Επιτέλους σταμάτησε η βροχή…
Άρχισαν να ξεμυτίζουν τα μπουμπούκια στα δέντρα. Μόνο η Μυγδαλιά δεν λύγισε τούτη την παράξενη Άνοιξη. Όλοι οι υπόλοιποι νομίσαμε πως δεν θα ερχόταν ποτέ.
Και από χθες ο ήλιος μεγαλόπρεπα προβάλλει απ΄ το χάραμα. Χωρίς σκιές, χωρίς φόβο, σκορπά παντού χαμόγελα και… ζωή!
Το ξημέρωμα με βρήκε και πάλι στο λιμάνι. Να καλημερίζω τον «Άρχοντα», τους γλάρους, τα ψαροκάικα και την Ανατολή. Πόση ομορφιά κρυμμένη σε μια στιγμή, σε ένα κλικ! Πόσο χρώμα να γεμίσει η ψυχή; Τόσο όσο να κινήσει η μέρα, ο χρόνος, η ζωή μας…
Με γρήγορο πετάλι να προλάβω τα αφανέρωτα, βρέθηκα πάλι στη γειτονιά του Λάκκου. Τα πρωινά έχει μια παράξενη ησυχία τούτος ο τόπος. Λίγοι οι περαστικοί, βιαστικοί κι αμίλητοι, όμως τα φώτα της πλατείας κι η Ιστορία των μικρών δρόμων σε κάνουν θες δε θες να ταξιδέψεις στο χθες, στα παράξενα, στα ανείπωτα και στα καλά κρυμμένα πίσω από τοίχους μνημεία.
Περνώντας μπροστά από τον Άγιο Ματθαίο και κατευθυνόμενη στην οδό Σπιναλόγκας σταμάτησα απότομα. Μια μαυροφορεμένη, σικάτη, ψηλή γυναίκα μου χαμογέλασε πλατιά.
Με ένα μαύρο μαντήλι πλεγμένο γύρω από το κεφάλι της και σκουλαρίκια μακριά σαν λευκά δάκρυα με κοιτούσε, κι ένιωσα να λάμπουν κι εμένα η ψυχή και τα μάτια μου. Ήταν η Μαρίκα Φρέρη, αρχοντική μορφή του Μεγάλου Κάστρου, αιώνια δασκάλα και συγγραφέας, πολύτιμη στις δικές μου προτιμήσεις…
-Κυρία Μαρίκα, τιμή μου να σας συναντώ εδώ… Ξέρετε ψάχνω το κελί του Εβληά* που ξέρω πως ήταν παιχνίδι για σας στα μικράτα σας να κατεβείτε μέχρι την πιο σκοτεινή του μεριά.
– Καλή σου μέρα Λενιώ, τι μου θυμίζεις τώρα. Να, εκεί, το βλέπεις. Κατέβα απ’ το ποδήλατο κι έλα, πάμε να σου δείξω!
Δεν άργησα ούτε στιγμή. Μου έδωσε το δεξί της μπράτσο μια και στ΄ αριστερό κρατούσε την τσάντα της που δεν αποχωριζόταν ποτέ και συζητώντας σιγανά και με βήμα αργό φτάσαμε σε εκείνο το σκοτεινό …κελί.
Στενή η κάμαρα κι από παντού, μόλις περάσαμε τη χαμηλή πόρτα κρέμονταν καντήλια δεξιά και αριστερά, αναμμένα τα περισσότερα θέλοντας να προσφέρουν τάμα και θύμηση στην ψυχή του Τούρκου που ΄χε, λέγαν, αγιάσει και το φέρετρό του βρισκόταν σε κοινή θέα στο βάθος του υγρού κελιού.
Τρόμαξα για μια στιγμή, σκιάχτηκα καλύτερα, κι η κυρά Μαρίκα μου ‘σφιξε το μπράτσο δυνατά να με καθησυχάσει. Από το ταβάνι κρέμονταν «μπλίρες» – χρυσές μετάλλινες κλωστές και πολύχρωμα κουρέλια που έτσι όπως έπεφτε πάνω τους το φως των καντηλιών φέγγιζαν κι έφτιαχναν παράξενα σχέδια και γυαλιστερές μικρές λάμψεις. Μύριζε μούχλα και θανατικό τούτο το κελί κι αφού έριξα γρήγορες ματιές θέλησα να βγω στο φως και πάλι…
-Το νου σου το βράδυ, μην και τον δεις τούτο τον Τουρκόσπορο στον ύπνο σου και σε τρομάξει, μου είπε πειράζοντάς με η κυρία Μαρίκα, με το πλατύ της χαμόγελο.
Λέξη δεν μου ΄παιρνες από τα χείλη …
-Έλα πάμε πιο πέρα να σου δείξω έναν τόπο που σύχναζαν όλες οι κυράδες του Μεγάλου Κάστρου, Χριστιανές και Τουρκάλες, ιδίως τα Σάββατα. Έχεις ακουστά το τούρκικο Χαμάμ;
-Το μικρό Χαμαμάκι; τη ρώτησα με τεράστια έκπληξη!
– Μόλις γίναμε κοπελούδες με την αδελφή μου, πρέπει να ΄τανε γύρω στα 1917 η μάνα μας, μάς έπαιρνε μαζί της μια φορά την εβδομάδα στο πιο φημισμένο Χαμάμ του Κάστρου μας. Να καθαρίσει και το μέσα μας, έλεγε… «πίσω η δούλα βαστώντας ένα πελώριο μποξά με τα μπουρνούζια μας και τα καθαρά ασπρόρουχα, το μπακιρένιο και σκαλιστό μας τάσι και τα ελίφια…»ª**.
Και κουβέντα στην κουβέντα φτάσαμε μπροστά στην μεγάλη ξύλινη και σαρακοφαγωμένη πόρτα. Χτυπήσαμε το μάνταλο και ακούστηκε θόρυβος συρτός από τους σκουριασμένους μεντεσέδες που την κρατούσαν. Μια πελώρια Τουρκάλα με χοντρά χείλη, κιτρινισμένα δόντια και με μαλλιά καλοχτενισμένα με χωρίστρα στη μέση και δυο πλεξούδες που φτάνανε δεξά – ζερβά στο λαιμό της, μάς καλωσόρισε. Τα χέρια της βαμμένα με κινά (χέννα) και το βήμα της τρανταχτό σαν τα καπούλια αλόγου που περπατούσε σε καλντερίμι ανώμαλο…
«Μας οδηγούσε σε μια σάλα που ήτανε πλακοστρωμένη και γύρω γύρω είχε σαν θεωρία του θεάτρου μικρές εξέδρες που τις ανέβαζες με τρία – τέσσερα σκαλιά και που είχαν κουρτίνες με πολύχρωμες κλάδες. Η Τουρκάλα άνοιγε τις κουρτίνες και τότε έβλεπες να είναι το ξύλινο πάτωμα του σοφά σκεπασμένο με παχιά μαξιλάρια και συνέχιζαν και ένα γύρω στον τοίχο»**.
Άνοιξε και άλλη πόρτα για μια στιγμή κι ένιωσα πως μπήκα σε ένα από τα παραμύθια της Χαλιμάς. Βρέθηκα σ’ άλλον τόπο, στης Ανατολής τα μέρη, σαν σε χαρέμι αλλοτινών καιρών. Στη μεγάλη σάλα είχε μια τεράστια δεξαμενή και γύρω γύρω πεζούλια που κάθονταν ολόγυμνες γυναίκες κάθε ηλικίας.
Τα ΄χασα, ζαλίστηκα σχεδόν, από τον ζεστό αέρα που με τύλιξε και μέσα από καπνούς, και ένα παράξενο φως που έμπαινε από έναν φεγγίτη ψηλά, κοντά στο ταβάνι, γύρισα να κοιτάξω την κυρία Μαρίκα. Μου γνέψε εκείνη να κοιτώ ίσα μπροστά.
Σαν να΄χε γιομίσει ομίχλη ο τόπος κι άκουγα το τρεχούμενο νερό που έπεφτε από τις μπρούτζινες βρύσες που βρίσκονταν γύρω από την δεξαμενή. Ανασηκώνονταν οι γυναίκες λιγουλάκι κι έβαζαν τα τάσια τους να τα γεμίσουν μέσα από τη στέρνα.
Κρότος δυνατός από το σούρσιμο των «ντενεκέδων» πάνω στα μάρμαρα, και υπόκωφος από τα ξύλινα τσόκαρα που περπατούσαν άτσαλα οι γυναίκες… Ξαπλωμένα κορμιά, υγρά, ροδοκόκκινα, σαν να γυάλιζαν λίγο στο ημίφως. Γεμάτη η τεράστια δεξαμενή με αφρούς από τα σαπούνια.
Κι ανακατεύονταν οι μυρωδιές της μούχλας, της κλεισούρας με το άρωμα από βανίλια, κανέλα και τριαντάφυλλο. Όλη τούτη η μυσταγωγία συμπληρωνόταν απέναντι στις πιο μικρές κάμαρες που ΄χαν δική τους γούρνα κι εκεί έπαιρναν το μπάνιο τους οι πιο πλούσιες. Από την ανοιχτή πόρτα μού ‘δειξε με το χέρι της η κυρία Μαρίκα, σ’ ένα από τα ιδιωτικά δωμάτια μια κοπελιά. Θα ‘ταν δε θα ταν είκοσι χρονών…
-Νύφη είναι τούτη που κοιτάς… Ιδιαίτερη περιποίηση της πρέπει. Μια αραπίνα κρατούσε και στα δυο της χέρια ελίφια κι έτριβε το σώμα της με δυνατές κινήσεις, σαν να ‘θελε να το καθαρίσει από τα περασμένα, να ‘ρθούν τα μελλούμενα, τα όμορφα, τα άγνωστα του γάμου τα τερτίπια!
Η Τουρκάλα μας έκλεισε απότομα την πόρτα της σάλας και μας έδειξε τους χαμηλούς σοφάδες να καθίσουμε. Σε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο δυο κρυστάλλινα σκαλιστά ποτήρια με χαρουπία μας πρόσφερε και στα μικρά πιατάκια δίπλα τους ζαχαρωτά και κομματάκια κάδιο να γλυκαθούμε.
Ήπιαμε γρήγορα το ποτό μας κι ευχαριστώντας την Τουρκάλα, που θαρρώ πως τ’ όνομά της ήταν Φατιμέ, μάς άνοιξε πάλι την μεγάλη πόρτα να μας ξεπροβοδίσει στο στενό σοκάκι.
Κι όταν βρέθηκα ξανά στην μέρα, ήμουν μόνη μου. Κοιτούσα γύρω τα κτίρια που δεν θύμιζαν σε τίποτα το Μεγάλο Κάστρο του περασμένου αιώνα.
Στην αρχή της οδού Καρδιωτίσσης είδα μια φιγούρα ψηλή, μαυροντυμένη να μου χαμογελά, μα χάθηκε μέσα σε μια στιγμή.
Περπάτησα λίγο προς τον Λάκκο, πέρασα από το κελάρι του Εβληά, όμως τίποτα δεν υπήρχε, μόνο το τεράστιο οικοδόμημα που τώρα χτίζεται, της Περιφέρειας…
Διάβασα στην ταμπέλα του Βουρβουλάδικου: «Είτε βραδιάζει, είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί» τους στίχους του Γ. Σεφέρη.
Χαμογέλασα, σκύβοντας το κεφάλι, να διώξω όλες τις εικόνες του χθες…
Το ποδήλατό μου ήταν εκεί ακριβώς, στο σήμερα!
Ίσαμε την επόμενη φορά…
Πηγές:
*Γιάννης Ζαϊμάκης, Καταγώγια Ακμάζοντα στον Λάκκο Ηρακλείου, Πλέθρον 2008
Ελένη Μπετενάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Μύστις 2022
** Μαρίκα Β. Φρέρη, Το Κάστρο μας, εκδ. Καστανιώτη, 1979