Πάλι μαλλιοτραβιόντουσαν οι χανούμισσες, μπροστά στην Κρήνη του Νουμάν Πασά στην πλατεία των Καλλεργών το ξημέρωμα…
Άφησα το ποδήλατο στην άκρη και προσπάθησα να απαθανατίσω τις στιγμές με τον φακό μου. Ένα κάρτο με νερό που είδα να εκσφενδονίζεται προς την μεριά μου με έκανε να κρύψω όπως όπως τη μηχανή και να τρέξω πίσω από τον πλάτανο. Αίμα και ανθρώπινο πόνο μου μύριζε που μου φέρνε δάκρυα στα μάτια.
Στερέωσα το βλέμμα μου προσεχτικά στη σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά μου. Πολύχρωμες φούστες και κεφαλομάντηλα, πασούμια περίτεχνα κεντημένα, ξέπλεκες κοτσίδες και χέρια που τινάζονταν με δύναμη.
Τα λόγια δίναν κι έπαιρναν ανάμεσα στις γυναίκες.
Τσακώνονταν για το ποια είχε τοποθετήσει πρώτη την ντενέκα, το ζεμπίλι, το κάρτο της για νερό και βιάζονταν όλες να τα γεμίσουν πριν να ανέβει ο ήλιος ψηλά.
Και τότε ακούστηκε η βροντερή φωνή του Σαλή Αγά:
Σταματήστε ωρέ, ήντα ‘ναι τούτα ‘νε τα πράματα που κάνετε;
Εκείνες τον κοίταξαν και γυρίσανε τις πλάτες τους, σκύβοντάς να μαζώξουν τα ζεμπίλια, τα κάρτα και τις ντενέκες τους. Μουρμούριζαν μέσα από τα δόντια τους αλλά δεν τολμούσαν πια να συνεχίσουν τον καυγά…
Ο Σαλή Αγάς είχε μια μορφή αρχοντική παρά τα εβδομήντα του χρόνια. Με κρητική βράκα, μεϊντανογέλεκο, ψιλόλιγνος, με ένα πρόσωπο γεμάτο βαθιές ρυτίδες και αραιά ψαρά γένια, άστραψε και βρόντηξε με τα καμώματα των γυναικών.
Εκείνος σαν Τουρκοκρητικός είχε το δικαίωμα να τους μιλά κι έτσι δεν φοβήθηκε τους νόμους του Πασά που έλεγαν πως αν τολμούμε άνδρας (Χριστιανός) να απευθύνει λόγο σε χανούμισσα, η προσβολή θα΄ταν μεγάλη κι η τιμωρία βαριά…
-Αλή, στέγνωνε το στόμα μου. Σύρε να φέρεις ένα τάσι από του Νουμά Πασά τη βρύση.
Ο Αλή ήταν ο δούλος του Σαλή Αγά, ένα παλληκάρι όμορφο ίσαμε δεκαοκτώ χρονών, σκίστηκε να κάνει την παραγγελιά του αφέντη του. Η ομορφιά του ήταν κι ο λόγος που οι χανούμισσες παραμερίσανε να περάσει. Τον γλυκοκοίταζαν όλες τους γιατί αν και λίγο στρουμπουλό αγόρι είχε μάγουλα ροδοκόκκινα και μάτια μεγάλα καφετιά που βγάζαν σπίθες. Τα χείλη του, πάλι, έτσι μισάνοιχτα όπως τ΄αφηνε προκαλούσε άθελά του τα γυναίκεια βλέμματα και ένστικτα…
Πήρε μυρουδιά ο Σαλή Αγάς των γυναικών τις έννοιες και φώναξε πιο δυνατά τούτη φορά!
-Τσακίσου Αλή και θωρώ πως άνοιξε το μαγαζί του ο Ρετζέπ Αγάς. Το φέσι μου να του πας, να το σιδερώσει πες του, και να κάνει γλήγορα γιατί έχω να ανοίξω το ντουκιάνι μου πάνω ψηλά στην Καινούργια Πόρτα.
Λαδάς ήταν ο Σαλή Αγάς, ονομαστός στο Μεγάλο Κάστρο και σεβαστός σε Τούρκους κι Χριστιανούς…
Έτρεξε ο Αλή να κάνει όσα όσα του ΄πε ο αφέντης του και χώθηκε στη σειρά πίσω από τον πάγκο του Ρετζέπ Αγά. Σιγοβράζανε τα κάρβουνα για το σίδερο και πάνω στο καλούπι του ο Ρετζέπ Αγάς είχε ήδη βάλει το φέσι ενός άλλου Αλή, του μουεζίνη, που βιαζότανε να πάει να βγει στο μιναρέ του εκεί δίπλα στο Τέμενος που ήταν αφιερωμένο στον Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλή και μετά την ανακαίνισή του στα 1869 συνέχιζαν να το αποκαλούν Βεζίρ Τζαμί**
Ίσαμε να τελειώσει ο Αλή, ο Σαλή Αγάς είχε μπει στο μπαρμπέρικο του Αποστολιού (Αποστόλης Καλαϊτζάκης) παραδίπλα από την Κρήνη του Νουμάν, να φτιάξει λίγο τα άσπρα του τα γένια. Είχε βάλει τον παραγιό του Αποστολιού να κοιτά προς το σεμπίλ μην και ξεκινούσε πάλι καμμιά φασαρία με τις γυναίκες ή τους περαστικούς που σταματούσαν να ξεδιψάσουν.
Ιδρωμένος κατέφθασε ο Αλή στο μπαρμπέρικο έχοντας κάνει γροθιά το δεξί του χέρι και πάνω του είχε βάλει το φρεσκοσιδερωμένο φέσι του Αφέντη του…
-Αφερίμ Αλή, δες εδά στην δεξά τσέπη του γιλέκου μου να πάρεις δυο μεταλίκια να τα δώσεις του κυρ Αποστόλη και σύρε μετά απ΄ όξω να δεις αν έχει κόσμο το καφενεδάκι του Νουρή απένατι από το Σαντριβάνι…
– Μόλις είδα Αφεντη μου τον Μουσταφά το Μεσίτη, τον Ασάν Αγά τον Μπακάλη, τον Πετάφη τον Κουγιουμτζη και τον Σαμή Μπέη με το λευκό του το κουστούμι, να μπαίνουν μέσα.
– Ήφταξε κι ο Σαμή Μπέης; Γλήγορα κ. Αποστόλη γιατί θα μας εδιαβάσει τα νέα από τη φυλλάδα που ‘φταξε με το μπαπόρο χθες αργά…
Έστρεψα το βλέμμα του στον Τούρκικο καφενέ να δω κι εγώ όλους ετούτους τους άνδρες, να πάρω μυρωδιά από τους ναργιλέδες που έφτιαχνε με περισσή ζέση ο Αληός, ο παραγιός του Νουρή του καφετζή…
Ένα άσπρο φορτηγάκι μου κόρναρε να πάω πιο πέρα γιατί κουβαλούσε πραμάτειες στα γύρω μαγαζιά. Σκιάχτηκα και την ίδια στιγμή είδα ΄πως όλα πάλι τα φτιάξε η φαντασία μου κι ο τόπος που ‘χει χνάρια από την Ιστορία, άσβηστα.
Πήρα το ποδήλατο και κατηφόρισα το Βεζίρ Τσαρσί, την δική μας 25η Αυγούστου. Ίσαμε τον «Άρχοντα» να φτάσω να πούμε τις πρωινές μας καλημέρες…
Ίσαμε την επόμενη φορά…
(Όλα τα ονόματα που αναφέρονται στο κείμενο ήταν υπαρκτά στο Μεγάλο Κάστρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα γεγονότα μόνο όπως περιγράφονται είναι μυθοπλασία.)
*Ο Νουμάν Πασάς γεννήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο και είχε τη Διοίκησή του αρκετά χρόνια. Η Κρήνη που έφερε το όνομά του ήταν στην Πλατεία Καλλεργών κοντά στην σημερινή είσοδο προς το πάρκο του Θεοτοκόπουλου. Ο Νικόλαος Σταυρινίδης γράφει πως κτίστηκε στα 1744 και είχε τετράγωνη κάτοψη με γείσο και αετώματα στις πλευρές της. Καταστράφηκε περίπου στα 1920 κι ευτυχώς οι φωτογραφίες που σώζονται από τον Giuseppe Gerola, μας δείχνουν πως ήταν ένα πραγματικά υπέροχο κτίσμα τουρκικής αρχιτεκτονικής.
** Ο σημερινός Άγιος Τίτος ( Ο μιναρές κατεδαφίστηκε στα 1925 περίπου)