Δανείζομαι τον τίτλο του απαγορευμένου για πολλά χρόνια μυθιστορήματος του Τζέιμς Κέιν «Ο ταχυδρόμος κτυπάει πάντα δυο φορές» και επιστρέφω στον Λάκκο λίγους μήνες μετά από εκείνη την βροχερή βραδιά που ένα ζευγάρι σκονισμένες και ξεχασμένες κόκκινες γόβες ήταν η αιτία να ταξιδέψω σε περασμένες εποχές και ιστορίες πικάντικες.

Πήρα λοιπόν και πάλι το ποδήλατο μου κι έψαξα να βρω το ίδιο σημείο. Ψιλόβρεχε σήμερα το πρωί αλλά η περιέργεια μου δεν έδινε σημασία στα καιρικά φαινόμενα.

Ήθελα να δω αν ήταν ακόμα εκεί το «παραμύθι» μου. Και ναι, ήταν!

Χαμογέλασα πλατιά, ούτε εγώ δεν το πίστευα πως κανένας δεν τις είχε αγγίξει από εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη, κι έστρεψα το βλέμμα μου στην μπουγάδα που κρεμόταν από ένα παράθυρο στο διπλανό σπίτι…

Ρυάκι είχε φτιάξει το νερό της βροχής κι έτρεχε πάνω στο τσιμέντο με δύναμη να ανταμώσει κι άλλα λίγο πιο κάτω.

Κι όπως κοιτούσα την βροχή, τις γόβες, το στενό δρομάκι άκουσα μια πολύ δυνατή φωνή τούτη φορά.

 

-Ακούουουσατε,  ακούσατεεεεε!  o διάσημος καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Μόλλας με όλη του την κομπανία έρχεται στο Μεγάλο Κάστρο αύριο το βράδυ. Μαζί του ο κλαρινίστας και σπουδαίος μαέστρος Γιάννης Χριστόπουλος…

-Ήντα φωνάζεις ορέ  Νικολό**, πρωί πρωί και μας ξεκούφανες ούλους. Πάγαινε παραπέρα. Καραγκιόζηδες και κουραφέξαλα!  του αγριοφώναξε η Λολώ*, γνωστή «γυναίκα» του Λάκκου.

-Πες μου εμένα, πού, πού θα έρθει ο Μόλλας, τον ρώτησα γεμάτη έκπληξη και λαχτάρα.

Εκείνος κοίταξε μια εμένα και μια τις κόκκινες γόβες που κρατούσα αγκαλιά και μου απάντησε με μια στεντόρεια φωνή που αντιλάλησε ίσαμε την πλατεία του Λάκκου:

-Στο θέατρο του Πουλακάκη, στο κλειστό,  και η παράσταση είναι «Οι Γάμοι του Καραγκιόζη» και αν θες να πας και το άλλο Σάββατο θα παίζει, λέει, το : «Ο καραγκιόζης Ναύαρχος».

Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Ο Μόλλας που είχα σε αντίγραφα όλες του τις φιγούρες από ένα παλαιοπωλείο που τις είχα βρει κάποτε στο Παρίσι, θα ήταν εδώ, στην πόλη μας, αύριο το βράδυ κι ίσαμε το τέλος της εβδομάδας.

Ο Νικολός** συνέχισε το δρόμο του κι η Λολώ* κάρφωσε τα μάτια της στις γόβες  κι ένα τρανταχτό γέλιο ακούστηκε πάλι στο μακρύ στενό …

-Ώρα σου είναι να πας με τούτησες τις γόβες στο θέατρο του καραγκιόζη; Να μου τις δώκεις εμένα  κυρά που ‘χω απόψε να δω τον Αρίστο** τον Μόρτη που λείπε δυο μήνες από το Κάστρο…

Δεν πρόλαβα να απαντήσω κι η Λολώ* μου κλείσε κατάμουτρα την πόρτα της. Στο στενό είχε φανεί ο πασίγνωστος ρεμπέτης και  Καλντιριμιτζής «Τζαβέλας»* κι εκείνη δεν ήθελε πολλά πολλά τραβήγματα ούτε κουβέντες μαζί του. Πρόλαβα ίσα ίσα κι είδα το ημερολόγιο που κρέμονταν από ένα καρφί στον τοίχο :

«Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 1929!»

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και ας ανοιγόκλεισαν απότομα με το δυνατό τράνταγμα όταν έκλεισε η πόρτα της Λολώς*…

Την ήξερα την ιστορία του «Τζαβέλα»*. Χρόνια πριν στην Πλατιά Στράτα είχε γίνει μια συμπλοκή με τους δυο φημισμένους νταήδες που σύχναζαν στον Λάκκο τον «Τζαβέλα» και τον «Αντώνακα»*. Η χρήση όπλων και μαχαιριών τους οδήγησε σε σύλληψη και αφού καταδικάστηκαν, τους πήγαν στη φυλακή στο κέντρο της πόλης (εκεί που είναι σήμερα το πάρκο του Θεοτοκόπουλου).

Ωστόσο κάποιοι Λακουδιανοί τους βοήθησαν να αποδράσουν. Θρύλος γίνανε τούτα τα κατορθώματα κι ο «Τζαβέλας»* ακόμα και τότε στα 1929 ήταν άνδρας γοητευτικός και μόρτης και επιθυμητός από κάθε γυναίκα.

Λέγαν πως η ομορφιά του ήταν ξακουστή, το είδα κι εγώ!

Καλοντυμένος με  γυαλισμένα παπούτσια, με κόκκινο ζωνάρι στη μέση του, με μπόλικη μπριγιαντίνη στα μαλλιά και χωρίστρα στη μέση. Στριφτό μουστάκι, παντελόνι και σακάκι ατσαλάκωτο, με ένα μανίκι μόνο φορεμένο, που έρχονταν  σε αντίθεση με τις λασπουριές του μακρύ σοκακιού.

Οι «Γυναίκες» του Λάκκου αν και τον λαχταρούσαν όλες τους, την ίδια ώρα κρύβονταν σαν εκείνος έβγαινε σεργιάνι στα «σπίτια » τους, είτε πεζός ή καβαλάρης στο άλογο του. Ορμούσε στα «σπίτια», τους έπαιρνε τα χρήματα τους κι ύστερα ‘λεγαν πως τα σκορπούσε μόνο και μόνο για  τη διασκέδασή του.

Τον είδα να μπαίνει μέσα στο «σπίτι» που «δούλευε» η Νινή*. Αναστεναγμοί, γέλια μα και παρακάλια ανακατευτήκαν, κι αλάργεψα το βήμα μου, δεν ήθελα να ξέρω τι γινόταν. Κι όσο προχώρησα άκουσα μια μελωδία νοσταλγική. Ο ξακουστός ταβερνιάρης και λατερνατζής ο Μανώλης ο «Κατσαρός» είχε κουρδίσει τη λατέρνα κι έπαιζε  εκείνο το σκοπό του γνωστού άσματος: «Σάλα – σάλα».

Μυρωδιές, μουσικές, φωνές, γέλια, όλα ανακατευτήκαν όσο πλησίαζα την μικρή πλατεία. Συνέχισα με βήμα ακόμα πιο γρήγορα κι έστριψα στην οδό Σπιναλόγκας. Δυο τρεις «γυναίκες» άπλωναν τα χέρια τους να πάρουν τις κόκκινες γόβες που συνέχιζα να σφίγγω δυνατά μπροστά στο στήθος μου.

Η Πιπίτσα* έκανε ένα βήμα να ‘ρθει ακόμα πιο κοντά μου. Φορούσε μόνο μια φούστα πάνω της, που κολλούσε στα μεριά της κι έδειχνε το καλλίγραμμο σώμα. Τα στήθη της σε κοινή θέα, στητά, προκλητικά και από τα κατακόκκινα χείλη της κρέμονταν ένα τσαλακωμένο τσιγάρο.

Άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση εκεί που ήταν κάποτε το «μικρό Χαμαμάκι» μα τα μάτια μου πέσανε σε μια αλλόκοτη εικόνα όσο απομακρυνόμουν από τη φασαρία της πλατείας και τα έριξα μέσα στην χαμηλοτάβανη κάμαρα του τεκέ…

Έξι με εφτά άνδρες κάθονταν σταυροπόδι σε σχήμα κύκλου. Κατάλαβα πως όλο τούτο ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία και θυμήθηκα πώς είχα διαβάσει πολλά για την χασισοποτεία στον Λάκκο. Από αριστερά προς τα δεξιά, πρώτος πρώτος καθόταν ο «Πατέρας», ένας μάγκας που εκτελούσε χρέη συντονιστή κι αρχηγού.

Διπλά του στη σειρά οι υπόλοιποι μάγκες που ήταν πολύ σεβαστοί στους κύκλους τους και τελευταίοι οι πιο νέοι χρήστες, τα μορτάκια.

Ο «Πατέρας» άναψε τον ναργιλέ, τράβηξε την πρώτη τζούρα και η περιφορά του ξεκίνησε. Δυο τρεις φορές «γύρισε» ο κύκλος κι είδα ανθρώπους σα χαμένους να κλυδωνίζονται και να κλείνουν τα μάτια από την απόλαυση και …το μαστούρωμα.

Κι αρχίσανε τα δίστιχα, χασικλίδικα  τραγούδια κι ένας «ντερτιλής» μάγκας πήρε να τραγουδά με μια φωνή που τρέλαινε τους πάντες. Ένας άνδρας από τον κύκλο σηκώθηκε να «ρίξει » τη γύρα του. Αργός, αντρίκιος, μετρημένος χορός, ζεϊμπέκικο ατομικό  για να ΄χει το σέβας που άρμοζε στην ομάδα…

Είδα τότε το Φροσάκι* που μου κάνε νόημα να φύγω από εκείνο …το παράθυρο. Τρόμαξα για μια στιγμή, ήταν αλήθεια επικίνδυνο ή μήπως ήθελε κι εκείνη να μου πάρει τις κόκκινες γόβες μου. Άρχισα να τρέχω κι επέστρεψα στο σημείο που τις είχα πρωτοδεί. Τις ακούμπησα πάλι στο ίδιο σημείο και κοίταξα ψηλά το παράθυρο με την μπουγάδα. Μια όμορφη κοπέλα με κοίταζε κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της, και χαμογελώντας μου.

Πήρα το ποδήλατο και προσπάθησα να αποφύγω τις λακκούβες υπαρκτές και φανταστικές  του Λάκκου και να κλείσω και τούτην την ιστορία για σήμερα…

*Υπαρκτά πρόσωπα στον Λάκκο

**Μυθιστορηματικοί χαρακτήρες

ΠΗΓΕΣ:

Γιάννης Ζαϊμάκης, Καταγώγια ακμάζοντα στον Λάκκο Ηρακλείου, εκδ. Πλέθρον, 2008

Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ, Μύστις, Μάρτιος 2022