Έχουν περάσει σχεδόν έξι μήνες (Μάης 2017) από την έκδοση ενός εξόχως ενδιαφέροντος βιβλίου που σχετίζεται με την κρητική παράδοση και συγκεκριμένα με το κρητικό δημοτικό τραγούδι. Πρόκειται για τον πνευματικό μόχθο του αναπληρωτή πρύτανη και καθηγητή στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, κ. Γιώργου Ανδρειωμένου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Ι. Σιδέρης” με τίτλο «Πότε θα κάνει ξαστεριά. Από τις ρίζες των Λευκών Ορέων στην πανελλήνια χρήση».

Ενώ το βιβλίο πραγματεύεται ένα κατεξοχήν κρητικό θέμα, το ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά», έρχεται να ερεθίσει όχι μόνον τις συνειδήσεις των Κρητικών αλλά των Ελλήνων στο σύνολό τους. Ο καθηγητής Ανδρειωμένος παρουσιάζει και ερμηνεύει με εξαιρετική μαεστρία και γνώση τον μετασχηματισμό ενός κρητικού ριζίτικου τραγουδιού σε πανελλήνιο και απέδειξε ότι ένα τραγούδι που πλάστηκε στις πλαγιές των Λευκών Ορέων και τραγουδήθηκε σε όλη την Κρήτη, ταξίδεψε τη θάλασσα του Κρητικού Πελάγους, κατέκτησε τον ελλαδικό χώρο και μετουσιώθηκε σε σύμβολο των απανταχού της Ελλάδας καταπιεσμένων, που έχουν τη δύναμη και τη διάθεση να ορθώσουν το μπόι τους και να αγωνιστούν για να σπάσουν τα δεσμά οποιαδήποτε μορφής δουλείας και να κατακτήσουν τη λευτεριά τους, ακόμα και αν αυτή αφορά στην απαλλαγή από τις μεταπολεμικές διεφθαρμένες κυβερνήσεις, την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών ή τα πολυσυζητημένα σήμερα μνημόνια.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ένα γλωσσικό – στην περίπτωση της Ξαστεριάς και μουσικό – σύμβολο με κρητική καταγωγή αποκτά πανελλήνιες διαστάσεις. Υπενθυμίσω ότι η πολεμική ιαχή «Αέραααα!», που ήχησε σε όλους τους πολέμους που εξελίχθηκαν στην Ελλάδα τον 20ου αιώνα, είναι κρητικιά, «συμπατριώτισσά» μας. Ήταν το λεκτικό πείραγμα των Ηρακλειωτών στον Μουλά Μουσταφά, έναν επαίτη συντοπίτη τους.

Κάθε φορά που οι αγυιόπαιδες της πόλης τού φώναζαν «Αέραααα! Αέραααα!», αυτός έφευγε τρέχοντας…. Αυτή την ιαχή χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι Κρήτες εθελοντές στους Βαλκανικούς Πολέμους και αργότερα στον Πρώτο Μεγάλο πόλεμο προς τους εχθρούς, για να κάνουν ότι έκανε κι ο τρελός της γειτονιάς: να εξαφανιστούν! Το «Αέραααα!» αφομοιώθηκε από τον ελληνικό στρατό και ήχησε ένδοξα στον Β’ Μεγάλο Πόλεμο στα χείλη όλων των στρατιωτών και όλων των Ελλήνων.

Έπαψε να είναι κρητικό. Έγινε πανελλήνιο, παίρνοντας εξέχουσα θέση στην ψυχή και στη συνείδηση όλων των Ελλήνων.  Κάτι ανάλογο συνέβη και με το τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Έσπασε τα στενά όρια των Λευκορείτικων χωριών, έγινε παγκρήτιο και κατέληξε πανελλήνιο. Σήμερα τραγουδιέται μέσα και έξω από τα όρια της χώρας, παντού όπου υπάρχουν Έλληνες. Μετουσιώθηκε σε πνευματική παρακαταθήκη του κάθε αγωνιζόμενου Έλληνα ξεχωριστά. Αυτό απέδειξε με το βιβλίο του ο Γιώργος Ανδρειωμένος.

Το συγκεκριμένο τραγούδι πρωτοτύπησε και ως προς τούτο: τραγουδημένο από την ανεπανάληπτη φωνή του Νίκου Ξυλούρη σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου έγινε το πρώτο κρητικό τραγούδι που ξέφυγε από τα όρια της Κρήτης, διαχύθηκε στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα και αφομοιώθηκε ως στοιχείο ενός κοινού λαϊκού πολιτισμού. Για τους ασχολούμενους με το δημοτικό τραγούδι είναι γνωστό πως δεν υπάρχει άλλο παρόμοιο δείγμα. Η Κρήτη αφομοίωνε τραγούδια της ηπειρωτικής ή νησιωτικής Ελλάδας, δεν συνέβαινε όμως και το αντίθετο.  Ένα – δυο κρητικά τραγούδια που διαχύθηκαν στην Πελοπόννησο και είχαν τοπική χρήση δεν ανατρέπουν αυτόν τον κανόνα.

Αντίθετα η «Ξαστεριά» ταξίδεψε σε όλα τα νησιά της χώρας, στη Θράκη, στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Τραγουδιέται από Νησιώτες, Θρακιώτες, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Βορειοηπειρώτες, Βλάχους, Σαρακατσαναίους, Αρβανίτες, Πόντιους, Πελοποννήσιους, Ρουμελιώτες, επαρχιώτες και πρωτευουσιάνους χωρίς καμία διάκριση. Με μια μόνο προϋπόθεση: να αισθάνονται καταπιεσμένοι και να έχουν διάθεση να ορθώσουν το ανάστημα και το χέρι… Η καταπίεση το φέρνει στην άκρη της γλώσσας σχεδόν ανεπαίσθητα. Η λέξη «ξαστεριά» γίνεται τότε συνώνυμη της «λευτεριάς».

Το τραγούδι διαχύθηκε και αφομοιώθηκε αυτούσιο. Η γλώσσα του δεν έχει δυσνόητα στοιχεία της κρητικής διαλέκτου. Ανταποκρίνεται σχεδόν στη νεοελληνική κοινή και γι’ αυτό γίνεται κατανοητό από όλους, χωρίς την ανάγκη απλοποιήσεων ή γλωσσικών παραλλαγών. Παραλλάσσεται μονάχα σε κάποιες περιπτώσεις, για να προσαρμοστεί, ως πολιτικό σύνθημα και σύμβολο, στις απαιτήσεις των καιρών.  Τέτοια παραδείγματα αναφέρονται πολλά στο βιβλίο.

Είναι αξιοπρόσεκτο πως σε μια εποχή ηλεκτρονική, μοντέρνα, αντιπαραδοσιακή ένα στοιχείο της παράδοσης να αποκτά τέτοιες διαστάσεις. Προσωπικά δεν μου έρχεται στο νου άλλο σχετικό παράδειγμα. Σε μικρότερη έκταση έγιναν πανελληνίως αποδεκτά τα δίστιχα ευχετήρια sms και το τραγούδι «Άστρα μη με μαλώνετε», όταν τραγουδήθηκε από τον Μανόλη Λυδάκη. Κανένα όμως δεν έφτασε την «Ξαστεριά».

Τα ριζίτικα, λοιπόν, στο προσκήνιο…. Ελάχιστες είναι οι φορές που ένας πανεπιστημιακός ασχολείται σοβαρά με τον κρητικό λαϊκό πολιτισμό και ειδικότερα με το ριζίτικο τραγούδι και να το εκδώσει σε αυτοτελές βιβλίο. Τα πρωτεία κατέχει ο καλός φίλος καθηγητής Ερατοσθένης Καψωμένος με το βιβλίο «Το σύγχρονο ιστορικό τραγούδι στην Κρήτη».

Ο ίδιος έχει βέβαια δημοσιεύσει αρκετές μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους, όπως και ο καθηγητής Γρηγόρης Σηφάκης, ο οποίος τοποθετεί το χαρακτήρα του ριζίτικου τραγουδιού σε μουσικό επίπεδο, οι καθηγητές Νοτόπουλος και Τωμαδάκης, ο τελευταίος περισσότερο σε επίπεδο συλλογής παρά μελέτης του τραγουδιού. Φυσικά δεν λησμονώ το έργο και τη συμβολή του Σαμουέλ Μποντ Μποβί, «Chansons populaires de Crète occidentale», που αποτελεί τη βάση μελέτης του ριζίτικου τραγουδιού.

Το βιβλίο του καθηγητή Ανδρειωμένου είναι το τρίτο, επομένως, με επιστημονικά κριτήρια και αρχές γραμμένο, αυτοτελές βιβλίο που βλέπει το φως της δημοσιότητας. Θα σταθώ για λίγο στη λογική που κυριάρχησε στη συγγραφή του: Ο καθηγητής Ανδρειωμένος έγραψε το βιβλίο του για να καλύψει τις ανάγκες και απαιτήσεις δύο κατηγοριών αναγνωστών: εκείνου που αποκαλούμε «μέσο αναγνώστη» και του επιστήμονα. Ο πρώτος απολαμβάνει και ικανοποιείται από το πρώτο μέρος.

Στις 112 πρώτες σελίδες  (σσ.15-132) μπορεί να αντλήσει όλες τις πληροφορίες για τη γέννηση και την εξέλιξη του τραγουδιού στον χρόνο και στον χώρο. ο δεύτερος έχει στη διάθεσή του 91 σελίδες εξαιρετικά πολύτιμων  σημειώσεων και μια πλούσια 70σέλιδη βιβλιογραφία – συμπεριλαμβανομένης και της «δικτυογραφίας», που για πρώτη φορά παίρνει τη θέση της σε ελληνικό επιστημονικό σύγγραμμα  φιλολογικού, λαογραφικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντας, ως πηγή άντλησης πρωτογενούς υλικού.

Η ανάγνωσή του όμως απαιτεί προσοχή, όχι επειδή χρησιμοποιεί δυσνόητη επιστημονική ορολογία αλλά επειδή ο συγγραφέας του μετέρχεται σύγχρονα πολιτικά παραδείγματα. Ο μέσος αναγνώστης δεν πρέπει να παρασυρθεί και να θεωρήσει ότι ο επιστήμονας παίρνει θέση σ’ αυτά. Τα σύγχρονα πολιτικά παραδείγματα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως τεκμήρια για την εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων και όχι για την αποκάλυψη της πολιτικής ταυτότητας του συγγραφέα ή της προώθησης πολιτικών θέσεων.

Μια τέτοια θεώρηση θα υποτιμούσε τον ίδιο και θα μείωνε την αξία του έργου του. Η μοναδική θέση, που διακριτικά παίρνει και διακριτικά παρουσιάζει, αφορά στις εκδοχές ερμηνείας του τραγουδιού. Κλείνει στην άποψη που θεωρεί την «Ξαστεριά» ως προϊόν τοπικής βεντέτας.

Αυτή ακριβώς είναι και η αρετή του βιβλίου «Πότε θα κάνει ξαστεριά», Από τις ρίζες των Λευκών Ορέων στην πανελλήνια χρήση». Είναι ένα επιστημονικό σύγγραμμα, γραμμένο από μη κρητικό, απαλλαγμένο δηλαδή από προσωπικά συναισθήματα και φορτίσεις, υποφώσκουσες τοπικιστικές αναφορές, πάθη και  εμπάθειες, που συχνά συνοδεύουν τέτοιες εκδοτικές προσπάθειες.

Ο συγγραφέας είναι αποστασιοποιημένος από το αντικείμενο της μελέτης του, το αντιμετωπίζει αυστηρώς επιστημονικά, ακόμα κι όταν διαπιστώνει ότι το τραγούδι χρησιμοποιείται από ιδεολογικές ομάδες που η πολιτική τους ηθική απέχει πόρρω της ηθικής που έχει αποκτήσει το τραγούδι στο πέρασμα του χρόνου.

Το βιβλίο είναι σημαντικό για έναν άλλο λόγο. Ο συγγραφέας του μας ανοίγει το δρόμο για να «δούμε» το ριζίτικο από διαφορετική οπτική και να μην παραμένουμε προσκολλημένοι σε λογικές του παρελθόντος, που, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ήταν εσφαλμένες.

Και για να είμαι ξεκάθαρος, χωρίς να αφήνω περιθώρια παρερμηνείας: Ναι! Δεν έχει σημασία – σήμερα – η ακρίβεια στην τοπικότητα ή στην τυπικότητα της εκτέλεσης του ριζίτικου τραγουδιού, της απόδοσής του στον χώρο ή στο χρόνο, με ή χωρίς την συνοδεία μουσικών οργάνων. Ό,τι ανήκει στην ιστορία, ανήκει στην ιστορία.

Έχει καταγραφεί ιστορικά και οι ειδικοί το μελετούν και θα συνεχίσουν να το μελετούν. Αν ένα πολιτιστικό προϊόν, υλικό ή πνευματικό, ξεπεράσει τα χρονικά και τοπικά όρια, τότε είναι ζωντανό και χρήσιμο – με την πραγματική σημασία του όρου. Σημασία, λοιπόν, έχει η χρήση του. Και στο βιβλίο του καθηγητή Ανδρειωμένου αποδεικνύεται πως ένα τραγούδι «τση τάβλας» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τραγούδι «τση στράτας».

Και δεν χρησιμοποιείται μόνον ως ένα κοινό τραγούδι «τση στράτας». Μετουσιώνεται σε ηχηρό μαχητικό παιάνα που τραγουδήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια, στα Ιουλιανά, στα χρόνια της διδακτορίας, από τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο και αργότερα στα χρόνια της δημοκρατίας σε κομματικές συγκεντρώσεις, σε συλλαλητήρια, σε καταλήψεις, σε κάθε περίσταση συλλογικού αγώνα.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, ειδικά στην εποχή μας, που κρίνεται αναγκαία η καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας μας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Στις σελίδες του βιβλίου του καταγράφεται πλήθος περιπτώσεων χρήσης της Ξαστεριάς, ακόμα και από άκρως αντίθετες ιδεολογικά ομάδες. Κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Ηράκλειο (αίθουσα Μανόλη Καρέλλη – Ανδρόγεω) την Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017, δύο από τους εισηγητές, ο ποιητής Γιώργος Καράτζης και η δρ. φιλολογίας Ευγενία Περυσινάκη, κατέθεσαν τις δικές τους εμπειρίες για τη χρήση του τραγουδιού.

Από τον εισηγητή Γιώργο Καράτζη παρουσιάστηκαν δύο περιστατικά και τα δύο βιωματικά: Το πρώτο αφορούσε στις χουντικές φυλακές και στη φυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων: Όταν οι πολιτικοί κρατούμενοι αντιλαμβάνονταν ότι κάποιος συγκρατούμενός τους μετακινείτο για οποιοδήποτε λόγο σε άλλο χώρο, τον αποχαιρετούσαν με την Ξαστεριά.

Το δεύτερο αφορούσε στις αναμνήσεις του από αποστολή βοήθειας προς τη Σερβία την περίοδο του τελευταίου εκεί πολέμου. Την κρητική αποστολή υποδέχτηκε ο τότε πρόεδρος Ράντοβαν Κάραζιτς και το υπουργικό του Συμβούλιο. Ως εκδήλωση ευχαριστιών προς τους Κρητικούς αλληλέγγυους στον αγώνα του σέρβικου λαού, ο Κάραζιτς και το συμβούλιό του άρχισαν να τραγουδούν την “Ξαστεριά”. Φυσικά στα ελληνικά!

Από τη δρ. Ευγενία Περυσινάκη κατατέθηκαν οι αναμνήσεις της από τις αφηγήσεις της γιαγιάς της, η οποία έλεγε ότι ο αντάρτης σύζυγός της Δημήτριος Μουλακάκης, από το Μάραθος Μαλεβιζίου, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1943, τραγουδούσε στο βουνό μαζί με άλλους αντάρτες από την περιοχή την «Ξαστεριά» και τον «Αητό».

Την ίδια περίοδο σε ανάρτηση στο διαδικτυακό χώρο facebook σχετικά με το παρουσιαζόμενο βιβλίο ένας φίλος από τη Νεάπολη Λασιθίου, ο Γιάννης Τσιχλής,  κατέθεσε την προσωπική του μαρτυρία: «Την περίοδο των Ιουλιανών (1965) τραγουδούσαμε στις διαδηλώσεις: “Πότε θα κάνει ξαστεριά πότε θα φλεβαρίσει να κατεβώ στο Σύνταγμα να σφάξω αποστάτες…”

Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι το ποιητικό μοτίβο «πότε θα κάνει ξαστεριά»  εντοπίζεται και σε άλλα τραγούδια με την ίδια σημασία και με τις ίδιες σημασιολογικές προεκτάσεις, τεκμήριο της επιρροής της «Ξαστεριάς» στην παραγωγή λαϊκού ποιητικού λόγου στην Κρήτη. Ενδεικτικά αναφέρω ένα τραγούδι καταγραμμένο στη συλλογή του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Θεοχάρη Δετοράκη «Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης» Ηράκλειο 1976 (σ. 38, α.α.15).

 

Αητός του Κέντρους σε σπηλιά κάθεται κι ανημένει,

πότε να κάμει ξαστεριά, να λιώσουνε τα χιόνια,

να κατεβή στο Βρύσηνα, κάτω στα Κατωμέρια,

να πνήξει με τα νύχια ντου αγάδες και πασάδες,

που τυραννού τσι Χριστιανούς.

* Ο Ανδρέας Λενακάκης είναι φιλόλογος