Ο Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας Αντρέ Μαλρώ περιγράφει ένα φανταστικό Μουσείο. Εκεί καθένας θα μπορούσε να τοποθετήσει όλα τα έργα τέχνης που αγαπά. Τους πίνακες μεγάλων ζωγράφων, τις μουσικές συνθέσεις, τα λογοτεχνικά έργα. Ίσως ένα παρόμοιο Μουσείο έχουμε όλοι στη σκέψη μας.
Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη ´ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ» εκδόσεις ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ κάπως έτσι λειτουργεί.
Ο Αίολος δεν είναι ο Θεός που κλείνει τους ανέμους σ’ έναν ασκό για να πραγματοποιήσει με ασφάλεια ο πολύτροπος Οδυσσέας τον πολυπόθητο νόστο στην πατρίδα. Είναι ένας δαιμόνιος καφετζής «άντρας μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος, μεγάλο κεφάλι, αρειμάνιο μουστάκι, μυώδη σαγόνια, χέρια σαν κουπιά …. μ’ ένα πρόβλημα στο αριστερό του μάτι» που τον κάνει να φαίνεται σαν Κύκλωπας.
Διευθύνει με μαεστρία το καφενείο του και γνωρίζει άριστα όλους τους συγγραφείς και τους ήρωές τους, που είναι οι καθημερινοί του πελάτες. Εδώ έρχεται να πιεί τον καφέ του και ο αφηγητής του μυθιστορήματος μας, ένας αναγνώστης και φιλόδοξος μελλοντικός συγγραφέας.
Ο μύθος ξετυλίγεται με την αφηγηματική δεξιοτεχνία του έμπειρου και βραβευμένου Δημήτρη Στεφανάκη, που μέχρι σήμερα έχει εκδώσει δώδεκα εξαιρετικά μυθιστορήματα, διδάσκει δημιουργική γραφή και έχει τιμηθεί με τα διάσημα του Ιππότη Γραμμάτων και Τεχνών από του Γαλλικού Κράτους, όπου σπούδασε, αφού τέλειωσε τη Νομική.
Η διαφορά ενός ιστορικού προσώπου από ένα μυθιστορηματικό ήρωα είναι ότι η αλήθεια του δεύτερου είναι αιώνια, όπως ακριβώς μας την έδωσε ο συγγραφέας. Φυσικά κάθε αναγνώστης ανάλογα με τη διάθεση και την πνευματική του επάρκεια φωτίζει διαφορετικά την εικόνα των ηρώων. Το βιβλίο είναι γραμμένο με κέφι και μας συνεπαίρνει. Πάρα πολλοί συγγραφείς, Γάλλοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι έρχονται να απολαύσουν τον καφέ τους.
Πλέκονται οι εποχές και οι τόποι. Διαγωνίζονται, διεκδικούν τα δικαιώματά τους και την αναγνώριση. Άλλοτε επιβάλλονται με το μύθο τους, άλλοτε είναι δύστροποι και απρόσιτοι. Κάθε μέρα έχουμε μια καινούρια έκπληξη. Όπως παρατηρεί ο αφηγητής, και εγώ «δεν αντέχω τα βιβλία χωρίς μια δόση αστείου». Και στο μυθιστόρημα αυτό κάθε νέα μέρα μας περιμένει μια νέα εμφάνιση και αφορμή για να χαμογελάσουμε. Το καφενείο «είναι μια θεατρική παράσταση, όπου άλλοτε είμαστε θεατές και άλλοτε πρωταγωνιστές σε κάποιο επεισόδιο.
Ο Ρασκόλνικοφ εκφράζει το παράπονό του, γιατί τον αδίκησε ο Ντοστογιέφσκι παρουσιάζοντάς τον ως δολοφόνο. Όχι μόνο του φόρτωσε ένα έγκλημα που δεν έκανε, αλλά τον εμφανίζει να ομολογεί την ενοχή του.
Την παρουσία του κάνει επίσης και ο Σταυρόγκιν, η Κυρία με το σκυλάκι, ο Γκοντό, αλλά και ο Μαρσέλ Προύστ, ο Καμύ, ο Μπόρχες και άλλοι πολλοί καταξιωμένοι διεθνώς συγγραφείς. Ανάμεσα στις ηρωίδες είναι και μια γυναίκα που ερωτεύθηκε ένα μυθιστορηματικό ήρωα και έζησε μαζί του μια μεγάλη αγάπη, αφού και ο έρωτας δεν είναι παρά μια ιδέα. Κάθε νέα μέρα εμφανίζονται διαφορετικοί ήρωες και συγγραφείς. Ο αφηγητής μας κάποια στιγμή διακόπτει τις επισκέψεις του και, όταν μετά κάποιο διάστημα επιστρέφει, βρίσκει μια πινακίδα που γράφει ότι το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό. Δεν είχε νόμιμη άδεια.
Δυστυχώς δεν είμαι αρμόδιος να εκδώσω άδεια επαναλειτουργίας του. Ούτε μπορώ να δώσω τον ορισμό της αληθινής τέχνης. Ίσως είναι ένα παιχνίδι, όπως η ζωή. Στον Δημήτρη Στεφανάκη είμαι βέβαιος ότι, αν οι ήρωές του τον συναντούσαν, θα του χαμογελούσαν και θα τον ευχαριστούσαν που τους έφερε στη ζωή. Γιατί και το βιβλίο αυτό, όπως και τα προηγούμενα πλουτίζουν τον κόσμο μας.
Κλείνοντας θα ευχόμουν στο νέο καφενείο που ίσως ανοίξει κάποτε να συχνάζουν και Έλληνες συγγραφείς, μόνο που φυσικά σ’ αυτό θα γίνεται η χάβρα των Ιουδαίων. Φανταστείτε να συναντηθεί ο Καπετάν Μιχάλης με τη Φόνισσα και τον Γιούγκερμαν.