Οι πρόσφατες πολλαπλές και συνεχόμενες αντιδράσεις και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε πολλά μέρη  του πλανήτη εναντίον του διάχυτου ρατσισμού και της γνωστής, πλέον,  διαχρονικής βίας των αστυνομικών εναντίον των μαύρων στους δρόμους των Ηνωμένων Πολιτειών, με αφορμή την εν ψυχρώ δολοφονία εν προκειμένω του άτυχου αφροαμερικανού Τζωρτζ Φλόιντ, είχαν ταυτόχρονα παράπλευρες και μη  αναμενόμενες εξελίξεις και αποτελέσματα.  Ίσως κατά ένα μεγάλο μέρος να ήταν αναμενόμενες αντιδράσεις έγκλειστων, λόγω της γνωστής πανδημίας του κορονοϊού, οι οποίοι ξαναβγήκαν στους δρόμους, ίσως το πιθανότερο να ήταν άλλη μια φυσιολογική μαζική αντίδραση πολιτών λόγω της αψυχολόγητης και εσκεμμένης βίας που αναφέραμε.

Έτσι παρακολουθήσαμε  λίγο μετά την περίεργη απόσυρση από κάποιες γνωστές πλατφόρμες λόγω ρατσιστικού περιεχομένου, της διάσημης και εμβληματικής ταινίας  «Όσα παίρνει ο άνεμος» η οποία βασίστηκε στο μυθιστορηματικό βιβλίο «Gone with the Wind» που κυκλοφόρησε για πρώτη  φορά το 1936. Ήταν ένα ιστορικό και ρομαντικό μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ, το οποίο πέρα από τις όποιες πωλήσεις έδωσε γένεση στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία, το 1939, με  πρωταγωνιστές την Βίβιαν Λι, τον Κλαρκ Γκέιμπλ, τον Λέσλι Χάουαρντ και την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Διαχρονικά αποτέλεσε και αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών με πληθώρα θεατών και ανάλογων βραβείων.

Οι λόγοι, τουλάχιστον για κάποιους που αντέδρασαν, ήταν ότι παρουσίαζε μια ωραιοποιημένη κατάσταση στον αμερικάνικο Νότο, μία ρομαντική περισσότερο όψη στο επώδυνο θέμα της  δουλείας των μαύρων υπηρετών, με τους τελευταίους να παρουσιάζονται ικανοποιημένοι όπως ζούσαν την συγκεκριμένη εποχή.   Τελικά, οι πωλήσεις του βιβλίου και των αντίστοιχων DVD και Blu-ray, ενώ είχαν παρουσιάσει σχετική στασιμότητα για αρκετό καιρό, άρχισαν να εκτινάσσονται πάλι στα ύψη, παρά τις διάχυτες κατηγορίες εναντίον της ταινίας μιας μερίδας σχολιαστών ότι αποτελούσε απαράδεκτο  «μνημείο ρατσισμού».

Για τους γνώστες των όσων διαδραματίστηκαν στο αμερικάνικο Νότο, εδώ και τρείς αιώνες, ίσως και λίγο παραπάνω, και παράλληλα των τεκταινομένων σήμερα, υπάρχει εν εξελίξει μια συζήτηση η οποία ακούει στο όνομα «Χαμένη Υπόθεση»  (Lost Cause), όπου υφίσταται αντιπαράθεση εάν και κατά πόσο οι Νότιες Πολιτείες της Συνομοσπονδίας πολέμησαν στο αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο για τη δική τους ανεξαρτησία από τους ισχυρότερους Βόρειους, ή για την διατήρηση της δουλείας η οποία τους εξυπηρετούσε και τους συνέφερε πολλαπλώς λόγω της ανέξοδης εν πολλοίς εκμετάλλευσης των εργατικών χεριών.

Αυτά  βεβαίως ανήκουν στην πολυσέλιδη, για το θέμα αυτό, ιστορία η οποία και έδωσε τις ανάλογες απαντήσεις  στις  όποιες φυλετικές προκαταλήψεις.  Από όποια μεριά όμως και να δει κάποιος σήμερα την συγκεκριμένη ιστορική αλήθεια, η ουσία είναι ότι με αφορμή ένα μεμονωμένο επεισόδιο, επανήλθε το ίδιο θέμα  στο προσκήνιο της δημοσιότητας.

Η μερίδα εκείνη που το επαναφέρει, δεν δείχνει να θέλει να κατανοήσει ότι το βιβλίο της Μάργκαρετ Μίτσελ ή η γνωστή ταινία υπήρξαν δημιουργικά πονήματα ανθρώπων οι οποίοι έδιδαν το στίγμα τους σε μια ιστορική υπόθεση στην εποχή τους και μια παρακαταθήκη για τους επόμενους αναγνώστες και μελετητές. Περίεργο, όμως, είναι το γεγονός ότι τώρα, σχεδόν έναν αιώνα, μετά επανέφεραν  εκείνο το πρόβλημα του αμερικάνικου Νότου με τις γνωστές τους αντιδράσεις, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους τους όποιους περιορισμούς στην έκφραση εκείνων των δημιουργών, συγγραφέων και καλλιτεχνών, η οποία φυσικά και εμπεριείχε την προσωπική τους ματιά και θέση.

Όμως, δεν παύει να υπεισέρχεται κάποια υφέρπουσα προσπάθεια  κύκλων, να ποδοπατήσουν και να εξοστρακίσουν την ιστορία από τις σωστές της ράγες. Να υπενθυμίσουμε ότι εδώ και αρκετές δεκαετίες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής  βρισκόταν σε εξέλιξη ένα άγριο κυνήγι αριστερών και κομμουνιστικών φαντασμάτων από τον καθ’ ύλην αρμόδιο  Τζόζεφ Μακάρθυ, τον γερουσιαστή του ρεπουμπλικανικού κόμματος ο οποίος  συμμετείχε σε έρευνες για πιθανή διείσδυση κομμουνιστικού ιού στις ΗΠΑ αλλά και από τις μεθόδους πολιτικής εξόντωσης που έθεσε σε εφαρμογή και οι οποίες παρέμειναν διεθνώς γνωστές ως  «μακαρθισμός».

Σήμερα λοιπόν, παρά το γεγονός ότι η κατάσταση δεν έχει εκείνη τη μορφή, παρατηρείται μια τάση για «αναστροφή» των γεγονότων η οποία επενδύεται με το κατάλληλο κλίμα που διαμορφώθηκε ή που τείνει να παγιωθεί. Έχει, επιπρόσθετα,  την τάση ίσως και την ελπίδα να παρασύρει ή να περιορίσει την ελευθερία των δημιουργών, των συγγραφέων και καλλιτεχνών προς μια κατεύθυνση η οποία παρασάγγας απέχει από τις προσωπικές και πνευματικές τους θέσεις και απόψεις. Ένα λογοτεχνικό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα, ή μια ταινία αποτελεί έργο τέχνης κάποιων ανθρώπων, ενέχει το σπέρμα της δημιουργίας που είναι μοναδικό γι’ αυτούς και δεν μπορεί να αποτελεί σημείο τριβής ή συζήτησης με τους αναγνώστες ή τους θεατές.

Φυσικά και θα υπάρχουν σχόλια και πιθανές αντιδράσεις, αλλά και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Οι σύγχρονοι σχολιαστές ή όποιοι ενοχλούνται, προφανώς με την αντίδραση αυτή δείχνουν να επιθυμούν όλοι να ταυτίζονται μαζί τους, αλλά πόσο θεμιτό αλήθεια είναι όλο αυτό; Η σκέψη, το ταλέντο, η έμπνευση, όλα όσα χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους του πνεύματος δεν μετράνε για όσους αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο; Διαφαίνεται λοιπόν μια στροφή στην προτίμηση των αντιδρώντων σε κάποια καίρια και ζωτικά σημεία της σύγχρονης πραγματικότητας. Κάποτε, στις ΗΠΑ, κυνηγούσαν οι οπαδοί του μακαρθισμού τους αντιδραστικούς ή έστω τους έχοντες άλλη γνώμη, αλλά σήμερα κάποιοι άλλοι,  δήθεν προοδευτικοί ιδεολογικά, κυνηγούν όσους έχουν διαφορετική γνώμη!

Αλήθεια λοιπόν, για να έρθουμε και λίγο εις τα καθ’ ημάς, πώς θα φαινόταν να προσπαθήσουμε να εξοστρακίσουμε ορισμένα απαγορευμένα για ένα διάστημα τραγούδια που βασίστηκαν  σε στίχους  «αμφιλεγόμενους», ή γιατί δεχόμαστε ακόμα την επωνυμία του έργου του Κωστή Παλαμά «Ο Δωδεκάλογος του γύφτου»; Κι’ αυτό έτσι ενδεικτικά, γιατί υπάρχουν άπειρα παραδείγματα στη διεθνή σκηνή, όπως τμήματα ταινιών με τολμηρό σεξιστικό περιεχόμενο, ή όταν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ καπνίζει στις εμβληματικές και διαχρονικές ταινίες του λόγω της πρόσφατης  απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους. Μήπως ξεχνάμε ότι κάποτε υπήρχε σε ισχύ και λίστα βιβλίων με μη αρεστό περιεχόμενο και υποψήφια για κάψιμο στην πυρά;

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού μας πολιτισμού, αποτέλεσε και η ελευθερία του δημιουργού. Στη γηραιά ήπειρο, σε αντίθεση με τον καινούργιο κόσμο,  συνέβησαν δραματικά γεγονότα κατά καιρούς και έτσι διαμορφώθηκε μια κουλτούρα προάσπισης των ατομικών δικαιωμάτων και  της ελευθερίας της έκφρασης.

Στους παλιότερους αλλά και στους εραστές της ιστορίας, είναι πασίγνωστα τα γεγονότα καψίματος των βιβλίων αλλά και εξορίας και εξαφάνισης συγγραφέων και αντιφρονούντων γενικώς ή απλώς των εχόντων διαφορετική άποψη. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η κάπως σθεναρότερη  κατάσταση σε  τέτοιες πιθανές εξτρεμιστικές ενέργειες οι οποίες θα καλύπτονται από τον μανδύα της όποιας επίπλαστης προοδευτικότητας ή προάσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Φυσικά υπάρχει πάντοτε το παντοδύναμο διαδίκτυο, όπου ο καθένας έχει την προσωπική του άποψη και την εκφράζει ελεύθερα και μάλιστα πολλάκις με την ιδιότητα του ιεροεξεταστή. Σημεία των καιρών, άραγε, ή πώς αλλοιώς να τα ονομάζαμε τελικά;