το μάτι μου τον Γιάννη και τον Κωστή. Τρέχω βάζω ένα μακρύ παντελόνι του πατέρα μου, τις μπότες (αν και τρύπιες), το πανωφόρι και να’ μαι στου «Γραμματικού τη σκάλα». «Πάμε στη δεξαμενή να παίξομε ένα μικρό τόπι». «Πάμε».
Στην πάνω μεριά του χωριού βρισκόταν μια μεγάλη δεξαμενή νερού για το χωριό, με στηθαίο γύρω-γύρω. Μπροστά πήγαινε ο Γιάννης ξυπόλυτος, με κοντό παντελόνι και κοντομάνικο πουκάμισο να κόβει το χιόνι και πίσω εγώ με τον Κωστή, ντυμένοι υποφερτά. Εκεί που παίζαμε το τοπάκι μετά δυσκολίας λόγω χιονιού, να ένας απρόσμενος επισκέπτης, ένα μικρό πουλί μαύρο, μέγεθος σπουργίτη και πήγαινε σαν το μεθυσμένο πέρα δώθε, γιατί το τύφλωνε η ασπρίλα του χιονιού. Το μπλοκάραμε το άμοιρο και το πιάσαμε.
Παγωμένοι όπως ήμαστε αποφασίσαμε να πάμε πιο κάτω στο σπίτι το ξεχασμένο απ’ όλους εκτός από τη ζωή, του γέρο Χαράλαμπου, να του δώσομε το πουλί, να το ψήσει να το φάει, για να μας αφήσει να ζεσταθούμε στο τζάκι. Μια και δυο, νά ‘μαστε να χτυπούμε το κερκέλι της πόρτας του κακόμοιρου γέρου. «Ομπρός» ακούγεται μια μισοσβησμένη φωνή. Καταχάρηκε μόλις μας είδε και ειδικά με το πεσκέσι, που το πήρε αμέσως και χωρίς να του βγάλει τα φτερά, άνοιξε ένα λάκκο στην αθρακιά και το ’χωσε μέσα.
Καθίσαμε όπου βρήκε ο καθένας και προσπαθούσαμε να ξεπαγώσομε. Μια στιγμή παίρνει το μάτι μου τα πόδια του Γιάννη, ξυπόλυτος όπως ήταν, με πρησμένα, παραμορφωμένα και χαρακωμένα πόδια. Τρελάθηκα, στενοχωρήθηκα. Μετά χρόνια φύγαμε εγώ και ο Κωστής για σπουδές, ενώ ο Γιάννης έμεινε στο χωριό, χωρίς σχολείο αλλά υπηρέτης, δούλος ενός επιχειρηματία μόνο για να τρώει και να κοιμάται στον αχυρώνα. Όταν μεγάλωσε ασχολήθηκε με τα αυτοκίνητα, έγινε καλός οδηγός και ένα ζηλευτό και ωραίο παλικάρι. Χαθήκαμε για αρκετά χρόνια.
Κοντά στο 1980 μια Κυριακή πρωί η τηλεόραση έδειχνε και σχολίαζε την επικαιρότητα: «Ο πιο πολυσυζητημένος γάμος της χρονιάς, με κουμπάρο τον τότε πρόεδρο κ. Μαύρο («Ψήφισε Μαύρο, να δεις άσπρη μέρα»). Να στολισμένες άμαξες στο Κεφαλάρι, να η υψηλή κοινωνία των Αθηνών, να μια πανέμορφη νύφη, να ο πεθερός να σκορπά δεσμίδες τα χιλιάρικα και γενικά η χλιδή στο μεγαλείο της. Μια στιγμή πέφτει το μάτι μου στο γαμπρό και ζαλίζομαι.
Διακρίνω το Γιάννη και βεβαιώνομαι δυο-τρεις φορές που τον είδα ότι είναι εκείνος. Σε δευτερόλεπτα γύρισε το μυαλό μου πίσω και καρφώνεται στα αχνισμένα και παραμορφωμένα πόδια του στο τζάκι του μπάρμπα Χαράλαμπου. Δεν ξέρω. Ίσως η φάτσα, η θωριά, ο χαρακτήρας του Γιάννη να ήταν η καλύτερη συστατική επιστολή. Εξελίχθηκε σε επιτυχημένο μεγάλο επιχειρηματία Θεσσαλονίκης-Πειραιά με εργαστήριο κατασκευής παπουτσιών στην Ιταλία.
Με τα χρόνια κατέβηκε οικογενειακώς στο χωριό με τη μερσεντές, πήγε στο παλιό του αφεντικό που τον είχε υπηρέτη, τον χαιρέτησε και του είπε να του γεμίσει το αυτοκίνητο βενζίνη (είχε το αφεντικό πρατήριο βενζίνης). «Πόσο κάνει Γιώργη η βενζίνη» λέει «200 δραχμές. «Πάρε 500 δραχμές και τα ρέστα δικά σου». Τον έσφαξε, τον ξύρισε με το βαμβάκι. Έτσι είναι αυτά: «Καιρός λαγού, καιρός λαγουδίνας».
Ουφ… Ακάκιε (μην ξεχάσεις τη μάσκα)… εσύ που μιλείς με τους αγίους και το Θεό, μπορεί να συμβούν αυτά;
* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής