Τους τελευταίους μήνες γινόμαστε μάρτυρες συχνών καινούργιων δημοσκοπήσεων, διαφόρων εταιρειών, που στοχεύουν στην καταγραφή των απόψεων των πολιτών απέναντι στους πολιτικούς σχηματισμούς σε σχέση πάντα με τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Το ενδιαφέρον όλων είναι τα αποτελέσματά τους, τα οποία λίγο πολύ ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους, δίνοντας  στον νυν πρωθυπουργό την μεγαλύτερη αποδοχή  από την κοινωνία και την σχετικά άνετη κυριαρχία του στο πολιτικό σκηνικό και στους αντιπάλους του.

Ταυτόχρονα, δεν περνάει απαρατήρητο το γεγονός ότι  αρκετοί δείκτες που αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών είναι σαφείς ως προς τη δυσαρέσκειά τους σε κρίσιμους τομείς της καθημερινότητας. Την ακρίβεια των αγαθών, συγκεκριμένα, την ασφάλειά τους, το παραπαίον επίπεδο  υγείας  το οποίο ακόμα βρίσκεται υπό διαμόρφωση από το αρμόδιο υπουργείο, την παιδεία και τόσα άλλα.

Μεταβαίνοντας την ίδια στιγμή στο αλλοπρόσαλλο, λόγω της συχνότητας που έρχεται στο προσκήνιο, επίμαχο ερώτημα, ποιος δηλαδή είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός, εδώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δείχνει να μην έχει αντίπαλο, με ποσοστά που περιστρέφονται γύρω από το 30%, παρά την απογοήτευση πολλών, τον θυμό και την απελπισία τους απέναντι στην πραγματικότητα. Ή πιο σωστά έχει τον… ‘Κανένα’. Όλοι οι άλλοι γνωστοί ηγέτες από τα πολιτικά κόμματα, για περίεργο λόγο, βρίσκονται στο αστερισμό του κάτω του 10%!

Μια καινούργια παράμετρος των δημοσκοπήσεων είναι ότι οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η περίπτωση του δραματικού και πολύνεκρου δυστυχήματος των Τεμπών οφείλει να βρίσκεται συνεχώς μπροστά, παρά την απόρριψη της δυσπιστίας από τις εργασίες της Βουλής πριν λίγο καιρό. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι και οι ψηφοφόροι της ΝΔ έχουν την ίδια άποψη με το γενικό σύνολο της κοινωνίας. Ταυτόχρονα παρατηρούμε ότι το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης ζητάει για τους δικούς του λόγους εκλογές, αλλά μικρή απήχηση έχει η πρότασή του ή σωστότερα η επιθυμία του για να χρησθεί οριστικά ο δεύτερος πολιτικός σχηματισμός αφήνοντας πίσω και μακριά του το κόμμα του ΠΑΣΟΚ.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε την αναμφισβήτητη κυριαρχία της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά και την αδυναμία της αντιπολίτευσης να καρπωθεί την καθόλου μικρή της  φθορά, η οποία κυμαίνεται κάπου στο 5% της προηγούμενης δύναμής της και να παρουσιασθεί δημόσια ως η εναλλακτική λύση διακυβέρνησης της χώρας. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των διαπιστώσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι ότι ένα μικρό μεν αλλά σοβαρό τμήμα των ψηφοφόρων ολισθαίνει προς τα άκρα, κυρίως προς τα δεξιά της ΝΔ, όπου εμφιλοχωρεί ικανή δόση λαϊκισμού, εύκολων και ανέξοδων υποσχέσεων και βεβαίως συνωμοσιολογίας. Το μεγάλο ερώτημα είναι πλέον αν, και κατά πόσο, η κυβέρνηση είναι σε θέση να ανακόψει την καθόλου αμελητέα δημοσκοπική κατρακύλα της και να στρέψει υπέρ της τις δημοσκοπήσεις και φυσικά την ψήφο των πολιτών στις εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου, η οποία μπορεί μεν να αφορά το ευρωκοινοβούλιο, αλλά θα σηματοδοτήσει σίγουρα πολλά και για το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο της χώρας μας.

Μαζί με τις προφανείς αγωνίες της κυβέρνησης, συμβαδίζουν και εκείνες των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, με κυριότερο το ερώτημα αν θα μπορέσει να παρουσιασθεί ένα ισχυρό κόμμα εκεί ως αντίπαλο δέος της κυβέρνησης. Ο μεταλλαγμένος σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, ΣΥΡΙΖΑ, και έχοντας οριστικά απαλλαγεί από πολλές λεπτομέρειες της δήθεν αριστερής εκφοράς λόγου των προηγούμενων γνωστών στελεχών του τα οποία μετακόμισαν ήδη αλλού, δείχνει μια νέα προσπάθεια για να καθιερωθεί ο δεύτερος πόλος βοηθούμενος αρκετά από την δραστήρια  προσωπικότητα του ηγέτη του, παρά την μειωμένη του πείρα στα πολιτικά δρώμενα του τόπου.  Όμως δεν φαίνεται και ικανός να διεκδικήσει, για την ώρα τουλάχιστον, και την πρωτοκαθεδρία. Το πολλαπλώς λεηλατημένο ΠΑΣΟΚ, αντίθετα, παρά τα νέα στελέχη που εισέρρευσαν στους κόλπους του, βρίσκεται καθηλωμένο στα γνωστά ποσοστά, αδυνατώντας να βρει τον επιθυμητό του ρυθμό.

Η κατάσταση όπως εξελίσσεται, μάλλον έχει παγιωθεί και όλοι αναμένουν τα αποτελέσματα των εκλογών για παραπέρα σκέψη, αποφάσεις και βηματισμό.