Αυτός, γύρω στα 30. Εκείνη περί τα 80.

Του αφηγούνταν με δακρυσμένα μάτια πως είχε χάσει τον άντρα της σε ναυάγιο, πως μόνη της είχε μεγαλώσει και σπουδάσει τα τρία τους παιδιά, πώς τα χρόνια, που περάσαν, όχι μόνον άσπρα μαλλιά, μα και πίεση και ζάχαρο και χοληστερίνη τής κληροδότησαν.

Αργόσυρτο το βήμα της πια και με συνοδεία μπαστουνιού. Καμπούριασε και ασπρομάλλιασε η άλλοτε λυγερή.

Σωρός οι αναμνήσεις και οι εξετάσεις, βουνό τα χάπια. Ταυτόχρονα, όσο ψήλωνε το βουνό των έξω από το σπίτι υποχρεώσεων και για τα εντός έξοδα, τόσο έπεφτε η ούτως ή άλλως πενιχρή της σύνταξη. Ας όψονται οι φόροι και η ακρίβεια! Πούναι το εύγνωμον κράτος πρόνοιας;

Τα δάκρυα κυλούσανε, τώρα, στα μάτια της, ασταμάτητα. Για τα παιδιά της, που, αν δεν έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς, για ένα ξεροκόμματο ψωμί θα έσβηναν τόσα χρόνια σπουδών και δούλοι θα γίνονταν φίλαυτων και φιλοχρήματων αφεντικών. Στα μαύρα της μάτια, που, κοπέλλα όταν ήτανε, φωτιές ανάβανε…

Την άκουγε κοιτώντας συνεχώς το ρολόι του ή/και πληκτρολογώντας στο κινητό του, σιωπηλός και με νεύματα της κεφαλής, φαινόταν ότι την συμπονεί.

“Ο επόμενος!”, ακούστηκε ξάφνου μια φωνή στον προθάλαμο του ιατρείου, εκείνο το πρωί.

Σηκώθηκε, άνοιξε αγχωμένος το βήμα του… “Πρέπει να μπω! Βιάζομαι!” της λέει τραχιά, αν και ήταν η σειρά της…

“Έτσι κάνουν οι άνθρωποι;” σκέφτηκε, σκουπίζοντας τα μάτια της. “Οι άνθρωποι ίσως, οι Άνθρωποι όχι…”

​* Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις εντελώς συμπτωματική και τυχαία!​

* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος