Το μεγάλο ζήτημα των εκλογών, με την έννοια μιας ευρείας εθνικής ατζέντας για τη χώρα, δεν έχει δυστυχώς απαντηθεί από το πολιτικό σύστημα μέχρι και τούτη την ώρα. Είναι μια θλιβερή διαπίστωση που προκαλεί αρκετές αβεβαιότητες, προβληματισμό και ανασφάλεια. Η ατζέντα αυτή εκ των πραγμάτων υπάρχει και είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα τεθεί πιεστικά μετά το τέλος και αυτού του εκλογικού κύκλου και θα αφορά τα επόμενα χρόνια.

Είχαν μια ευκαιρία τα πολιτικά κόμματα να ανοίξουν αυτήν την ατζέντα στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε και να αντιπαρατεθούν μεταξύ τους σε θέματα ουσίας, τόσο «για τη χώρα που θέλουμε», όσο και «για το πώς θα την έχουμε;». Για τη θέση της Ελλάδας και τον προσανατολισμό της στον σύγχρονο κόσμο. Για τις στρεβλώσεις στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Για την δημοκρατική λειτουργία ενός κράτους δικαίου που αφορά όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του. Για τους προσανατολισμούς της Ενωμένης Ευρώπης και τη θέση της χώρας μας εντός αυτής.

Για τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τις εντάσεις και τις ισορροπίες που συντελούνται στην ευρύτερη περιοχή μας. Για το ζήτημα της «Κλιματικής Αλλαγής», μαζί με ό, τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον του πλανήτη. Για το φλέγον ζήτημα της παγκόσμιας μετανάστευσης και το μείζον θέμα των προσφύγων. Για τις «γέφυρες» των γενεών που οφείλουμε να στήσουμε, ώστε να καλλιεργηθεί και να γενικευθεί το αίσθημα αισιοδοξίας μέσα στις κοινωνίες της νεωτερικότητας που έπονται, ένα αίσθημα που να πείθει, ότι κληροδοτούμε στους νεότερους έναν καλύτερο κόσμο.

Ήταν μια καλή ευκαιρία να συζητηθούν όλα τα παραπάνω, που δυστυχώς χάθηκε!

Αντί αυτών, επικράτησε και πάλι η γνωστή σκληρή κομματική ατζέντα, στην οποία η πολιτική ευθύνη, ο ρεαλισμός και η ειλικρίνεια, αποτελούν απλά διακοσμητικά στοιχεία. Μοναδικός στόχος των κομμάτων – μηδενός εξαιρουμένου – είναι η προσέγγιση του εκλογικού σώματος. Και η προσέγγιση αυτή πραγματοποιείται και τώρα, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, με λάθος τρόπο. Η σημαντικότατη υπόθεση των εκλογών που θα καθορίσει και την μελλοντική πορεία της χώρας, τέθηκε ξανά με αποσπασματικούς όρους και με επικοινωνιακά τεχνάσματα.

Τα πολιτικά κόμματα, στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών, επιστράτευσαν και τούτη τη φορά κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Έτσι, δεν ακούστηκαν οι προτάσεις και τα προγράμματα διακυβέρνησης κάθε παράταξης, αλλά οι καταδίκες των προτάσεων – όταν υπήρχαν τέτοιες – των άλλων κομμάτων. Η έντιμη πολιτική αντιπαράθεση, με δημοκρατικό διάλογο και με επιχειρηματολογία, έδωσε τη θέση της σε αλληλοκατηγορίες, σε αλληλοσπαραγμούς, σε συμψηφισμούς, σε μηδενισμούς και σε δαιμονολογήσεις.

Και σ’ αυτήν την προεκλογική περίοδο οι πάντες θεωρήθηκαν ένοχοι για όλα, από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους, ακυρώνοντας κάθε πρόταση και κάθε ιδέα που δυνητικά θα μπορούσε να συμβάλει στη συλλογική ευημερία. Για άλλη μια φορά, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποδείχθηκε κατώτερο των προσδοκιών της κοινωνίας, και έδειξε να είναι αποξενωμένο από τα προβλήματα που την απασχολούν. Το χάσμα ανάμεσα στις υποσχέσεις και τις υλοποιήσεις τους, προκαλεί ενίοτε συναισθήματα προς τους πολίτες, όπως είναι ο θυμός, η οργή, η αγανάκτηση και η απογοήτευση.

Όταν η πολιτική ουσία μηδενίζεται από τους ίδιους τους πολιτικούς, τότε η ψήφος στήριξης ή εμπιστοσύνης στο πρόγραμμα κάποιου κόμματος, μετατρέπεται σε ψήφο διαμαρτυρίας, δυσαρέσκειας και τιμωρίας ή ακόμα και σε αποχή από την διαδικασία και οδηγεί στην απαξίωση της ίδιας της πολιτικής, υπονομεύοντας την ποιότητα του δημόσιου χώρου, την συλλογική προσπάθεια και αυτόν ακόμα τον ρόλο της δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα είναι, κάποιοι επιτήδειοι κερδοσκόποι και εχθροί της δημοκρατίας, να αντλούν οφέλη από αυτήν την απαξίωση της πολιτικής και την απαξίωση των πάντων.

Η αρχές της πλειοψηφίας, της ισότητας και της ισοτιμίας, συνιστούν βασικές προϋποθέσεις της δημοκρατίας. Στη σύγχρονη ιστορία μας όμως, πολύ σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις όπου η χώρα κυβερνήθηκε από κυβερνήσεις που έχαιραν της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των πολιτών.

Κι αυτό γιατί, τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα της ενισχυμένης αναλογικής που κυριάρχησαν, μετέτρεπαν κάθε φορά την μειοψηφική ψήφο στο λαό, σε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτά τα εκλογικά συστήματα επέτρεπαν την «κλοπή» των ψήφων των μικρότερων κομμάτων από τα μεγαλύτερα και εξανάγκαζαν τους πολίτες να κυβερνώνται από ένα κόμμα που μειοψηφούσε, αλλά ερχόταν πρώτο.

Το μοναδικό εκλογικό σύστημα που διασφαλίζει την αρχή της πλειοψηφίας, την ισότητα των πολιτών και την ισοτιμία της ψήφου, είναι η απλή αναλογική. Γι’ αυτό και η εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαΐου είναι η πιο κρίσιμη, αφού μόνο από αυτήν μπορεί να προκύψει μια πραγματικά ισχυρή κυβέρνηση συνεργασιών και όχι η αυτοδύναμη κυβέρνηση της ενισχυμένης αναλογικής, που ευαγγελίζεται και διαφημίζει ως «ισχυρή» ο κ. Μητσοτάκης.

Έχει αποδειχθεί πολλές φορές ότι, αλλιώς σκέφτεται η κοινωνία κι αλλιώς τα κόμματα.

Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, όπως τουλάχιστον καταδεικνύουν τα ευρήματα των διαφόρων επιστημονικών ερευνών. Παρά τις επίμονες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από διάφορα κέντρα εξουσίας, ώστε να αλλάξουν ριζικά τα κριτήρια της ψήφου, με την αποϊδεολογικοποίηση των ψηφοφόρων, στην κοινωνία μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Με εξαίρεση κάποιες μικρές μετατοπίσεις που παρατηρούνται στην διαδοχή των εκλογικών κύκλων, οι παραδοσιακές ιδεολογικές τοποθετήσεις, στην Αριστερά, στο Κέντρο και στη Δεξιά, παραμένουν σταθερές.

Σταθερή παραμένει και η αντίληψη των πολιτών για τα βασικά χαρακτηριστικά των κομμάτων, για τις τάξεις δηλαδή και τα συμφέροντα που εξυπηρετούν. Γιατί είναι βέβαιο πλέον – κι ας το αρνούνται τα ίδια για ψηφοθηρικούς λόγους – πως είναι αδύνατο όλα τα κόμματα να υποστηρίζουν και να υπερασπίζονται τα συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας. Κατά συνέπεια και σε τούτες τις εκλογές θα διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο, το ιδεολογικό πρόσημο και το ταξικό στίγμα κάθε πολιτικού κόμματος. Πολύ περισσότερο δε, αυτών που διεκδικούν ρόλο εξουσίας στην επόμενη κυβέρνηση.

Με αυτή τη λογική, τα δυο μεγάλα κόμματα, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα θα αποσπάσουν ψηφοφόρους ο ένας από τον άλλον. Είναι μονόδρομος να αναζητήσουν ψηφοφόρους στους χώρους των μικρότερων κομμάτων, στους αναποφάσιστους και σε εκείνους που πρόκειται να ψηφίσουν για πρώτη φορά. Αυτός είναι και ο λόγος που οι επικεφαλής των μεγάλων κομμάτων έχουν εκδράμει στο «TikTok», το «Instagram» και τα «πρωινάδικα», όπου συχνάζουν τέτοιου τύπου ψηφοφόροι…

Αυτοί οι ψηφοφόροι θα πρέπει να σκεφτούν πολύ σοβαρά πριν αποφασίσουν τι θα πράξουν, γιατί ενδεχομένως να είναι εκείνοι που θα διαμορφώσουν και το τελικό αποτέλεσμα. Να βάλουν τα πράγματα κάτω και να τα «ζυγίσουν» πολύ καλά πριν πάρουν την όποια απόφαση. Η αποχή δεν συνιστά απόφαση, ούτε στάση διαμαρτυρίας, αλλά ούτε και τιμωρίας. Είναι στάση δειλίας, ατολμίας, υπεκφυγής και παραίτησης από τα προβλήματα.

Δεν τιμωρούν κανέναν άλλον εκείνοι που απέχουν από την κορυφαία διαδικασία της δημοκρατίας, εκτός από τον ίδιο τους τον εαυτό. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα έχει «επινοήσει» να αξιοποιεί, τόσο την «αποχή», όσο και το «λευκό», ως «λάφυρα» του πρώτου κόμματος. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Τζορτζ Νέιθαν, «οι κακοί πολιτικοί εκλέγονται από τους καλούς πολίτες που δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν».

Στο παρά πέντε αυτών των εκλογών (πέντε μέρες με τη σημερινή), οφείλουμε όλοι εμείς οι ψηφοφόροι να αναρωτηθούμε: Διαθέτουμε άραγε ακόμα τα στοιχειώδη εκείνα δημοκρατικά αντανακλαστικά, ως πολίτες αυτού του τόπου; Αν ναι, ήρθε η ώρα να το δείξουμε. Οι αποφάσεις μας, έτσι κι αλλιώς, πρέπει να διέπονται από σύνεση και ρεαλισμό. Γιατί, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει κάποιος, «όλοι θα θέλαμε να ψηφίσουμε τον καλλίτερο, αλλά δυστυχώς αυτός δεν είναι ποτέ υποψήφιος».

Καλή ψήφο!

 

https://moschonas.wordpress.com