Από το ξημέρωμα φαινόταν πως θα ’χε ζέστη πολύ. Πριν ακόμα βγει ο ήλιος κατέβηκα στη θάλασσα. Απόλυτη ηρεμία, ομορφιά και σιωπή που σχεδόν τρόμαζε. Ακούνητα τα νερά κι ο Κούλες πάντα εκεί αγέρωχος. Σταχτής φαινόταν στα πρωινά χρώματα. Μέσα σε λίγα λεπτά  στο βάθος, στον ορίζοντα, φάνηκε ένας ήλιος τεράστιος, ολόφωτος, χαρούμενος αν και μέρες λύπης αυτές που ζούμε!

-Καλημέρα, φώναξα δυνατά! Να ακούσει η μέρα, τα πουλιά, τα καΐκια… Δυο τρεις ψαράδες κουνήσανε τα χέρια κι ύστερα πήρα να ανεβαίνω με το ποδήλατο το Βεζύρ Τσαρσί, την  οδό Πλάνης, την 25ης Αυγούστου.

Ανάμεσα απ΄τα περιστέρια περνούσα, κοιτώντας ψηλά τα μοναδικά κτίρια του Δημητρίου Κυριακού, τα ερειπωμένα πολύτεχνα μπαλκόνια, ίσαμε που έφτασα  κοντά στη Λέσχη των Ευγενών του Χάνδακα. Κι άκουσα την πιο στεντόρεια φωνή που μάλλον ήταν βάλσαμο στην ψυχή και τη στιγμή…

«-’Εμου χαρούπι!’Εμου σταφίδα! Κρύο κρύο με το χιόνι κι όπου το πιεί μαργώνει!»*

Χωρίς δεύτερη σκέψη προσπάθησα να ασφαλίσω όπως όπως το ποδήλατο και να τρέξω στο μικρομάγαζο του Ρετζέπ Αγά του Μπιριτζή και όχι μόνο. Χάθηκε η Λότζια απ τα μάτια μου, ερείπια μόνο και πέτρες με χορτάρια παντού. Καβαλίνες σκορπισμένες  δεξά- ζερβά και λίγο, λίγο πιο πάνω, στην Πλατεία των Καλλεργών, μπροστά στην Κρήνη του Νουμάν Πασά μαλλιοτραβιόντουσαν οι χανούμισσες με τις δικές μας…

 στην Κρήνη του Νουμάν Πασά

-Κάνε στην άκρη Πολυξένη, εγώ ήρθα πιο νωρίς και βιάζομαι, μια ντενέκα κι έφυγα…

– Αντ’ από κει που θα μου πεις εμένα πως ήρθες πιο μπροστά. Στραβή θαρρείς πως είμαι ή δεν κατέχω’γω τα χουνέρι σου Εμινέ Χανούμ;

Μέσα σε δευτερόλεπτα πιαστήκανε μαλλί με μαλλί, φύγανε τα κεφαλομάντιλα κι οι φωνές ακουγότανε σε όλη την πλατεία ίσαμε πιο πάνω απ’  τα Αχτάρικα, στο Μεϊντάνι. Νερά χυμένα παντού, ντενεκέδες αναποδογυρισμένοι και κάρτα και ζεμπίλια. Ο Νικολός ο Εχεξής** έτρεξε να τις χωρίσει μα θυμήθηκε  και σταμάτησε απότομα πως αν ακουμπούσε Τουρκάλα ή και Χριστιανή γυναίκα μπορεί και να πλήρωνε βαριά τούτην την αποκοτιά του.

«-Αϊ στα κομμάτια, γυναικοδουλειές…» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του κι άλλαξε ρότα προς το λιμάνι που τον είχανε ήδη περάσει οι υπόλοιποι Εχεξήδες**.

«Κάλλιο να τα βάλω με το Γκιουγκούλα παρά με τα γυναικεία τερτίπια…» μονολόγησε στον εαυτό του και προχώρησε.

Ο Γκιουγκούλας ήτανε χωμένος στο μικρό καφενεδάκι πιο κάτω από το Βεζίρ Τζαμί (Άγιος Τίτος) κι ήταν έτοιμος να αρχίσει να γκαρίζει,  σαν να ’ταν ο ίδιος ζωντανό. Τόσο πολύ μιμούνταν τα συμπαθή τετράποδα που εκείνα του ανταπόδιδαν τον παράξενο χαιρετισμό σαν νάταν όμοιός τους. Ο Νικολός κρατούσε στην αριστερή του χέρα μια χαχαλόβεργα, μόλις τον συναντούσε να του δώκει μια να σταματήσει γιατί ο γάιδαρος του ήτανε παραφορτωμένος σήμερα και φοβόταν μην τον αναλώσει ο πονηρός Καστρινός…

Η ζέστη δεν μ’ άφησε να χαζέψω άλλο την πλατεία. Έστριψε τα όρθια χαλάσματα και βρέθηκα μπροστά στο Τούρκικο Σχολείο, το Μεχτέπ, στο πιο παράξενο εμπορικό του Μεγάλου Κάστρου. Μπροστά μπροστά από τη δεξιά μεριά είχε τον πάγκο του στημένο ο Ρετζέπ Αγάς και πουλούσε ντουντουρμά (παγωτό) κι ένα σωρό δροσιστικά ηδύποτα. Σήμερα ξεχώρισα εκείνο με το χαρούπι, παράξενο ζουμί. Ένα σωρό τουρκόπουλα είχανε ήδη μαζευτεί μπροστά στο πάγκο. Με χειρονομίες και δυνατές φωνές βιαζόντουσαν να πρωτοπάρουν τη δροσιστική γλυκασά και στριμώχνονταν να προλάβουν.

«-Σταφίδα; Χαρούπι; Ή καϊμάκι ντουντουρμά; Ένα μεταλίκι το καθένα…» διαλαλούσε την πραμάτεια του  ο Ρετζέπ κι απ’ τη φασαρία ούτε που καταλάβαινε τι του παραγγέλνανε. Έβαζε κι εκείνος,  ότι νόμιζε και τέντωνε το χέρι του, όποιος το πάρει.

– Δεν δίνω μπλιό βερεσέ, στο πα και χθες Μεμέτ!

– Η νόνα μου θα περάσει να σου δώσει όλα τα μεταλίκια, αλήθεια Ρετζέπ Αγά!

– Σάλευε πιο πέρα, τα ίδια μου πες και χθες, μα κανέναν δεν είδα.

Δυο μεταλίκια τ’ άφησα στη δεξά του χέρα. Ένα για τον Μεμέτ κι ένα για μένα.

-Παγωτό καϊμάκι θέλω Ρετζέπ Αγά και μια χάρη, να μ’ αφήσεις να μπω πιο μέσα στο μαγαζί σου…

Με ένα χαμόγελο γεμάτο καλοσύνη που άφησε να φανούν τα κιτρινισμένα του δόντια και κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση μου’κάνε σινιάλο να περάσω…

Και τι δεν είχε τούτος ο μαγαζές πάνω στα ράφια του. Πρώτη φορά στη ζωή μου τέτοια πραμάτεια, απίστευτη.

Σε ένα τεράστιο βάζο είχε βδέλλες. Ξύστρες πιο πέρα στοιβαγμένες  για τις ράχες των ανθρώπων. Σουβλόριζες για να περιποιούνται τα νύχια τους οι χανούμισσες, σπάγκους, κοντύλια,  φυτίλια και καρούλια. Λαμπόγυαλα σε διάφορα  μεγέθη, τσιγαρόχαρτα, καπνό κι εκείνο το ζαχαρωτό στην άλλη μπάντα,  που φτιάχνε τη φωνή κι έτρωγε μάλλον κι εκείνος λιγουλάκι κάθε πρωί. Κάδιο, το λέγανε,  που’χα απ΄τα μικράτα μου να δω, να δοκιμάσω!

Κοίταξα απ’ την άλλη μεριά κι είδα την μπρούτζινη στάμνα,  τις κούπες και το τζεντζερίλι του σαλεπίου που ‘στηνε στον ίδιο πάγκο που’χε τώρα το ντουντουρμά, το χειμώνα. Σαλεπιτζής απ’ τους καλύτερους στο Κάστρο. Μα η πιο δύσκολη δουλειά και η πιο βασική του Ρετζέπ Αγά κι ήταν κι εδώ μοναδικός στο είδος του ήταν το σιδέρωμα των φεσιών.

«Μπιριτζή» τον ήξεραν όλοι κι είχε από την αριστερή μεριά του μαγαζιού τον πάγκο με το καλούπι  που με τόση μαεστρία τοποθετούσε τα κόκκινα φέσια και τα σιδέρωνε έτσι όσο κανένας άλλος δεν τα κατάφερνε.

Κι άκουσα τότε τη φωνή του μικρού Χαρούν τσιριχτή πολύ να παρακαλά τον Ρετζέπ Αγά.

«- Ήφερα σου το φέσι του χότζα του Νασήμ εφέντη, να του το σιδερώσεις…μα μάνι μάνι λέει γιατί το βιαζεται!

-Κι ήδωκε σου πάραδες;

-Δε μούδωκε πράμα!

Ε! Τοτεσά νάρθη το μπαϊράμι να το πάρη!…»**

Άρχισε ο μικρός Χαρούν να τρέχει να προφτάσει  τα χαμπέρια κι ο Ρετζέπ Αγάς συνέχιζε να φωνάζει δυνατά για το περίφημο ντουντουρμά του.

Βγήκα απ΄ το μαγαζί, τον χαιρέτησα με ένα νεύμα του κεφαλιού μου κι εκείνος μου ‘δωκε το ντενεκεδάκι με το παγωτό μου, με καϊμάκι και χιόνι μπόλικο στην κάτω μεριά που λενε πως του το προμήθευαν από τη Νίδα του Ψηλορείτη.

Στου Ρετζέπ Αγά το μαγαζί...

Ένα γατάκι με καφετιές ρίγες στο τρίχωμα και καταπράσινα μάτια μπερδεύτηκε στα πόδια μου. Έσκυψα να το πιάσω κι εκείνο άρχισε να τρέχει πίσω στα χαλάσματα. Με μιας χαθήκαν οι εικόνες οι παλιές. Μόνο σπασμένα δοκάρια, χόρτα, πέτρες παντού, σιδεριές και εκείνα τα καταπράσινα δίκτυα της ιστορίας στοίχειωναν το κτίσμα μπροστά μου. Απέναντι η Λότζια, με …όλες τις της πέτρες, με τα παράθυρα ανοιχτά και κάνοντας δυο βήματα αριστερά μου’ρθε μόνο η μπόχα από τα σκουπίδια.

Τρανταλλίδειο

Χάθηκα για δευτερόλεπτα…

Ούτε το τενεκεδάκι μου ήταν στα χέρια μου, ούτε τα τουρκόπουλα, ο Ρετζέπ Αγάς…

Το επιβλητικό χάλασμα μόνο του, πασίγνωστο  σε όλους εμάς  στους Καστρινούς, το Τρανταλλίδειο ή Ιεροδικείο ή Τούρκικο Σχολείο ή Palazzo dell Capitan Grande την περίοδο της Ενετικής Κυριαρχίας, στην οδό Αγίου Τίτου και Μιλάτου γωνία.

Πόσα χρόνια πίσω, εκατό, εκατόν είκοσι…

Και τούτο το κτίσμα αργοπεθαίνει, όπως όλα τα όμορφα και σημαντικά της πόλης μας…

Μια ιστορία απίστευτη, για την επόμενη φορά…

τρανταλλίδειο τούρκικο σχολέιο

Το ποδήλατο μου ξεκλείδωσα κι έφυγα γρήγορα να ψάξω παγωτό φιστίκι και καϊμάκι από το Τρίγωνο. Σαν έφτασα, κοίταξα ακόμη μια φορά το δρόμο του Αγίου Τίτου. Δεν μπορούσα ούτε εγώ να πιστέψω όλες εκείνες τις εικόνες, τους ανθρώπους που πάτησαν κάποτε τα ίδια χώματα…

*Περιοδικό Κνωσσός, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου

**Εχεξής: Ιδιοκτήτης ή αγωγιάτης γαιδάρου που μετέφερε εμπορεύματα αρχές του 20ου αιώνα

Υπήρχε μια πόλη, Λιάνα Σταρίδα, εκδ. Ίτανος

***Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη, 2018