Γεννήθηκε στο νότιο περιγιάλι της Λακωνίας και έσβησε στο νότιο περιγιάλι της Αττικής ο Νότης Περγιάλης. Σπουδαίος καλλιτέχνης με σπάνια παιδεία και ήθος, έτσι τον είπαν. Εγώ θα πρόσθετα και τα ευδιάκριτά του: Ευαίσθητος και γλυκύτατος άνθρωπος.
Νότης Περγιάλης.

Γνωστή, αλλά και ταπεινή μορφή του μαυρόασπρου ελληνικού κινηματογράφου. Χωρίς ποτέ να είναι πρωταγωνιστής, οι ρόλοι που αναλάμβανε τον έκαναν να ξεχωρίζει. Ενδεικτικά αναφέρω τρεις: Σαν Μαρίνος Αντύπας των εξεγειρόμενων κολίγων του θεσσαλικού κάμπου στο «Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», σαν αισθαντικός Γέρος στα «Κόκκινα Φανάρια» που λέει «Είναι ωραία η ζωή, Κατερίνα» και σαν Ιερέας στην «Νεράιδα και το Παλικάρι» που μονιάζει τους Βροντάκηδες και τους Φουρτουνάκηδες.

Η Νεράιδα Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο παπα-Νικόλας Νότης Περγιάλης

Αλλά υπήρξε και θεατρικός συγγραφέας. Κι επίσης κι επίσης – άγνωστος στιχουργός γνωστών τραγουδιών. «Οι ερμηνείες του» γράφει ο Πάνος Αβραμόπουλος «είχαν ένα μοναδικό δραματικό ήθος και τα γραπτά του μια λεπταισθησία, που συνέγειραν την ανθρώπινη ψυχή και προξενούσαν άφατο πόνο, αλλά και ηθική έξαρση».

Για να κάνουμε μια σωστή ή μάλλον μια αληθινή αρχή, ο άνθρωπος αυτός δεν λεγότανε Νότης Περγιάλης. Το όνομά του ήταν Γιώργος Νικολόπουλος. Είχε γεννηθεί στα Ανώγεια. Όχι στα γνωστά ρεθυμνιακά Ανώγεια της Κρήτης – αλλά σ’ ένα χωριό της Λακωνίας, που βρίσκεται  μερικά χιλιόμετρα από την νότια ακτή της. Αυτά τα Ανώγεια – να το πούμε…λακωνικά – ακούγονται μόνο, όταν μιλάνε γι’ αυτόν. Κι όμως «ουδείς προφήτης στον τόπο του».

Αριστερός στο φρόνημα, αλλά μεγαλωμένος σε μέρος όπου όλοι ήτανε δεξιοί, έφυγε από το χωριό του μέσα στη νύχτα. Και δεν ξέρω στη ζωή του πότε και αν ξαναγύρισε.

Η Νεράιδα Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο παπα-Νικόλας Νότης Περγιάλης
Πρόσφατα έγινε επερώτηση του περιφερειακού συμβούλου Πελοποννήσου Γιώργου Πουλοκέφαλου: «Το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Νότης Περγιάλης, στον οικισμό Ανώγεια του Δήμου Σπάρτης, βρίσκεται υπό κατάρρευση.

Ο Νότης Περγιάλης, ένας άνθρωπος της Τέχνης και του Πολιτισμού, ηθοποιός, στιχουργός και στοχαστής, τίμησε τον τόπο καταγωγής του, τη Λακωνία, και άφησε ένα τεράστιο έργο σε όλους εμάς, ως καλλιτέχνης, ως συγγραφέας και ως άνθρωπος. Τεράστια και η προσφορά του στους κοινωνικούς αγώνες αυτού του σεμνού, ανήσυχου και δραστήριου Λάκωνα, που άφησε το αποτύπωμά του στην πρόσφατη Ιστορία μας.

Δυστυχώς όμως το σπίτι του σήμερα στα Ανώγεια είναι παραδομένο στον χρόνο και στην φθορά. Ένα τμήμα της στέγης του έχει ήδη καταρρεύσει και παρουσιάζονται έντονα στατικά προβλήματα στον φέροντα οργανισμό του.

Επειδή όμως οφείλουμε οι επιγενόμενοι, ο Δήμος Σπάρτης, οι Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και εμείς ως Περιφέρεια Πελοποννήσου να κάνουμε το αυτονόητο, ερωτάται ο κ. Περιφερειάρχης: Είναι στις προθέσεις της Περιφερειακής Αρχής να ανταποκριθεί σε αυτό το αίτημα τώρα που γίνεται γνωστό σε αυτήν αυτό το θέμα και να συμβάλλει με πρωτοβουλίες και με ενέργειες και κυρίως με οικονομική υποστήριξη, ώστε να το «πάρει επάνω της» για να συνταχθούν οι απαραίτητες μελέτες, να εκδοθούν οι αναγκαίες αδειοδοτήσεις και στην συνέχεια να πραγματοποιηθούν οι ενδεικνυόμενες οικοδομικές εργασίες συντήρησης, για να μην καταρρεύσει εντελώς η οικία του Νότη Περγιάλη;».

Λόγια, λόγια, πολλά λόγια και φιοριτούρες, για το αυτονόητο. «Όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει» υψώνει τον στίχο του ο Σεφέρης.

Νότης Περγιάλης λοιπόν. Ξεκίνησε από το θεατρικό Σπουδαστήρι του χαλκέντερου Βασίλη Ρώτα – που, ανάμεσα στα πολλά του, έχει μεταφράσει όλον τον Σαίξπηρ στα ελληνικά.  Όπως είπαμε όμως, παρά την θεατρική του παιδεία, ο Νότης Περγιάλης δεν αναδείχτηκε μόνο σαν ηθοποιός.

Ας δούμε με δικά του λόγια, σε παλιά συνέντευξη του 1978, με ποιό τρόπο το αναφέρει το ξεκίνημά του αυτό: «Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό (αποφεύγει με πίκρα να πει το όνομά του) κοντά στη Σπάρτη. Επήγα στο Γυμνάσιο κι εγώ στη Σπάρτη. Μετά… στην Αθήνα ήρθα πολύ αργά». Και εξηγεί την αιτία: «Οι γονείς μου, ο πατέρας κι η μάνα, ήτανε αγρότες.

Ο γέρος μου έφυγε στην Αμερική γιατί δεν τα βολεύαμε, ήτανε φτωχή οικογένεια αγροτική. Κι έτσι κατάφεραν να σπουδάσουν κι εμένα και τον αδελφό μου και να παντρέψουνε μια αδελφή που είχαμε. Λοιπόν, την Κατοχή την πέρασα κάτω εκεί. Και μάλιστα πήρα μέρος τότε στον Αγώνα κατά των Γερμανών. Είχα πάει στο βουνό. Μετά από κει κατέληξα στην Αθήνα, με το όνειρο να γίνω συγγραφέας. Όχι ηθοποιός.

Είχα συγκεκριμένες αντιλήψεις. Είχα βρεθεί στη Σχολή του Ρώτα. Ήταν θαυμάσιος δάσκαλος, εκπληκτικός και πολυεδρικός – πλούσιος άνθρωπος.  Αυτό που λέμε μεγάλη καρδιά, μεγάλο μυαλό. Και τα δυό μαζί ήτανε. Κι ενώ έδωσα εξετάσεις με ένα δικό μου κείμενο, που τους έκανε εντύπωση, «ήρθα» τους είπα «να μπω στο τμήμα των συγγραφέων». Μου λένε «Δεν υπάρχει τέτοιο τμήμα.

Σαν ηθοποιός θα μάθεις αρκετά». Ε, και δέχτηκα. Και λέω «Εντάξει, σαν ηθοποιός». Εκεί άκουσα τόσα πράγματα απ’ αυτόν τον άνθρωπο, που στην καλύτερη σχολή συγγραφέων δεν θα μπορούσα να τ’ ακούσω όλα αυτά».

Άρα λοιπόν, πιο πολύ από ηθοποιός, ο Νότης Περγιάλης ήτανε συγγραφέας. Έγραψε στη ζωή του θεατρικά έργα. Πολλά. Μερικά ξεχώρισαν. Είχανε μάλιστα και παράξενους τίτλους: «Ο πόνος γεννάει θεούς», «Το κορίτσι με το κορδελάκι», «Τραγούδι στο Μεσολόγγι» (τιμήθηκε γι’ αυτό, με το Χρυσό Μετάλλιο της Ιερής Πόλεως του Μεσολογγίου), «Ο Άιχμαν και ο παπαγάλος», «Αντιγόνη της Κατοχής», «Μάσκες για Αγγέλους», «Τρελό Φεγγάρι», «Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή».

Όμως η δημιουργική πένα του δεν έμεινε μόνο στο θέατρο. Έγραψε και σενάρια. Το σενάριο της ταινίας «Αγιούπα» (σε σκηνοθεσία Γκρεγκ Τάλλας) το 1957. Τρία χρόνια αργότερα, το 1960, συμμετείχε στο σενάριο της ταινίας «Το Ποτάμι» (σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου).  Και το 1975 έκανε το σενάριο για  την τηλεοπτική μεταφορά του έργου του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».

Εκεί συμμετείχε όχι σαν ηθοποιός, ανάμεσα στα άλλα γνωστά ονόματα του Λυκούργου Καλλέργη, του Γιάννη Αργύρη, ή του Νίκου Χατζίσκου, αλλά σαν αφηγητής. Κάπου ενδιάμεσα, έγραψε και τρία βιβλία. Κυκλοφόρησαν μέσα στο 1971 η νουβέλα «Όταν σηκώθηκαν τα δένδρα» και «Ο Ατάρ δεν πεθαίνει ποτέ». Οι Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» το 1990 έβγαλαν το τρίτο του «Το κόκκινο πουλί».

Αλλά εκείνο που δεν υποψιάζεται κανείς – ακόμα και σήμερα που λείπει από τη ζωή – είναι ότι δεν λείπει από τα χείλη όλων μας. Βρίσκεται πίσω από τραγούδια που τραγουδάμε, χωρίς να μαθαίνουμε ότι τα γέννησε η ευαισθησία του. Ήταν λοιπόν και λαοαγάπητος στιχουργός – που ο λαός δεν έμαθε ποτέ ότι ήταν αυτός που τον ακολούθησε και στους μουσικούς του δρόμους.

Γιατί, πείτε μου, ποιός δεν ξέρει το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» που είναι δικοί του στίχοι με μουσική Μάνου Χατζιδάκι; Δείτε τους: «Τρεις μέρες χώρισα από σένα | τρεις νύχτες μένω μοναχή, | σαν τα βουνά που στέκουν τώρα δακρυσμένα | όταν τα βρέχουν οι ουρανοί. | Διώξε τη λύπη, παλικάρι! | Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι. | Πώς να ’βγω και να περπατήσω, | τα λόγια του να θυμηθώ; | Με το φεγγάρι πώς, αχ πώς να τραγουδήσω; | Με το φεγγάρι πώς να παρηγορηθώ; | Διώξε τη λύπη, παλικάρι! | Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι».

Ή ποιός δεν ξέρει «Το κορίτσι με το κορδελάκι» – που, με τους απλούς συμβολικούς στίχους του σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, μας συνεπαίρνει: «Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι, | έτσι ειν’ η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ. | Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι. | Από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι. | Σκονισμένοι δρόμοι η πικρή ζωή μου, | μέσα στο σκοτάδι χάνω τη φωνή μου. | Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι, | έτσι ειν’ η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ».

Κι ακόμα, ποιός δεν έχει ακούσει τον «Λεβέντη» του, που τον μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης – που, αν και τον νίκησε ο Χάροντας, εκείνος χαμογέλαγε; «Σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα, | τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια, | με χαμηλά τα μαύρα του τα μάτια | λεβέντης εροβόλαγε. | Στα μάτια του ένα σύννεφο, | μες στην καρδιά του σίδερο, | κυλάει το αίμα κι έβαψε τον ήλιο | κι ο Χάρος εροβόλαγε. | Σφαλούν τα μάτια κι οι καρδιές, | σφαλούν τα παραθύρια, | μετά χυμάει ο Χάροντας καβάλα | κι εκείνος χαμογέλαγε. | Ποιός κατεβαίνει σήμερα στον Άδη; | Ποιόν κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει; | Γιατί βουβά είναι τα βουνά κι οι κάμποι; | Λεβέντης εροβόλαγε» (Τραγούδι – θρήνος του Νότη Περγιάλη για τον χαμό του ανώνυμου λεβέντη αγωνιστή. Μελοποιήθηκε και ηχογραφήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη τον Ιανουάριο του 1971 στο Λονδίνο.

Βρίσκεται στον δίσκο «Τα Τραγούδια του Αγώνα». Ακουγόταν στο θεατρικό έργο του Νότη Περγιάλη «Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή» που ανέβηκε στο θέατρο «Κάβα» της Αθήνας το 1974 από τον θίασο του Νίκου Χατζίσκου και της Τιτίκας Νικηφοράκη. Το τραγούδι παιζόταν από λαϊκή ορχήστρα με τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη και με προεξάρχοντες στα μπουζούκια τους σολίστες Κώστα Παπαδόπουλο και Λάκη Καρνέζη. Ερμηνευόταν από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και από χορωδία που την απαρτίζανε η Χάρις Αλεξίου, ο Θεόδωρος Δημητρίεφ και ο Κώστας Μοσχοβίτης).

Κι άλλο ένα γνωστό – χιλιοτραγουδισμένο θάλεγα – του Μίκη Θεοδωράκη, που οι στίχοι του είναι του «άγνωστου στιχουργού» Νότη Περγιάλη. Είναι το «Τί να την κάνω τη χαρά», τραγούδι που υπήρχε μέσα στη «Μαγική Πόλη» του 1963: «Καρδιά
μου, ποιός την πόρτα σου χτυπά, | χτυπάει κι εσύ δεν βγαίνεις; | Ήρθ’ η χαρά κοντά σου μια βραδιά | κι εσύ δεν κατεβαίνεις… | Τί να την κάνω τη χαρά; | Χαρά στον που την έχει. | Να τη σηκώσω στα βουνά; | Στο κρύο δεν αντέχει. | Στο σπιτικό μου είναι στενά. | Και μέσα μου όλο βρέχει. | Τη στόλισα στεφάνι στα μαλλιά | και πάω να τραγουδήσω, | μα ο στεναγμός μού πνίγει τη λαλιά | κι όλο γυρίζω πίσω».

Και τέλος, τα λόγια του Νότη Περγιάλη που πρωτακούστηκαν το 1977 στο «Μπλόκο της Καισαριανής»: «Ποιόνε να κλάψω πρώτονε, | ποιόν να τραγουδήσω πρώτονε | στο μπλόκο στην Καισαριανή | που γίνηκε μια Κυριακή…» Με τον Μίκη Θεοδωράκη είχε στενές σχέσεις πέρα από τα τραγούδια, αφού ο κορυφαίος συνθέτης τον πάντρεψε και η κουμπαριά τους συνεχιζότανε έχοντάς τον αφηγητή στις συναυλίες του.

«Αν λείψει ο Άνθρωπος από την Τέχνη, τότε τί θα περιγράψουμε!» έλεγε ο Περγιάλης. «Ο Άνθρωπος φτιάχνει τον Κόσμο και ο Άνθρωπος μπορεί να τον καταστρέψει από τη μια στιγμή στην άλλη. Είναι δίκοπο μαχαίρι η πορεία του Ανθρώπου σ’ αυτόν τον πλανήτη».

Μετά, τα λόγια του στρέφονταν στον πνευματικό Άνθρωπο: «Δεν ανήκω σε κανένα κύκλωμα. Ανήκω στον Άνθρωπο. Δεν χαρίζομαι, δεν έχω σκοπιμότητες. Ο πνευματικός Άνθρωπος γράφει αφού βάλει το χέρι του στην καρδιά του. Ο πνευματικός Άνθρωπος δηλαδή ο καλλιτέχνης που έχει μια υπερευαισθησία, που έχει ιδιαίτερες κεραίες για να συλλάβει τα μηνύματα των καιρών, να συλλάβει τα προβλήματα των καιρών, κι αυτά να τα κάνει κοινή συνείδηση.

Από κει κι ύστερα, έρχεται η Πολιτική και πραγματώνει, αν πραγματικά αυτά που παρουσίασε ο συγγραφέας είναι σωστά ή όχι, τα πραγματώνει και τα δίνει στην Ανθρωπότητα. Δηλαδή για μένα, ο καλλιτέχνης πρέπει να ερευνάει ελεύθερα σε χώρο ευνοϊκό. Αυτό πιστεύω. Εμένα δεν μ’ ενδιέφερε αν θα παίξω μεγάλο ή μικρό ρόλο. Τον μέτραγα σε βάθος. Πιστεύω ότι μια σωστή ερμηνεία, το να ερμηνεύσεις έναν άνθρωπο ή ακόμα και το πέρασμα ενός ανθρώπου, είναι μεγάλη υπόθεση και πρέπει να μπεις μέσα του και να τον καταλάβεις και να τον δώσεις σωστά και τέλεια.

Προκειμένου να έχω μια πολυλογία και μια εμφάνιση από την αρχή ως το τέλος, θα προτιμούσα πάντοτε τους χαρακτηριστικούς και τους αληθινούς ρόλους». Το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» ήταν από το αίμα του Μαρίνου Αντύπα τότε το 1907, που θα τον ενσαρκώσει σε κορυφαία στιγμή της καλλιτεχνικής του ζωής αλλά και του Ελληνικού Κινηματογράφου ο Νότης Περγιάλης το 1965.

Με μια διαφορά: Ενώ ο πραγματικός Αντύπας δολοφονήθηκε πισώπλατα από τον Γιάννη Κυριακό, άνθρωπο των τσιφλικάδων της Θεσσαλίας, ο Περγιάλης σαν Αντύπας βλέπει στον δρόμο του στον απέραντο Θεσσαλικό Κάμπο τον μελλοντικό δολοφόνο του να έχει κατέβει από το άλογο και να τον σημαδεύει – και, χωρίς να διστάσει, βαδίζει προς το μέρος του – μέχρι που η μοιραία σφαίρα τον βρίσκει στο στήθος και σωριάζεται στο χώμα νεκρός.

Η άλλη χαρακτηριστική συμμετοχή του Νότη Περγιάλη ήταν στο ρόλο του ιερέα της ενορίας του χωριού των Βροντάκηδων και των Φουρτουνάκηδων τότε στο 1969, του παπά Νικόλα (λογικό είναι αυτό το όνομα, αφού η ταινία «Η Νεράιδα και το Παλικάρι» γυρίστηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης). Εκεί, σαν παπάς αλλά και σαν από μηχανής θεός, δίνει τελικά τη λύση, λέγοντας στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ να προσποιηθούν ότι είναι νεκροί στους δικούς τους, που το μίσος τους δεν τους άφηνε ελεύθερη την αγάπη τους.

Το τέχνασμα του ιερέα Περγιάλη πέτυχε, αλλά ο υπερφίαλος εγωισμός τους τούς έκανε να αρπαχτούνε πάλι, όταν στο τέλος ο Ρουμελιώτης ενωμοτάρχης τους προσφωνεί: «Αγαπητοί μου Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες…» «Συγνώμη! Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες» επεμβαίνει με ευγένεια και χαμόγελο ο επικεφαλής των Φουρτουνάκηδων. «Όχι , όχι, παρακαλώ. Εσείς πρώτα, συμπέθερε! Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες». «Αδύνατον, συμπέθερε! Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες.

Προηγείστε!» «Ε, δεν είμαστε καλά! Είπαμε! Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες!» «Ε, όχι συμπέθερε! Είπαμε. Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες!» Και η τελευταία ατάκα της ταινίας ανήκε στον Νότη Περγιάλη – που επεμβαίνει στον εκτροχιασμό που τον προκαλούν αυτή τη φορά οι «φιλοφροσύνες» τους και τους λέει «Ε χριστιανοί! Μαλώνατε πιο πριν από μίσος, δεν θα μαλώσετε τώρα από αγάπη!»

Το ανοιχτό θέατρο που βρίσκεται στην περιοχή Μπεσκάκι σε ύψωμα των Γερανίων πάνω από τον εθνικό δρόμο Αθηνών-Κορίνθου κι από τα σπίτια των Αγίων Θεοδώρων, εκεί που δίνονται ευκαιρίες να παίζονται θεατρικά έργα και να δημιουργούνται κινηματογραφικά δρώμενα όπως αυτά που περιέχονται στις πρόσφατες ταινίες του Θόδωρου Μαραγκού, έχει ονομαστεί εδώ και καιρό «Νότης Περγιάλης».

Κινηματογραφική μπορεί να ειπωθεί και η παραθαλάσσια αυτή περιοχή αφού μέσα της και «πάνω στο κύμα» βρίσκονταν τα εξοχικά ηθοποιών – όπως, εκτός απ’ του Νότη Περγιάλη, του Νίκου Κούρκουλου, της Ζωζώς Σαπουντζάκη, ή του Κώστα Καρρά. Στο «Εν Λόγοις» του παλιού γνωστού δημοσιογράφου Δημήτρη Λυμπερόπουλου βρίσκουμε τον Νότη Περγιάλη να του λέει: «Έχω δυό μεγάλες αγάπες. Η μία είναι η λογοτεχνία μαζί με το θέατρο και η δεύτερη είναι η θάλασσα.

Αγαπώ πολύ τη θάλασσα. Πάρα πολύ. Το ψάρεμα, τους ανθρώπους της θάλασσας. Εγώ, αν δεν δω θάλασσα μια δυό φορές, νιώθω άδειος. Η θάλασσα με γοητεύει, είναι στοιχείο με φοβερή κίνηση. Έρχομαι πολλές φορές δίπλα εδώ πέρα, κάθομαι, σκέφτομαι, συγκεντρώνομαι, γράφω. Πολλές φορές έχω γράψει πάρα πολλά ποιήματα στη θάλασσα. Καταφεύγω σ’ αυτήν και βρίσκω τον εαυτό μου. Έχω μια βάρκα και ψαρεύω, με τους καταδιωγμένους».

Ποιούς εννοεί «καταδιωγμένους»; Η απάντηση βρίσκεται στα λόγια του: «Από το καΐκι έβλεπαν τον κόσμο σαν ένα ποτάμι που έπεφτε στη θάλασσα». Από τη θάλασσα ήλθε ο συνεργάτης του στα τελευταία δημιουργικά χρόνια της ζωής του στους Αγίους Θεοδώρους.

Ήταν πρώην καπετάνιος και λεγόταν Νίκος Δενδρινός. Μπορεί το δικό του τιμόνι να οδηγούσε μεγάλο καράβι, αλλά η ταπεινή ψαρόβαρκα που είχε ο Νότης Περγιάλης τον οδήγησε σε πολύ πιο ενδιαφέρουσες ακτές, άλλες βραχώδεις κι άλλες ήμερες της Τέχνης.

Πολύ πιο πριν ο Νότης Περγιάλης, επειδή έπρεπε – λόγω οικονομικής ανάγκης – να είναι ηθοποιός στον κινηματογράφο (από το να κάνει τον αγρότη σύζυγο της Ειρήνης Παπά στην «Ηλέκτρα» ή τον Τρελαντώνη στο «Οι Βάσεις και η Βασούλα»), έμενε πάντα του στην Νέα Σμύρνη. Τώρα, έχοντας μετακομίσει έξω από την Αθήνα, στους παραθαλάσσιους Αγίους Θεοδώρους, ξαναγύρισε στον θεατρικό εαυτό του.

Διορθώνοντας τα λόγια στα κείμενα που είχε γράψει παλιά και ανεβάζοντας – στο είδος του Λαϊκού Θεάτρου του Μάνου Κατράκη – θεατρικά έργα που καταγγέλλανε, για παράδειγμα, τη μόλυνση του περιβάλλοντος όπως ήταν το «Αυτό το δένδρο δεν το λέγανε υπομονή».

Μα, τί θα πει «διορθώνοντας τα λόγια, στα κείμενα που είχε γράψει παλιά»; Βρήκα κάπου την εξήγησή του: «Μια φορά έπαιξα σε δικό μου έργο. Όταν αρρώστησε ένας ηθοποιός και έπρεπε να τον αντικαταστήσω εγώ, προσπαθούσα να μιλήσω τα λόγια που είχα γράψει και δεν μιλιόντουσαν! Και τότε σκέφτηκα ότι ο συγγραφέας, όταν γράφει ένα θεατρικό έργο, πρέπει να προσέχει τα λόγια του.

Θα πρέπει ο λόγος να μιλιέται, να περνάει, να γλιστράει στη γλώσσα του. να μην έχει πολλά σύμφωνα, να μην έχει φράσεις μεγάλες. Την ώρα που έπαιζα, σκεφτόμουνα «Κοίτα τί λάθος έκανα εγώ! Πώς είναι δυνατόν να μιλήσει αυτήν την φράση ο ηθοποιός!» Μπερδευόμουνα κι ο ίδιος. Από τότε λοιπόν όταν γράφω θέατρο, προσέχω ό,τι δεν πρόσεχα».

Σε αυτές τις τελευταίες παραστάσεις της ζωής του που ανέβαζε στο ύψωμα των Αγίων Θεοδώρων, συμπαραστάτη του είχε τον Νίκο Δενδρινό, που βρήκε στον Νότη Περγιάλη έναν δάσκαλο ολκής. «Μαγικό δάσκαλο» τον αποκαλεί ο ίδιος ο Δενδρινός, που τον γνώρισε σαν σκηνοθέτη και μας λέει για τους έξη μήνες πρόβες που τον μετέτρεπαν, από σαραντάρη που ήταν στην πραγματικότητα, σε εβδομηντάρη. Και για την προσπάθεια το αποτέλεσμα «να το μεταφέρει στην Τέχνη».

Ο Δενδρινός, που από μικρός είχε έφεση στο θέατρο και στις μέρες του Περγιάλη ήταν πρωταγωνιστής σε όλα αυτά τα έργα, λέει για τον αξέχαστο δάσκαλό του: «Ήταν καλλιτέχνης με την έννοια του όρου».

Ο παλιός ηθοποιός και θεατράνθρωπος ένιωθε σαν τότε, που πρωτοεμφανιζόταν με τον θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» στην Καλλιθέα της Αθήνας. Φερόταν όπως τότε, που εμπνεόταν από τον Ρομαντισμό κι από τον Συμβολισμό κι από τον Λόρκα. Και ήταν όπως πάντα, που αναζητούσε και που αντλούσε θέματα από τη ζωή των απλών ανθρώπων και που τα περιέγραφε με ευαισθησία και με ανθρωπιά.

Ο Νότης Περγιάλης γεννήθηκε στο νότιο περιγιάλι της Λακωνίας στις 16 Αυγούστου του 1920 και έσβησε στα ογδονταεννιά του χρόνια στο νότιο περιγιάλι της Αττικής στις 10 Νοεμβρίου του 2009.

Ταιριαστό το βρίσκω να παραθέσω εδώ, στο τέλος, τα λόγια μιας συμπατριώτισσάς του από τα Ανώγεια, της δασκάλας Σάσας Κουμουτσάκου Δρακωνάκη, που τον οδηγάνε πίσω στο χωριό τους: «Ανήσυχο πνεύμα και δημιουργικό, ελεύθερο και δυνατό, δεν υπέκυψες στη μοίρα των καιρών. Σαν ένας νέος φοίνικας ξεπετάχτηκες από την τέφρα κι έγινες της τέχνης κήρυκας και των γραμμάτων μας φαρέτρα.

Τη σιωπή σου αποτύπωνες πάνω στο άγραφο χαρτί και τους ήρωές σου ενσάρκωνες στη θεατρική σκηνή. Θα σε θυμούνται οι κιθάρες, οι τραγουδιστές, από τους στίχους που μιλάνε στις καρδιές. Κι όλοι εμείς, που από λύπη ή από χαρά ένα δάκρυ στο μάτι θα κυλά, θα σιγοψιθυρίζουμε γλυκά και με καμάρι: «Διώξε τη λύπη, παλικάρι, πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι».