«Μα εγώ πιστεύω πως έφυγες σαν ένα ρόδο που κουράστηκε ν’ ανθίζει»

Χριστόφορος Λιοντάκης

Έχουν γραφτεί και θα γραφούν πολλές κριτικές για τον ποιητή Χριστόφορο Λιοντάκη, που “έφυγε” για το βασίλειο της σιωπής πριν λίγες μέρες και κηδεύεται σήμερα στην Αθήνα. Η ποίησή του παραμένει ως μια άλλη φωνή που θα μας χαρίζει πάντα στιγμές ευτυχίας και θα μας μεταφέρει σε μια άλλη διάσταση απ’ όπου θα μπορούμε να αντλούμε δύναμη, ώστε να δίνουμε απαντήσεις στο παράλογο της ζωής και του θανάτου.

Ύμνησε τον έρωτα, το φως και την τραγική αγωνία που συχνά πληγώνει, αλλά δικαιώνει τη ζωή μας. Όταν χάνεται ένας φίλος, έχεις την αίσθηση ότι χάνεις ένα μέρος του εαυτού σου. Αδυνατείς να συνομιλήσεις πια και αναγκαστικά μονολογείς ανακαλώντας στιγμές αποσπασματικές από τη μνήμη.

Με τον Χριστόφορο γνωριστήκαμε στη δικτατορία το 1969. Υπηρετήσαμε μαζί στο 98 Σ.Π. λίγο πιο πέρα από το αεροδρόμιο. Η παρουσία του με βοήθησε, ώστε να γίνουν υποφερτές οι δύσκολες μέρες. Μου έδινε δύναμη και ελπίδα. Ήταν και ‘κείνος  μαθητής του Δημήτρη Πλάκα. ‘Εκτοτε συνδεθήκαμε στενά και χαιρόμουνα κάθε φορά που δεχόμουνα ένα νέο του βιβλίο με ζεστή αφιέρωση.

Ήταν πάντα σεμνός, με μια ευγένεια και διάθεση προσφοράς. Εκείνος είχε γεννηθεί στο ‘Ινι Μονοφατσίου και στο τελευταίο του βιβλίο «Ο μεγάλος δρόμος» αποτυπώνει τις παιδικές του αναμνήσεις. Έχω κι εγώ πολλούς συγγενικούς και φιλικούς δεσμούς με το χωριό του. Το πατρικό του σπίτι το δώρισε στον Πολιτιστικό Σύλλογο να γίνει Λαογραφικό Μουσείο. Είναι ένας Σύλλογος που διακρίνεται για τη δράση και την προσφορά του. Πιστεύω ότι και ο Δήμος Ηρακλείου και το Ίνι θα τιμήσουν επάξια την μνήμη του ποιητή και του ανθρώπου.

Δεν είναι πάντα αρμονικά δεμένες η ζωή και το έργο των δημιουργών. Στον Χριστόφορο και το έργο και η ζωή του αποπνέουν μια βαθιά ανθρωπιά. Αγάπησε τον τόπο του και τους ανθρώπους. Τίμησε τον ρόλο του πνευματικού ανθρώπου και το χρέος και την ευθύνη που οφείλουμε να ανταποδίδουμε πάντοτε για το μεγάλο δώρο που μας χαρίστηκε, τη ζωή.

Σε άλλο χώρο και τόπο ίσως να μιλήσω αναλυτικότερα για τη μεγάλη προσφορά του στα Γράμματά μας. Στο σημερινό μου σημείωμα απλώς θα δώσω δυο μικρά παραθέματα από την ποίηση και τα πεζά του κείμενα.

«Επιμύθιο»

Ό,τι αρνήθηκε να μπει

στις λέξεις αυτές

για κάποιους άλλους

είναι προορισμένο.

Άλλοι σίγουρα θα διαβάσουν

τον κόσμο καλύτερα από ‘μένα.

«Μετ’ ευχαριστήσεως»

Κρυμμένο στο μαύρο

πρόβαλε το πρόσωπό της

καθώς άνοιξε η ξύλινη μεσόπορτα

που με ασβέστη την είχαν καλύψει

και τρόμαξαν οι φιλέσπερες

σαλαμάνδρες.

Με το βλέμμα κάτω προχώρησε

στο τραπέζι

με τα φαγητά, το  χυμένο κρασί

τα χαρτιά και τις σφραγίδες.

Την ρώτησαν και είπε πως δεν ξέρει

να γράφει.

Την ξαναρώτησαν αν συναινεί

να πωληθεί ο ελαιώνας

για τις σπουδές του …

«Με τ’ ευχαριστήσεως»,

και φωτός ανάσες

γέμισαν τα βαθουλώματα

στο πρόσωπό της.

«Ο μεγάλος δρόμος»

«Οι βιόλες ανθίσανε, γιαγιά, και οι αγριοτριανταφυλλιές. Γιατί αργούν τα εκατοντάφυλλα; Έτσι πρέπει. Για να έχουμε για πολύν καιρό ρόδα. Ένα μέρος του περιβολιού βαθύ καφέ, παραφωνία στο πράσινο. Ο πατέρας το προόριζε για τα καλοκαιρινά λαχανικά. Το όργωσε, το έσκαψε, ξανά και ξανά. Πάνω του περίεργα σημάδια, ιερογλυφικά, που άφησαν μικρά άγρια ζώα από τα νυχτερινά ερωτικά παιχνίδια τους».