Μουσκέψανε όλα χθες βράδυ… 

Ασταμάτητη βροχή, σιγανή, ερωτική, σαν απαλό χάδι πάνω σε κορμί διψασμένο… 

Έφευγε ο μήνας των χρωμάτων κι ερχόταν εκείνος που έσπερνε τη ζωή… 

Κανείς δεν νοιαζόταν για τούτες τις αφίξεις… 

Όλες οι πόρτες ερμητικά κλειστές…  

Και τα παράθυρα με τραβηγμένες κουρτίνες να σκεπάζουν τις ομορφιές ή τις ασχήμιες του κόσμου πίσω από φώτα μουντά, κάποιες φορές έντονα κι άλλοτε κιτρινωπά … 

Σας το ‘χω πει πως κάποιες φορές στο δρόμο μου συναντώ παραμύθια κι ιστορίες αλλοτινών καιρών.

Κάθομαι τότε δίπλα τους και ξεκινάμε κουβέντες από κείνες που γεμίζουν νοσταλγία, δάκρυα χαράς, μα καμιά φορά και λύπης… 

Απόψε κι ας έβρεχε, πότε πότε δυνατά σεργιάνισα σ΄ ένα από αυτά τα παραμύθια…  

Το ποδήλατο προφυλαγμένο σε μια πυλωτή της περιοχής, έδωσε χώρο στο περπάτημα σε γειτονιές που κάθε γωνιά τους και μια ιστορία, κάθε πατημασιά κι ένας αναστεναγμός. 

Στον Λάκκο βρέθηκα που ’ναι σκαμμένοι όλοι οι δρόμοι και γίνονται ποτάμια χωμάτινα, τώρα που πέφτει η  βροχή. Κι έτσι σκυφτή στα σκοτεινά συλλογιζόμουνα και σχεδόν μύριζα εκείνο τ’ άρωμα που ’χε τούτη η συνοικία, η Σετουρνά,  των χρόνων της Κρητικής Πολιτείας κι ακόμα πιο μετά, λίγο πριν καταφθάσουν οι Πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία.   

Κι ήταν μεγάλη η αστραπή που μ’  έκανε να σηκώσω το κεφάλι και να αντικρύσουν τα μάτια μου την πιο «μαγική» εικόνα της βραδιάς.  

Δυο κόκκινες σκονισμένες γόβες στο περβάζι ενός παραθύρου ή μήπως ντουλαπιού. Αφημένες στη λήθη και στα χαλάσματα… 

Τις πήρα στα χέρια μου και πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο,  άκουσα γέλιο τρανταχτό, γάργαρο και κουβέντες  παστρικές από γυναικείες φωνές. Έστρεψα τα μάτια μου κι είδα την Τουρκάλα την Σαντέτ*… Με ένα κατακόκκινο φόρεμα που ‘χε βαθύ ντεκολτέ, τόσο πολύ που τα στήθια της πεταγόντουσαν έξω. Τα μαλλιά της κι εκείνα στο χρώμα της φωτιάς  χύνονταν στους ώμους. Κοκκινάδι στα μάγουλα μπόλικο και τα χείλη μισάνοιχτα, ηδονικά στημένα και εκείνα κατακόκκινα. Και ακόμα πιο πολλή μπογιά είχε στα μάτια και τα φρύδια γαϊτάνι κυρτό, κατάμαυρα… Ακουμπούσε σε μια στενή πόρτα κι έλαμπε ο κόσμος γύρω της από τα κάλλη και τα έντονα χρώματα…  

-Καλώς τηνα… με καλησπέρισε καρφώνοντάς  με ίσια στα μάτια όλο απορία! 

-Καλησπέρα, απάντησα κι εγω, λίγο έκπληκτη κοιτώντας πότε τις γόβες, πότε εκείνην και τριγύρω να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε…. 

-Ποιος άνεμος σ’ έφερε στα μέρη μας; Δεν φαίνεσαι τση γειτονιάς, κι έλα στη μπάντα* γιατί τηρώ το σοκάκι να περάσει κανένας μπαλαμός* για καμιά «τούλα»*. 

Κατάπια τη γλώσσα μου κι άπλωσα το βλέμμα μου τριγύρω, σταματώντας σε ό,τι άφηνε να φανεί η πόρτα που σκέπαζε με τα κάλλη της η Σαντέτ… Ένα γραμμόφωνο φαινόταν μπροστά μπροστά με ένα χωνί γαλάζιο με μικρά κλαδάκια ζωγραφισμένα γύρω γύρω… 

Κι ένα ντιβάνι χαμηλό με ένα χράμι μπορντό καλυμμένο… 

Μακρόσυρτος ανατολίτικος αμανές ακουγόταν από μέσα και από το ταβερνείο πιο κάτω μας αναστάτωσαν δυνατές φωνές. Πάλι είχαν διαφορές οι κουτσαβάκηδες* μεταξύ τους. Στην απέναντι πόρτα που άνοιξε με δύναμη φάνηκε η κοκέτα η Όλγα*.  

Κοίταξα ξανά, μια τις γόβες, μια εκείνη όμως και πάλι δεν τόλμησα να μιλήσω. Το άρωμά της μεθυστικό και τα τεράστια καφέ μάτια της σκορπούσαν λάγνα βλέμματα τριγύρω της.

Πίσω της ακριβώς και σπρώχνοντάς την βγήκε στο καλντερίμι η Λόλα* που λέγαν πως ήταν θεότρελη με τα καμώματά  της και πως όλοι οι μάγκες, οι καλντιριμιτζήδες*  και τα μουρμούρια* ήθελαν να γευτούν το σώμα της…. 

Προχωρούσα σαν μαγεμένη να φτάσω στην μικρή πλατεία κι άκουσα τότε βήμα βαρύ στο καλντερίμι. Τον αναγνώρισα, κι ειχα ακούσει πολλά για αυτόν, ο «Καλαϊτζής» ήταν  ο χεροδύναμος βαρκάρης και από τους πλέον αναγνωρίσιμους Καλντιριμιτζήδες. Στο λιμάνι λέγαν πως μπορούσε με μίαν ανάσα να σηκώσει τη βάρκα με τα χέρια του και να την πετάξει στη θάλασσα… 

Κι ύστερα σαν βρέθηκα στην άκρη της πλατείας του Λάκκου δεν ήξερα τι να πρωτοδώ. Βαβούρα μεγάλη, μουσικές από σαντούρια μέσα από τους τεκέδες. Ένας λατερνατζής, ο «Κατσαρός», γνωστός ταβερνιάρης του Λάκκου, απόδιωχνε δυο νταήδες που πήγαιναν να μαλώσουν.

Η λατέρνα έπαιζε ένα τραγούδι από εκείνα που ξεσήκωναν όλη τη συνοικία και άρωμα από  τους ναργιλέδες είχε απλωθεί παντού. Μεγάλος σαματάς ξεκίνησε μια στιγμή, λέγαν πως είχε φανεί από μακριά ο αγαπητικός της Μαρίτσας της Σμυρνιάς, κι εκείνη μόλις είχε μπει στο «σπίτι» με ένα μπαλαμό… 

Δεν ήθελα να σκεφτώ τι θα επακολουθούσε κι άνοιξα γρήγορο βήμα κρατώντας πάντα σφιχτά τις δυο κόκκινες γόβες.  Και τότε χωρίς να το καταλάβω βρισκόμουν πάλι μπροστά σε εκείνο το παράθυρο  ή ντουλάπι. Άφησα τα κόκκινα γοβάκια και τις ιστορίες πάνω στο σκονισμένο ξύλο και έσβησαν και τα κόκκινα φώτα του «Λάκκου.»  

Η βροχή είχε σταματήσει, ακουγόταν μόνο το νερό που έτρεχε στην άκρη των σκαμμένων δρόμων…  

Πήγα να πάρω το ποδήλατό μου. Σκοτάδι παντού, απόλυτη σιωπή.  

Άναψα το φανάρι και το έστριψα προς το… παράθυρο.  

Οι γόβες είναι ακόμα εκεί…  

Ίσαμε την επόμενη ιστορία που θα ‘χει πιο πολλή ζωή από τούτη την παρατημένη συνοικία, την Σετουρνέ και πολλά ρουμπινίστικα* λόγια! 

  

*Τρουρκάλα Σαντέτ = Υπαρκτή πόρνη, φημισμένη για την ομορφιά της. Αργότερα έγινε πατρόνα 

*μπάντα = άκρη 

* μπαλαμός = πελάτης πορνείου 

*τούλα = τάληρο  

*Ολγα, Λόλα, πόρνες που έζησαν στο Λάκκο στα 1904-5 

*Καλντιριμιτζής ή κουτσαβάκης = Χριστιανός νταής που κυκλοφορούσε τη νύχτα και εκμεταλλευόταν διάφορες καταστάσεις και κυρίως λέσχες τυχερών παιχνιδιών. 

*Μουρμούρης = Τύπος μάγκα που σύχναζε στο λιμάνι 

*Ρουμπινίστικα = Διάλεκτος των πορνών  

  

ΠΗΓΕΣ: 

Μανόλης Δερμιτζάκης, Απ όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, εκδ. Δοκιμάκης 

Εφημ. Ελευθ. Σκέψη, φύλλο 7/11/1928 

Εφημ. Ελπίς, φύλλο 20/8/1908 

Γιάννης Ζαϊμάκης, Καταγώγια ακμάζοντα στον Λάκκο Ηρακλείου, εκδ. Πλέθρον, 2008 

Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ, Μύστις, υπό έκδοση.