Έκπληξη στην εγχώρια ιστορική βιβλιογραφία αποτελεί το βιβλίο της Αννίτας Παναρέτου, διδάκτορος Πανεπιστημίου, με τον παραπάνω ποιητικό τίτλο, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι απόφθεγμα του Ομήρου Πέλλα, ψευδώνυμο του δασκάλου Οδυσσέα Γιαννοπούλου, μέλους του ΕΑΜ και ομήρου στα στρατόπεδα της Γερμανίας.
Όντως, στην κυριολεξία, το βιβλίο έρχεται να συμπληρώσει και να καλύψει ένα κενό της ιστοριογραφίας μας για τους Έλληνες ομήρους και αιχμαλώτους στα στρατόπεδα της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Εξαρχής, μπορεί να ειπωθεί ότι η εργασία είναι ένα μνημειώδες έργο, όχι τόσο εξαιτίας του μεγέθους του, αλλά κυρίως λόγω της εργώδους προσπάθειας της συγγραφέως να συλλέξει πηγές και μαρτυρίες που είτε οι ίδιοι οι επιζήσαντες κατέγραψαν είτε τις αφηγήθηκαν σε άλλους και διασώθηκαν ως προφορικές μαρτυρίες.
Και ενώ τα βασικά και ολοκληρωμένα βοηθήματά της συμποσούνται στον αριθμό πενήντα δύο (52) ως προς “τους συγγραφείς των μαρτυριών”, εντούτοις όμως οι λοιπές μαρτυρίες Ελλήνων ως “αυτοτελείς εκδόσεις” ή όσες εμπεριέχονται σε “βιβλία και δημοσιεύματα”, καθώς και τα “ψηφιοποιημένα χειρόγραφα και ημερολόγια” και τα λοιπά “ψηφιοποιημένα αρχεία” είναι εκατοντάδες.
Το πρώτο ερώτημα που έρχεται να απαντήσει η ίδια η συγγραφέας είναι το γιατί η ελληνική ιστοριογραφία, δηλαδή οι ιστορικοί, δεν ασχοληθήκαμε σοβαρά με το ζήτημα των Ελλήνων ομήρων και αιχμαλώτων και ασχοληθήκαμε κυρίως με την Κατοχή και την Αντίσταση στην Ελλάδα και στη Μέση Ανατολή.
Ακόμα και ο γράφων, αν και τα ενδιαφέροντά του, ερευνητικά και συγγραφικά για την περίοδο είναι πολλαπλά, εντούτοις και αυτές ακόμα οι μαρτυρίες του για την περίοδο αυτή, ενώ συμποσούνται σε τριάντα τρεις προφορικές καταγραφές, μόνο τέσσερις αναφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.
Η Αννίτα Παναρέτου ερμηνεύει, το κενό αυτό, στην εργασία της, που αποτελεί την πρώτη, ουσιαστικά, σύνθεση περί των στρατοπέδων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τους Έλληνες ομήρους.
Ο πρώτος λόγος, κατ’ αυτήν, είναι το ότι οι προτεραιότητες της ελληνικής ιστοριογραφίας, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1940, ήταν για “την κατανόηση και την ερμηνεία της ακούσιας συμμετοχής σε μια παγκόσμια σύρραξη”, των παθημάτων μιας τριπλής ξένης κατοχής, των καταστρεπτικών συνεπειών του εμφυλίου πολέμου και της επτάχρονης δικτατορίας, με τις πληγές που άφησαν (ο γράφων το 1979-1985 πέρασε 18 δίκες για την καταγραφή μαρτυριών).
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι “το πρωτογενές υλικό ήταν ελλιπές ή ελάνθανε”, έλειπαν, δηλαδή, οι πολλές προσωπικές μαρτυρίες. Το ελπιδοφόρο είναι ότι “τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τους Έλληνες εκτοπισμένους έχει ενταθεί”, από ιστορικούς, φιλίστορες και συγγενείς των εκτοπισθέντων.
Να σημειωθεί ότι το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην εργασία της Αννίτας Παναρέτου αναφέρεται σε μη Έλληνες Εβραίους, γιατί το ζήτημα το εβραϊκό διαθέτει πλούσια βιβλιογραφία. Πριν να έλθουμε για να γνωρίσουμε την επιμέρους δομή του βιβλίου, δέον είναι να αναφέρουμε την πρωτοτυπία των κεφαλαίων του.
Και τα τριάντα τρία κεφάλαια, όπως και ο τίτλος, είναι ρήσεις που έχουν γραφεί στις μαρτυρίες των ομήρων ή από επίσημα χείλη υπηρεσιακών προσώπων που θέλησαν να ασχοληθούν με τον επαναπατρισμό και την καταγραφή του αριθμού των θανόντων στα στρατόπεδα ή όσων επέζησαν και ήσαν παλιννοστούντες, από τα στρατόπεδα. Επί παραδείγματι: “Δεν πέθανα. Πώς έγινε και δεν πέθανα;” (αρ. 14) ή “Περπατάμε και θάβουμε πάντα” (αρ. 19), “Τώρα τι κάνουμε, προς τα πού θα τραβήξουμε;” (αρ. 28).
Ένα ολόκληρο, πολυσέλιδο κεφάλαιο (αρ. 29) είναι αφιερωμένο στις δυσκολίες του ίδιου του ελληνικού κράτους, την περίοδο 1945-46, για την καταγραφή των επαναπατρισθέντων, ενώ είναι άγνωστος ο ακριβής αριθμός εκείνων που χάθηκαν στα στρατόπεδα ή παρέμειναν στη Γερμανία, επειδή είχαν παντρευτεί Γερμανίδες.
Έτσι, από τις “14 Σεπτεμβρίου 1946, η Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Επαναπατρισμού έχει πάψει να λειτουργεί” (σ. 421). Κι αυτό, λόγω των δυσκολιών “σε μια διαλυμένη Ευρώπη” και “το αποδιοργανωμένο ελληνικό κράτος” (σ. 400).
Συνεπώς, ως προς τον αριθμό των απαχθέντων Ελλήνων ομήρων από το Ράιχ, από τον βουλγαρικό στρατό και για εκείνους της φασιστικής Ιταλίας, υπάρχουν πολλές και διάφορες εκτιμήσεις.
Ως εκ τούτου, κατά την συγγραφέα μας, “ο ακριβής αριθμός των Ελλήνων ομήρων στο Ράιχ δεν θα γίνει ποτέ γνωστός” (σ. 38), καθώς και ο αριθμός των εργατών που εκουσίως και ιδιοτελώς δούλεψαν στα γερμανικά εργοστάσια και στρατόπεδα και η θέση τους ήταν διαφορετική από εκείνη των ομήρων.
Ως προς το περιεχόμενο, το βιβλίο έχει το πλεονέκτημα και την ευκολία της ανάγνωσης, γιατί “τα κεφάλαια μπορούν να διαβαστούν και αυτοτελώς”.
Τα τρία πρώτα κεφάλαια είναι κατατοπιστικά ως προς τη διάκριση της ορολογίας “όμηρος” και “αιχμάλωτος”, αιχμάλωτοι ήσαν οι στρατιωτικοί. Επίσης, ως προς τις κατηγορίες και τους τόπους των στρατοπέδων συγκέντρωσης και την προσπάθεια διακρίβωσης του αριθμού των εκτοπισθέντων.
Ακολουθεί το corpus των μαρτυριών, με τη μορφή των αποσπασμάτων, που είναι “τεράστιο και ανομοιογενές”, ο χωρισμός τους σε ομάδες, όπως είναι η πολυπληθής ομάδα των ανδρών στα στρατόπεδα της Γερμανίας και Αυστρίας, καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το πλήθος των μαρτυριών και οι κατηγορίες των παραμέτρων είναι σε τόσες ενότητες, ώστε η συγγραφέας βεβαιώνει ότι “η εξέταση κάθε μαρτυρίας χωριστά ήταν αδύνατη” (σ. 16).
Ακολουθούν μικρότερες ομάδες, γυναικών, στρατιωτικών, κληρικών και Ελλήνων με βρετανική υπηκοότητα”, όπως και η ομάδα στα φασιστικά στρατόπεδα της Ιταλίας.
Σε αυτόνομα κεφάλαια εξετάζονται η απελευθέρωση, οι δυσκολίες του επαναπατρισμού διά μέσου των άλλων κρατών, όπως και η προσπάθεια ένταξης στη χώρα μας των διασωθέντων και οι νέες περιπέτειές τους (διώξεις, εξορίες, ψυχολογικά θέματα προσαρμογής).
Το έργο της Αννίτας Παναρέτου είναι μεγαλειώδες, με ένα θέμα εξαιρετικά δύσκολο, ως εκ της φύσεώς του. Δίνει την εντύπωση πολλών σεναρίων, με πρωταγωνιστές, στη φρίκη των στρατοπέδων, όχι μόνο των ομήρων, αλλά και των χιτλερικών, των απελευθερωτών Αμερικανών και των Σοβιετικών. Ιδιαίτερη εικόνα συνθέτει η ψυχολογία των απελευθερωμένων ομήρων και η συμπεριφορά τους, θετική ή αρνητική, όπως και των νικητών, ειδικότερα των Σοβιετικών στρατιωτών.
Προσωπικά, χαιρόμεθα, γιατί τα τέσσερα βιβλία-μαρτυρίες μας, του Σήφη Μηλιαράκη, Κώστα Ξεξάκη, Μιχάλη Πειρασμάκη και Νίκου Μαυράκη, που τελευταία μεταφράστηκε στην Αυστρία, συνέβαλαν και εκείνα ουσιαστικά στην τεκμηρίωση του βιβλίου.
Η συγγραφέας, μάλιστα, κάνει ξεχωριστή αναφορά στον Πρόλογό της, τονίζοντας επιπροσθέτως ότι “χάρη στον Αντώνη Σανουδάκη, που συζητούσε επί πολλές ημέρες με συμπατριώτες του Κρητικούς, ομήρους -στην πλειονότητά τους- στο Μαουτχάουζεν, έχουμε πολυσέλιδες εκδόσεις, καρπό προφορικών μαρτυριών” (σ. 41).
Άκρως συγκινητικός είναι ο επίλογος (σ. 445), από το κείμενο του Ομήρου Πέλλα, για τη μη επανάληψη του πολέμου, την μη αναβίωση του φασισμού και την ανάγκη για ομόνοια των Ελλήνων: “… δεν είναι δική μου πια τούτη η φωνή, είναι η φωνή κάποιου από την αμέτρητη στρατιά που ’χει κιόλας σκεπάσει τούτη τη γη με τα κόκαλά της ή σέρνει τ’ απελπισμένα της ξυλοπάπουτσα μέσα στους δρόμους τούτης της ζούγκλας -μυριάδες κόκαλα που μαργώνουν μέσα στη λασπερή τούτη γη, θα νιώσουν τότε τη θαλπωρή μιας ηλιαχτίνας.
Μυριάδες μάτια που κοκάλωσαν τρομαγμένα κι απόμειναν να ζητάν τη χαμένη τους λάμψη, και που τώρα τα πλακώνει η λάσπη, θα την ξαναβρίσκουν τούτη τη λάμψη, κάθε φορά που άφοβα θα φιλάς το κορίτσι σου ή θα χαϊδεύεις με αγάπη τα μαλλιά του παιδιού σου”.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο της Αννίτας Παναρέτου όντως συμπληρώνει τη μνήμη του κόσμου, καλύπτει το κενό της συστηματικής ιστορικής έρευνας και βιβλιογραφίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όσον αφορά τον τραγικό τομέα των Ελλήνων ομήρων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είναι ένα πολύτιμο εγχειρίδιο για συναδέλφους ιστορικούς και φιλαναγνώστες.
*Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι επίτιμος καθηγητής Ιστορίας της ΠΑΕΑΚ – συγγραφέας