Αντώνη,
Όταν έχεις έναν πατέρα πρωτομάστορα της λύρας, όταν τα ακούσματά σου από μικρό παιδί είναι η γλυκειά μουσική της Κρήτης μας, όταν μεγαλώνοντας συνοδεύεις με το λαγούτο σου Μουντάκη, Σκορδαλό, Ψαραντώνη, Σκουλά και άλλους καταξιωμένους καλλιτέχνες.
Όταν μαθαίνεις από τους παλιούς και παίρνεις την παρακαταθήκη τους για να εξελίξεις αυτό που άφησαν, για να δώσεις ακόμη καλύτερα ακούσματα. Όταν οι μουσικές και οι στίχοι σου συναντιώνται με τις φωνές Σκουλά, Παπακωνσταντίνου, Θαλασσινού, Χαρούλη, Πασχαλίδη, Βαρδή, τότε ξεφεύγει από τα σύνορα της Κρήτης και γίνεται κτήμα ενός ολόκληρου λαού.
Ενός λαού που λαχταράει να ακούσει το καινούργιο, το όμορφο, το αληθινό και να μεθύσει μ’ αυτό, γιατί τα σκουπίδια από τα ΜΜΕ είναι πολλά και προσπαθούν να τον κουφάνουν και να τον τυφλώσουν.
Κι έρχεσαι εσύ, συντροφιά με τον αδελφό σου τον Μιχάλη, να τραγουδήσετε την αγάπη, τον έρωτα,την συντροφικότητα, την εγκατάλειψη, την προσφυγιά, την απόρριψη.
Όλα εκείνα που πονάνε τους ανθρώπους αλλά και τους κάνουν χαρούμενους.
Σε θυμάμαι στις κουβέντες μας να λες ότι πρέπει να αλλάξει ο άνθρωπος να βγάλει το θεριό από μέσα του, να ανθρωπέψει. Και σου έλεγα ότι ποτέ ο άνθρωπος δεν θα ανθρωπέψει, όσο ζει στην βαρβαρότητα του καπιταλισμού.Η αδηφαγία του κέρδους είναι εκείνη που φέρνει τον πόλεμο, την μιζέρια, την πείνα και την εκμετάλλευση.
Έφυγες αναπάντεχα, σιωπηλός και μοναχικός, όπως ήσουν, ήρεμος με την συνείδηση σου ήσυχη, πως ότι είχες κάμει μέχρι τώρα ήταν καλό και τόσο καθαρό, όσο το διάφανο νερό.
Μας αφήνεις πίσω σου μια σπουδαία παρακαταθήκη, όχι μόνο από όμορφες μελωδίες και καταπληκτικά τραγούδια, μα πιο πολύ ένα σπουδαίο ποιητικό λογοτεχνικό έργο.
Ένα όμορφο πάντρεμα του κρητικού ιδιωματισμού με την δημοτική γλώσσα, τη γλώσσα του λαού μας, σε ένα γλωσσάρι που όμοιό του δεν υπάρχει και που δεν πρόλαβες να το εκδώσεις. Μείνε ήσυχος θα βρεθεί ο τρόπος και ο χρόνος γι’ αυτό.
Έφυγες μα το κιβούρι σου βαρύ, πιο μεγάλο από την ξύλινη κάσσα, δεν σε χωρούσε, γιατί ήσουν Γίγαντας, τεράστιος σε γνώση και σε ανθρωπιά.
Τώρα ξέρουμε ότι δεν αποθέσαμε στην αγκαλιά της μάνας γης, δέκα μέτρα μπόι ψηλό θα σεργιανάει κάθε βράδυ στα σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου να μας κοιτάς από ψηλά, αλλά όχι αφ’ υψηλού, και να μας τραγουδάς «πάντα θλιμμένη χαραυγή».
Γιατί, Αντώνη, πάντα θα είναι θλιμένη η Χαραυγή χωρίς ΕΣΕΝΑ.