Μια λέξη που «φοριέται» πολύ αυτήν την εποχή στη γλώσσα μας, είναι η λέξη «συμπερίληψη». Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, ο όρος «συμπερίληψη», σημαίνει την ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος «συμπεριλαμβάνω», δηλαδή, «περιλαμβάνω μαζί με κάτι άλλο».

Αν και η λέξη «συμπερίληψη» εμφανίστηκε στη γλώσσα μας το 1888, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ο όρος απέκτησε το νοηματικό του περιεχόμενο τα τελευταία χρόνια, όταν η πολιτική ορθότητα, αξιοποιώντας παλαιότερες λέξεις, δημιούργησε άλλες σύγχρονες, για να περιγράψει τις νέες τάσεις που επέβαλαν οι καινούργιες καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί στην κοινωνία.

Ο όρος «συμπερίληψη» σημαίνει στην κυριολεξία ότι, δεν αφήνουμε κανέναν απ’ έξω από το σύνολο της κοινωνίας, δεν αποκλείουμε κανέναν και δεν κάνουμε καμία διάκριση με βάση τη φυλή, το φύλο, την εθνικότητα, την ηλικία, την αρτιμέλεια, τις ιδιομορφίες, την οικονομική κατάσταση και τις διαφορετικές θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις.

Η «συμπερίληψη», θεωρείται σήμερα πως αποτελεί – ή οφείλει τέλος πάντων να αποτελεί – ένα βασικό συστατικό κάθε σύγχρονου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος. Η έννοια της «συμπερίληψης» δεν περιορίζεται μόνο στην αποδοχή των προσφυγόπουλων στη σχολική κοινότητα, αλλά δίνει και το στίγμα της αποδοχής της διαφορετικότητας στην πράξη και όχι μόνο στη θεωρία, μέσω εξατομικευμένων δράσεων για κάθε παιδί ξεχωριστά, που αντιμετωπίζει ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.

Επειδή όμως, δυστυχώς, στη χώρα που ζούμε οι απαιτούμενοι πόροι από το κράτος εξακολουθούν, σχεδόν εμμονικά, να μην διατίθενται, και η αποδοχή της διαφορετικότητας από το βραδυκίνητο σε αντανακλαστικά κοινωνικό σώμα, πραγματοποιείται μεν, αλλά με ρυθμούς χελώνας, η «συμπερίληψη» εξακολουθεί να παραμένει μέχρι και σήμερα για τους πολλούς, μια άγνωστη λέξη.

Εκτός όμως από την εκπαίδευση, συναντάμε την «συμπερίληψη» και στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήδη από το 1999 αναφέρεται στην «πλήρη και συμπεριληπτική εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι, κανένας πρόσφυγας δεν θα αποστέλλεται πίσω, εκεί όπου θα υποστεί διώξεις». Δηλαδή, «επιδιώκει να διατηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης».

Αλλά και σε ζητήματα έμφυλης ταυτότητας, η «συμπερίληψη» αποτελεί πλέον τη λέξη «κλειδί». Έτσι, για παράδειγμα, ο «πανσεξουαλικός» θεωρείται ένας περισσότερο συμπεριληπτικός όρος από τον παλαιότερο, «αμφιφυλόφιλος».

Επίσης, στον σύγχρονο επιχειρηματικό κόσμο έχει γίνει αποδεκτό πλέον ότι, οι επιχειρήσεις, ελληνικές αλλά και διεθνείς, θα πρέπει να υιοθετούν έγκαιρα πολιτικές συμπερίληψης, να διασφαλίζουν την ισότητα και την ποικιλομορφία και να επιδιώκουν τις βελτιώσεις που οραματίζονται στα προγράμματα βιωσιμότητά τους.

Αυτές τις μέρες διαβάζω τα ψηφοδέλτια των κομμάτων που ανακοινώνονται ενόψει των εθνικών εκλογών. Διαπιστώνω πράγματι ότι υπάρχει πολιτική διεύρυνση, ενισχύεται η γυναικεία συμμετοχή, υποστηρίζεται η ανανέωση, όπως και η παρουσία του τεχνοκρατικού στοιχείου.

Οι τρόποι συγκρότησης των ψηφοδελτίων, σηματοδοτούν, εκτός των άλλων, και την προσπάθεια προσαρμογής των κομμάτων στη δυναμική των κοινωνικών μεταβολών. Θα περίμενα λοιπόν να δω την «συμπερίληψη» να αντικατοπτρίζεται πολιτικά στα ψηφοδέλτια των κομμάτων και να αποτελεί προτεραιότητα για τα εκλογικά επιτελεία.

Όμως, το στοιχείο της κοινωνικής συμπερίληψης απουσιάζει από αυτά τα ψηφοδέλτια. Απουσιάζει η ανάδειξη των νέων υποψηφίων από τα κοινωνικά κινήματα, από τις συλλογικότητες, από τους νέους και τις νέες που έχουν έργο να προτάξουν, χωρίς όμως πολιτική καθοδήγηση και χωρίς την εύνοια των κομματικών μηχανισμών.

Λείπουν οι κοινωνικές αναφορές από τα μέτωπα της πρώτης γραμμής. Από τους ντελιβεράδες – για παράδειγμα – που υποχρέωσαν την κυβέρνηση Μητσοτάκη στην πρώτη της ήττα, έστω και προσωρινή. Από τους ανθρώπους του χώρου της υγείας, γιατρούς και υγειονομικούς, που έδωσαν έναν τεράστιο αγώνα μέσα στην πανδημία.

Από τους καλλιτέχνες, και γενικότερα τους ανθρώπους του πολιτισμού, που αντιστέκονται με καθημερινές κινητοποιήσεις, υπερασπιζόμενοι τα εργασιακά τους δικαιώματα, πυροδοτώντας ταυτόχρονα και ένα πρωτοφανές κίνημα αλληλεγγύης και συμπαράστασης.

Η ιστορία μας διδάσκει ότι όλες οι μεγάλες πολιτικές και εκλογικές ανατροπές, έχουν συνήθως ενσωματώσει αυτήν την κοινωνική και κινηματική συμπερίληψη.

Κρατήστε πάντως τον όρο «συμπερίληψη», γιατί θα τον ακούτε αλλά και θα τον διαβάζετε πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας των κομμάτων, που έχει ήδη ξεκινήσει. Είναι μοντέρνος και «πιασάρικος» όρος, και μαζί με εκείνον της «ενσυναίσθησης», δημιουργούν εντυπώσεις στην κοινωνία. Δυο μοναδικές ελληνικές λέξεις που, ενώ υπάρχουν εδώ και εκατονταετίες στο ελληνικό λεξιλόγιο, εντούτοις, μόλις τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται στον δημόσιο λόγο.

Ο όρος «συμπερίληψη» έχει ήδη αξιοποιηθεί από διακεκριμένους πολιτικούς και τεχνοκράτες, με μεγάλη επιτυχία. Ο Τζο Μπάιντεν, για παράδειγμα, τον έχει αναφέρει σε όλους τους προεκλογικούς του λόγους που έχει εκφωνήσει.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και παλιά μας γνώριμη από τα πέτρινα χρόνια των μνημονίων, η κ. Κριστίν Λαγκάρντ, συμπεριλαμβάνει τον παραπάνω όρο στις αναφορές της, επιδιώκοντας αυτός ο όρος να χαρακτηρίζει και την πολιτική της υπόσταση.

Από την άλλη πλευρά όμως αναρωτιέται κανείς, μήπως αυτός ο χρήσιμος όρος για τις πολιτικές ομιλίες, είναι εν τέλει και εξόχως υποκριτικός για όλα όσα συμβαίνουν στον πραγματικό μας κόσμο;

Σε έναν άκαμπτο κόσμο «σκληρών υλικών», όπου οι αντοχές των συλλογικοτήτων δοκιμάζονται ξανά απέναντι σε έναν βίαιο καπιταλισμό, που ωθεί τον καθένα να «κλείνεται στο καβούκι του», αδιαφορώντας εντελώς για τον «άλλον». Σε έναν κόσμο που τοποθετεί τον «άλλον» απέναντί του ως αντικείμενο μίσους. Γιατί ό «άλλος» σημαίνει πάντα διαφορά. Και η διαφορά συνδέεται με το φόβο. Και ο φόβος με το μίσος.

Αυτός ο προβληματισμός αφορά βεβαίως τον καθένα μας. Γιατί όλοι μας, κουβαλάμε μέσα μας και κάποια αρνητικά συναισθήματα, στις πιο σκοτεινές πλευρές του ανυπόφορου εαυτού μας, θεωρώντας υποσυνείδητα ότι, έτσι ενισχύεται ο αμυντικός μας μηχανισμός.

Εκεί μέσα, στα πιο βαθιά σκοτάδια της ψυχής, συναντιόμαστε με τον «άλλον», που μας ξυπνάει τον φόβο. Έναν φόβο που υποκινεί τον πυρήνα του εθνικισμού και του ρατσιστικού μίσους. Έναν φόβο που κατασκευάζει μέσα μας ένα τοξικό φαντασιακό, με αφήγημα ένα ισχυρό ψέμα, για να υπερασπιστεί ό,τι ενσαρκώνει ένας τρομακτικός «άλλος»!

Ο εθνικισμός άλλωστε, εισάγει το πρόσταγμα της ομοιογένειας, της καθαρότητας και της μοναδικής υπαγωγής. Χωρίζει τους ανθρώπους σε «δικούς μας» και σε «ξένους».

Ο εθνοκεντρισμός έχει την στρεβλή δύναμη να οδηγεί τους ανθρώπους στη βίαιη αντιπαράθεση, στην ξενοφοβία και την μισαλλοδοξία, καλλιεργώντας την ένταξη ή τον αποκλεισμό.

Σήμερα, όπου ο φασισμός ενδύεται ακατάπαυστα νέες μορφές, και η ακόρεστη ανθρώπινη ματαιοδοξία διαπερνά τους πολιτικούς, κοινωνικούς και δικαστικούς κύκλους, η επιτακτική ανάγκη για διαπραγμάτευση με τον «άλλον», τον ξένο, τον εκτοπισμένο, τον διαφορετικό, αποτελεί αναμφίβολα τη μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας.

 https://moschonas.wordpress.com