Κάθε πρωί την ανεβοκατεβαίνω τούτη τη συνοικία, τους παλιούς «Εφτά Μπαλτάδες» με το ποδήλατο…. Εκείνο το ξεθωριασμένο χρώμα, το λουλακί, που ζει ακόμα πάνω στο περίτεχνο τελείωμα της κολώνας και το τεράστιο δέντρο που μοιάζει με ένα ακοίμητο δράκο τις νύχτες, είναι που με τράβηξαν ξανά, να ακουμπήσω την ….ιστορία.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να ασφαλίσω το ποδήλατό μου κι από την μεγάλη δίφυλλη πόρτα στο Νο 17 ακούστηκε το βαρύ μάνταλο να σηκώνεται και ο Αράπης, ο Αχμέτ, να βγαίνει έξω στο σοκάκι να δει την κίνηση. Το κατακίτρινο μοναδικό του δόντι άστραφτε με τα πρωινά χρώματα τ’ ουρανού. Φορούσε κι εκείνον τον σκούφο του βαθιά βαθιά στο σγουρομάλλικο κεφάλι να προφυλαχτεί από το απόι.
Σχεδόν μαζί του βγήκε κι ο Σαμής Μπέης. Ντυμένος στην τρίχα με το κουστούμι του, το ψάθινο καπέλο του, ροδοκόκκινος και παχύς αλλά με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Χαιρέτησε τον Αχμέτ και πήρε το δρόμο για το Καφενεδάκι του Νουρή στο Μεγάλο Σαντριβάνι που μαζεύονταν τις καθημερινές και πιο πολύ τις Παρασκευές όλοι οι Αγάδες κι οι Μπέηδες. Ο Αχμέτ έκανε μια βαθιά υπόκλιση, ίσα που ακούμπησε το κεφάλι του στο χώμα κι ύστερα μπήκε γοργά γοργά μέσα σφαλίζοντας πάλι την μεγάλη πόρτα.
Παρασκευή σήμερα, μέρα αργίας για τους Τούρκους του Μεγαλόκαστρου, μέρα ξεκούρασης, προσευχής και … τραταρίσματος. Δεν πρόλαβε καλά καλά να κλείσει η μεγάλη δίφυλλη πόρτα του μεγαλόπρεπου κανακιού κι άνοιξε μιαν άλλη που ΄χε κι εκείνη στο βάθος της μια μαγική αυλή γεμάτη γεράνια και φρεσκοβαμμένες γλάστρες με βασιλικό. Είδα και μια πελώρια μυγδαλιά και μια μπανανιά ακόμα, που έκανε το σπίτι να φαντάζει ανατολίτικο. Ήταν το σπίτι της Μαρίκας της Φρέρη, το πατρικό, εκείνα τα χρόνια πριν το 1920.
Δυο κοριτσάκια, το Μαριώ και η Ηλέκτρα, φανθήκανε στο βάθος καλοχτενισμένα και πεντακάθαρα. Περίμεναν να ανοίξει ξανά η μεγάλη δίφυλλη πόρτα του κανακιού και η πανέμορφη δούλα η Ζεϊνέπ με το γλυκό της χαμόγελο και το ξεσκέπαστο πρόσωπο της να να τα πάρει και να τα οδηγήσει στην μεγάλη κυρά, την Χανούμ –Φατμέ, την γυναίκα του Σαμή Μπέη, που ΄χε του κόσμου τα καλά να τα φιλέψει.
Δεν είχε παιδιά η Χανούμ Αφέντρα και γι αυτό είχε μια καρδιά που χωρούσε όλα τα άλλα ακόμα και τα ρωμιόπουλα. Η Μαριώ κι η Ηλέκτρα και τα αγόρια πιο μετά σαν μεγάλωναν, μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν στο κονάκι και να ζουν σαν σε παραμύθι από τις περιποιήσεις και τις ομορφιές που αντίκριζαν σαν περνούσαν το κατώφλι του μοναδικού αυτού σπιτιού.“….Aμέσως αντικρίζαμε ένα πελώριο τετράγωνο φωτεινό διάδρομο που στη μέση του είχε μια μαρμάρινη άσπρη σκάλα που φαινόταν να οδηγούσε στα πάνω πατώματα.
Αριστερά είχε ένα άνοιγμα από όπου φαινόταν ένας απέραντος κήπος με σιντριβάνια και δεξιά μια πολύχρωμη τζαμαρία οδηγούσε στο ισόγειο του σπιτιού.
Η δούλα προπορευόταν χτυπώντας τα μικρά της ξύλινα τσόκαρα και μεις καταχαρούμενοι, μα και με πολλή περιέργεια, την ακολουθούσαμε κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χεράκι.
Μας έμπαζε σε μια πελώρια σάλα που είχε γύρω γύρω παράθυρα και σύντοιχα στα παράθυρα καναπέδες ατελείωτους με μαξιλάρες και μαξιλαράκια που έλαμπαν στα λευκά και κολλαρισμένα.
Στη μέση του καταφώτεινου αυτού σαλονιού ήταν μια στρογγυλή μαρμάρινη γούρνα γεμάτη νερό που μέσα του κολυμπούσαν χρυσόψαρα … Μετά μας έβγαζε στο θαυμαστό κήπο του σπιτιού που ήταν γεμάτος τριαντάφυλλα και γιασεμιά, μανόλιες και ιβίσκους. Τρία ψηλά σιντριβάνια πετούσαν ψηλά το νερό και ύγραιναν τους βασιλικούς και τις φτέρες που ήσαν γύρω – τριγύρω σε γλάστρες βαμμένες με κόκκινο ζωηρό χρώμα …»**
Kι ύστερα εμφανιζόταν η πιο καλοσυνάτη γυναίκα η Χανούμ Φατμέ, που το χαμόγελο της θύμιζε γιασεμιά, γαρδένιες και εκείνα τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου της: «…Παχειά, αφράτη, τριανταφυλλένια, με καταγάλανα μάτια, ροζ, μάγουλα και ξανθά σγουρά μακριά μαλλιά χωρισμένα στη μέση και πλεγμένα σε δυο πλεξίδες, μια δεξά και μια ζερβά στους άσπρους ώμους της…»**
Άνοιγε τα δύο της χέρια κι ο κόσμος ομόρφαινε στην αγκαλιά της και μύριζε χίλια αρώματα κι ύστερα ακουγόταν η μιλιά της που κρύβε ζάχαρη και μέντα και ροδόνερο… Φώναζε όλες τις δούλε τους σπιτιού, καλοσυνάτα πάντα, να κουβαλήσουν όλα τα τραταρίσματα, που δεν χόρταιναν τα μάτια να αντικρίζουν πάνω στους περίτεχνα στολισμένους ασημένιους δίσκους. «…ο ένας είχε σειρά βάζα με γλυκά κουταλιού και σειρά τα κουταλάκια για να πάρουμε και να δοκιμάσουμε από όλα τα γλυκά.
Ο άλλος είχε ποτά ρασόλια σε μικρά πλουμιστά ποτηράκια όλα γλυκόπιοτα και ακίνδυνα για τα παιδιά και ο τρίτος δίσκος είχε αμυγδαλοκαρπούς ασπρισμένους πάνω σε αμπελόφυλλα, αράπικα φιστίκια, στραγάλια μουρούχια και λεμπεμπλιά, δηλ.διάφορες λιχουδιές καμωμένες με καρυδόψιχα, ροδόνερο και κάντιο ζάχαρη»**
Από την ορθάνοιχτη πόρτα είδα κι εγώ εκείνον τον ξακουστό σε όλη την Κρήτη κήπο του τούρκικου κανακιού. Όλα τα χρώματα της φύσης ήταν εκεί μαζεμένα. Όλα τα λουλούδια, που το άρωμα τους ξεχύνονταν στο καλντερίμι. Ίσαμε κάτω τη θάλασσα μύριζες το γιασεμί… Λογής λογής και τα ακούσματα που έβγαιναν και φτάνανε μέχρι τον ουρανό.
Καρδερίνες και καναρίνια αμέτρητα κελαηδούσαν τόσο γλυκά κι ας τα ΄χανε κλεισμένα σε κλουβιά που κρέμονταν από τα δέντρα του ολόγιομου και φροντισμένου κήπου… Ένα δυνατό φτερούγισμα άκουσα και σε δευτερόλεπτα ο μοναδικός και πασίγνωστος παπαγάλος του αρχοντικού έφταξε ίσαμε την εξώπορτα να προϋπαντήσει τα παιδιά κι έμενα που κρυφοκοίταζα. Δεν πρόλαβε κανείς να αντιδράσει κι άρχισε με μια στεντόρεια φωνή να λέει: «Φατμέ…Φατμέ…».
Δεν πολυκακατάλαβα αν φώναζε την κυρά του από χαρά ή από φόβο μήπως και πειράξουμε κανένα από τους δικούς του ανθρώπους… Μέσα σε δυο δευτερόλεπτα πρόλαβα κι είδα στο βάθος το πιο υπέροχο θέαμα του πρωινού. Ένα παγώνι αρσενικό είχε απλώσει τα φτερά, ερωτικό κάλεσμα για το μοναδικό του ταίρι μα και περηφάνιας και καμαριού. Να θαυμάσουμε τούτο το αριστούργημα της φύσης να λάμπει με χίλια χρώματα στο πρωινό ήλιο…
Η πόρτα έκλεισε με δύναμη από έναν αέρα δυνατό που σάρωνε τα στενά σοκάκια τούτο πρωινό. Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρισα ένα κόσμο που δεν μου άρεσε. Μόνο πέτρες, ίχνη από παραθυρόφυλλα που κτυπιόνταν με δύναμη στον τοίχο. Ξεκλείδωσα το ποδήλατο, πήρα να κάνω έναν κύκλο να σιγουρευτώ για όλα όσα είδανε τα μάτια μου. Μόνο σωροί από πέτρες και σκουπίδια, σίδερα, ετοιμόρροποι τοίχοι κι αμέτρητα γατιά. Το δέντρο μόνο, ο φοβερός μου «δράκος» ήταν εκεί και ότι απόμεινε από τις κολώνες που κάποτε στήριζαν παράθυρα, ορόφους, διακόσμηση…
Ένα φτερό περιστεριού έφτασε στα πόδια μου, μικρό και κατάλευκο. Το σήκωσα ευλαβικά και τα ακούμπησα στο μέρος της καρδιάς μου για όλες εκείνες τις θύμησες, για όλα εκείνα που αφήσαμε να καταστραφούν. Για τη ομορφιά που την πετάμε σε κάδους σκουπιδιών και σε θεραπεία που κανένας δεν νοιάζεται τι ζωή έδιναν κάποτε στο τόπο και πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα σε τούτη την πόλη αν τη σεβόμασταν… όλοι μας!
Μια μεγάλη συνοικία, ένα ξεχωριστό κομμάτι του Ηρακλείου με ένα όνομα που έχει ξεχαστεί… «Εφτά Μαπλταδες» με τους σημερνούς της δρόμους Δούκος Μποφώρ, Eπιμενίδου, Μαλικούτη, Ιδομενέως, Πασιφάης … Όμορφα σπίτια, όμορφοι κήποι κάποτε…. Εδώ σε τούτη τη γειτονιά Αριάδνης και Πασιφάης γωνία από το 1895 διέμενε η οικογένεια του Παναγιώτη και της Μαρίας Αλεπουδέλη και εδώ στα 1911 γεννήθηκε ο ένας από τους γιούς τους, ο Οδυσσέας Ελύτης. Άραγε πόσοι γνωρίζουμε που ακριβώς συνέβη αυτό;
Χαμογέλασα για μια ακόμη φορά και σκέφτηκα πως τόσοι άνθρωποι χάνονται, τα κτίρια θα σωθούν; Οι υποσχέσεις των αρχόντων της πόλης πάντα έδιναν χώρο στο χρόνο και στη λήθη.
Κι είμαι κι εγώ κομμάτι της συνοικίας και απλά κοιτώ το παρελθόν και νοιώθω την ιστορία να με πνίγει, το άδικο να χτυπά την πόρτα του σχολείου, να μου θυμίζει τις μεγάλες καταστροφές των κτιρίων από όλους εμάς τους βάνδαλους πολιτισμένους της πόλης μας…
Πήρα το ποδήλατο και μπήκα στο υπαίθριο πάρκινγκ, να μυρίσω για μια ακόμα φορά τα τριαντάφυλλα της ιστορίας, να δω τον Αχμέτ, την Χανούμ- Φατμέ, την Ζεϊνέπ… Μου φάνηκε πως σαν έστριψα το στενό του σχολείου είδα από μακριά το κατάλευκο κουστούμι του Σαμή Μπέη και το πλατύγυρο καπέλο του. Μια κίνηση του χεριού του, κάτι σαν χαιρετισμός, σαν: « δεν βαριέσαι, τώρα, ποιον νοιάζει ποιοι ζήσαμε εδώ» κατάλαβα πως μου ΄λεγε…. Κατέβασα το κεφάλι και προχώρησα…
Εφτά Μπαλτάδες… Μεγάλη η ιστορία τους ίσαμε την επόμενη φορά!
ΠΗΓΕΣ:
Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου
*Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές
του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη
**Το Κάστρο μας, Μαρίκα Φρέρη, 1979