Στο Ηράκλειο σε καφενείο δεν συνηθίζω να πηγαίνω. Όποτε όμως επισκέπτομαι την Μεσαρά, πηγαίνω στο καφενείο του χωριού. Μου αρέσει η παρέα των ανθρώπων εκεί. Ηφιλικότητα και η ζεστασιά τους. Εξάλλου οι «χωριάτες» μου φαίνονται σοφότεροι από τους μορφωμένους της πόλης. Νά‘μαι εδώ και σήμερα, απομεσήμερο, να τους ακούω να μιλούνε για τα πολιτικά. Τι άλλο; Και τους απολαμβάνω. Οι περισσότεροι είναι γέροντες.

-Κόβουνε συνεχώς τις συντάξεις μας…

-Μας-ε δυσκολεύουνε όλο και περισσότερο τις εξετάσεις από γιατρούς. Μας-ε κόβουνε και τα φάρμακα…

-Μας-ε βάζουνε συνεχώς νέους φόρους ή βάζουνε νέες αυξήσεις στους παλιούς: ΕΝΦΙΑ, αυξήσεις στα τρόφιμα, στο πετρέλαιο θέρμανσης… και τελειωμό δεν έχει…

-Μας εχαλάσανε την παιδεία, είπε ο Χαρίλαος που ήταν θρησκευόμενος. Οι αθεόφοβοι θέλουνε να καταργήσουν τα θρησκευτικά στα σχολεία. Θέλουν να κάνουνε τα παιδιά μας άθεους πολίτες.

-Ο κάθε αλήτης, ο κάθε εγκληματίας κυκλοφορεί ελεύθερα στη χώρα μας και κάνει ό,τι θέλει.

-Δυστυχεί ο κόσμος.

-Αυτοί που μας-ε κυβερνούνε δε θέλουνε ευημερία. Γιατί αυτοί στηρίζονται σ’ εκείνους που δυστυχούνε. Βλέπετε σε καμιά ευημερούσα κοινωνία να προκόβει κόμμα αριστερό;

-Τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας τελειώνουνε πανεπιστήμιο και δουλειά δεν μπορούν να βρούνε. Γίνονται γκαρσόνια σε εστιατόρια και καφετέριες. Μα και μια επιχείρηση να προσπαθήσει κανείς να ανοίξει δε θα τα καταφέρει. Με τους παράλογους φόρους και με τις εισφορές θα αναγκαστεί σε λίγο να κλείσει. Και θα βρεθεί και χρεωμένος.

-Εδώ παλιές επιχειρήσεις ρίχνουνε φαλιμέντο. Οι καινούργιοικαι αδύναμοι – που χρειάζονται υποστήριξη – περιμένεις να προκόψουνε; Κάνε μια βόλτα στην αγορά να δεις πόσοι έχουνε βάλει λουκέτο στα μαγαζιά τους.

– Ο παλιός Αντρέας Παπανδρέου, πονηρός, ήξερε να κυβερνά καλοπιάνοντας και κολακεύοντας. Μας αποκαλούσε «τα τιμημένα γερατειά». Οι τωρινοί μόνο ψευτιέςμας-ε λένε. Και τους ηλικιωμένους τους-εθεωρούνε άχρηστους και περιμένουνε να πεθάνουμε για να μας-ε ξεφορτωθούνε…

– Μα δεν τους ακούς κι αυτούς τώρα; Λένε ότι τάχα θα διορίσουνε χιλιάδες, μα χιλιάδες!δημόσιους υπαλλήλους, αφού πια θα ξεφορτωθούνε τους παπάδες και θα αδειάσουνε θέσεις μετά από τις συμφωνίες που ξεκινήσανε να κάνουνε με την Εκκλησία. Αλλά αφού οι ιερείς πάλι θα πληρώνονται από το κράτος, τα λεφτά, σκέφτομαι εγώ, πού θα τα βρούνε; Αυτό γιάντα δε μας το λένε;

– Φιλιότσο, ούτε οι εταίροι μας θα τους αφήσουνε να κάνουνε κάτι τέτοιο. Όλα αυτά είναι ηλίθιες πονηριές και άγαρμπα προεκλογικά καλοπιάσματα.

-Μα αφού τώρα πια μόνοι μας, δηλαδή οι βουλευτές μας, παίρνουνε τις αποφάσεις…

-Φιλιότσο, εσύ το πιστεύεις;

Αυτά και άλλα συνηθισμένα άκουγα. Τότε μίλησε ο «αμερόληπτος» συνταξιούχος καθηγητής.

-Εγώ απλώς θα ήθελα οι πολιτικοί, αντί για τα παχιά τα λόγια, να εργάζονται τίμια και να μην κλέβουνε το κράτος εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους. Γιατί όλο τέτοια ακούμε στις ειδήσεις.

Και να μη δημιουργούνε ζημιά στην πατρίδα κάνοντας ρουσφέτια και διορίζοντας ανάξιους και ανίκανους σε θέσεις σπουδαίες, που δεν πρέπει, στο Δημόσιο, και που δεν τις αξίζουνε. Και να μας λένε την αλήθεια. Να μη μας κοροϊδεύουνε.

Και ιδίως να μη δεσμεύονται προεκλογικώς με ψεύτικες υποσχέσεις, που δεν μπορούνε να τις πραγματοποιήσουνε. Ή που αν τις πραγματοποιήσουνε, θα βλάψουνε την οικονομία της χώρας. Να είναι ειλικρινείς.

Και η συζήτηση συνέχιζε έτσι.

Πέρασε όμως η ώρα. Βράδιασε. Έκανε και ψύχρα. Και καθένας σιγά σιγά χαιρετούσε και έφευγε για το σπίτι. Έμειναν μόνο δύο που έπαιζαν ακόμη τάβλι.