Είναι ζεστές και ασυνήθιστες οι φετινές μέρες του Φλεβάρη. Φυσάει νοτιάς συνεχώς και κάνει τα σύννεφα να χορεύουν με απίθανε χορογραφίες.
Κι ύστερα τα ντύνει με χρώματα που κανένας ζωγράφος δεν μπορεί να τα αποδώσει τόσο όμορφα όσο η Φύση. Ξημερώματα κατεβαίνω στη θάλασσα. Το ξέρετε πια πως καλημερίζω το Φρούριο της και δικό μας κάθε πρωί και γεμίζω την ψυχή χρώματα της αυγής που δίνουν δύναμη κι ομορφιά στα υπόλοιπα γκρίζα που ζούμε…
Ένα τέτοιο πρωινό γεμάτο χρώματα κι αφού «έκλεψα» πολλές στιγμές και τις «φυλάκισα» στο φακό μου πήρα και πάλι τον ανήφορο της οδού Πλάνης ή κατά κόσμον 25ης Αυγούστου ίσαμε τα Λιοντάρια να βρεθώ. Πόση ερημιά πια το κέντρο της πόλης. Η πανδημία έχει αλλάξει τα πάντα.
Η «ζωή» ξεκινάει πολύ μετά το ανέβασμα του ήλιου και τα περισσότερα μαγαζιά δεν ανοίγουν καθόλου. Άθελα μου σήκωσα την φωτογραφική μηχανή να μαγνητίσω τη στιγμή που ένα περιστέρι έπινε νερό από το «Σαντριβάνι», στην χαμηλή γούρνα. Και μέσα στο φακό μου είδα το άλογο του Μπεχά να περνά σχεδόν καλπάζοντας…
Απότομα έστριψα και τον κοίταξα. Ψηλός, λιγνός, περήφανος και με φράγκικα ρούχα, με ματογυάλια μικρά κι ένα φέσι στο κεφάλι του. Κατέβηκε με μια κίνηση και προσπάθησε να δέσει το περήφανο άτι στον πλάτανο δίπλα.
Δειλά δειλά τον πλησίασα. Είχε φορτώσει πάνω στο κατάλευκο ζώο τις μηχανές του, το τρίποδο και μια μεγάλη μαύρη τσάντα. Ένιωσα δέος και σταμάτησα μπροστά του, έχοντας σχεδόν καταπιεί τα λόγια μου.
«-Έχω κι εγώ ποδήλατο;» Έσπασε εκείνος με τα λόγια του την αμηχανία μου. «Αλλα, δεν με βολεύει με την φωτογραφική μου μηχανή.»
Φάνηκε εξαντλημένο το άλογο, είδα πως είχε σκύψει στο «Σαντριβάνι» να πιεί νερό κι ο Ραχμιζαδέ Μπεχαεντίν ή Μπεχά, ο φωτογράφος που θαύμαζα από τότε που ανακάλυψα την ιστορία της πόλης, πρόλαβε τη σκέψη μου και μου ΄πε:
«-Απ΄τα ανατολικά της Κρήτης ερχόμαστε. Ολη νύχτα δεν σταματήσαμε λεπτό. Την έχεις ακουστά τη Μονή Τοπλού; Από εκεί…»
«-Έχω διαβάσει ένα οδοιπορικό για αυτό», απάντησα!
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του κι ύστερα πήρε με γρήγορες κινήσεις να στήνει τον… εξοπλισμό του. Και τότε συνειδητοποίησα πως όλο το σκηνικό είχε αλλάξει. Πολύβουο μου φάνηκε, άνθρωποι σουλάτσαραν πάνω κάτω, παρέες παρέες συζητούσαν και φορτωμένα γαϊδούρια με κοφίνια και καλάθια περνούσαν αφήνοντας… μυρωδιά από καβαλίνα παντού.
Λίγο πιο πέρα ένας μικρός κουλουρτζής διαλαλούσε την πραμάτεια του. Τον ήξερα αυτόν, τον είχα συναντήσει άλλη μέρα στο Μεϊντάνι και μου ‘χε δωσει ένα κουλούρι για μια δραχμή. Κι υστέρα σταμάτησε το βλέμμα στη Λότζια. Σχεδόν ερειπωμένη και μόνο με ένα όροφο. Κοίταξα τον Μπεχά κι ύστερα πάλι το μισογκρεμισμένο κτίριο. Ένιωσα στεγνό τον λαιμό μου και αναζήτησα ένα καφεπωλείο όμως δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο στο βάθος πίσω από την Λότζια φαινόταν λιγάκι το μαγαζί του Ρετζέπ Αγά με τον πάγκο του και την περίφημη κανελάδα.
Ίσαμε να σκεφτώ αν προλάβαινα να πάω προς τα εκεί, άκουσα ένα δυνατό κλικ και είδα τον αγαπημένο μου φωτογράφο να βγάζει το κεφάλι του μέσα από μια μαύρη «κουρτίνα» που σκέπαζε το πίσω μέρος της μηχανής του και πάλι να μου χαμογελά. Είχε μόλις φωτογραφίσει την… Ιστορία στην πλατεία των Καλλεργών!
Με γρήγορες κινήσεις πια άρχισε να μαζεύει τα σύνεργα του και να ετοιμάζεται να φύγει. Πήρε το χωμάτινο δρόμο προς τη σημερινή Δαιδάλου πάντα χαμογελώντας μου πλατιά κι εγώ σαν μαγνητισμένη τον ακολούθησα. Περίπου στα μισά του δρόμου σταμάτησε. Πήρε να ανεβαίνει μια πέτρινη σκάλα και να σταματά σε μια ξύλινη πόρτα με πελέκια γύρω της. Δεξιά και αριστερά το Αραβικό τείχος και στην δυτική πλευρά ήταν μια μεγάλη συκιά. Ένα ποδήλατο παρατημένο και λίγο πιο κάτω μια σειρά καλαμιές και πέντε έξι κότες να σκύβουν στο χώμα ψάχνοντας για μικρούς σπόρους…
Μου ‘κανε νόημα ν’ ανέβω και άδραξα την ευκαιρία να μπω στο πιο διάσημο φωτογραφείο της εποχής. Απίστευτος τόπος γεμάτος μικρές γυάλινες πλάκες, και αμέτρητες καρτ ποστάλ με φωτογραφίες της πόλης, των χωριών της Κρήτης ολάκερης. Ασπρόμαυρες όλες και πρόσωπα μιας άλλης εποχής. Πορτραίτα γυναικών μα πιο πολύ ανθρώπων με φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα και πλατύγυρα καπέλα. Οικογένειες ολόκληρες, κληρικοί, στρατιώτες και τόποι που δυσκολευόμουν να αναγνωρίσω. Το λιμάνι μας με πάμπολλες καμάρες, τους ταρσανάδες σκέφτηκα και πύλες και τον μικρό Κούλε στην μια του μεριά…
Κι ενώ είχα χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου άκουσα το ρολόι του Αγίου Μηνά να χτυπά δυνατά. Είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να πάω στο σχολείο. Κατέβηκα τρέχοντας την πέτρινη σκάλα και βρέθηκα στη μέση μέση της οδού Δαιδάλου. Κοίταξα γύρω μου ξαφνιασμένη και είδα το είδωλό μου μέσα στη βιτρίνα με τα πολύχρωμα κουβάρια του Κόπακα. Σχεδόν ακούμπησα το πρόσωπό μου στο τζάμι ψάχνοντας να δω… τη σκάλα, το τείχος, τον Μπεχά…
Τίποτα δεν φαινόταν. Ανέβηκα στο ποδήλατο. Κατηφόρισα προς τα Λιοντάρια. Ερημιά ακόμα παντού. Ο πλάτανος εκεί, η Λότζια ολόκληρη πιο κάτω…
Σταμάτησα να πάρω καφέ σε ένα χάρτινο ανακυκλώσιμο ποτήρι γεμάτη εικόνες μιας άλλης εποχής. Ο ήχος της κόρνας ένος ποδηλάτου ακούστηκε στα αυτιά, στο μυαλό, στην ψυχή μου. Σήκωσα τα μάτια και είδα να με προσπερνά μια ψιλόλιγνη φιγούρα με μαύρο φέσι στο κεφάλι, να αφήνει τα πετάλια και σχεδόν να ακροβατεί πάνω στο ποδήλατο…
Οδός Πλάνης ή πλάνη του δικού μου μυαλού… Ταξίδι στα σεντούκια μου, στην Ιστορία!
Αύριο θα φωτογράφιζα το μικρό Ενετικό λιμάνι από την μεριά του Μαρίνα, υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Σε ασπρόμαυρο φόντο….
Ο Ραχμιζαδέ Μπεχαεντίν ή Μπεχά για τους Καστρινούς ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς φωτογράφους στις αρχές του 20ου αιώνα στην πόλη μας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα 1875, πήγε σχολείο στα Χανιά, σπουδές φωτογραφίας στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο περίπου από το 1896 μέχρι και το 1910 όπου επέστρεφε στην Τουρκία. Το φωτογραφείο του ήταν περίπου εκεί που βρίσκεται σήμερα το κατάστημα με κλωστές και κουβάρια της Άννας Κόπακα. Έχει αφήσει σπουδαίο φωτογραφικό υλικό από τα χρόνια που έμεινε στο νησί γυρίζοντάς το λένε με ένα άσπρο άλογο απ’ άκρη σ άκρη.
ΠΗΓΕΣ:
Μανόλης Δερμιτζάκης, Απ όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, εκδ. Δοκιμάκης
Μηνάς Βαρδαβάς, οι φωτογράφοι, εφημερίδα Εθνική Φωνή, 1973
Νίκος Ψιλάκης, περιοδικό ΥΠΕΡ Χ αριθμ. 81, Άνοιξη 2017
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
http://veneratopalianis.blogspot.com/
* Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, υπό έκδοση