Ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός στη μακραίωνη ιστορική του διαδρομή διαφοροποιείται από την υπόλοιπη ομογενειακή διασπορά κατά τούτο: Με εφαλτήριο την εθνική του συνείδηση, αξιοποίησε τα χαρακτηριστικά του αιγυπτιακού κοινωνικού και γεωγραφικού περιβάλλοντος, δημιουργώντας μια ξεχωριστή πολιτισμική ταυτότητα.
Σε αντίθεση με τους Έλληνες της διασποράς των δυτικών κοινωνιών που οργάνωσαν τις Κοινότητες τους, εγκλωβισμένοι σε μια πολιτιστική παράδοση χωρίς να μπορέσουν να επηρεάσουν με το στίγμα τους τις χώρες υποδοχής, αφού αυτές είχαν διαμορφώσει ήδη το πολιτειακό και το κοινωνικό τους υπόβαθρο, η Ελληνική παροικία της Αιγύπτου παράλληλα με τον συνεχή προσανατολισμό της στις εθνικές και μητρικές καταβολές της, εξέλιξε την πολιτισμική της ιδιαιτερότητα σε αναγκαίο στοιχείο της αιγυπτιακής κοινωνίας, νοιώθοντας την Αίγυπτο σαν δική της πατρίδα.
Σήμερα στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στον κόσμο, ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός, μέσα από το πολυσχιδές έργο του παλαίφατου δευτερόθρονου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, του προσωπικού των Ελληνικών Διπλωματικών Αρχών στη χώρα, καθώς και των Ελληνικών Κοινοτήτων του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας, έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο εξωστρέφειας και ακμής που αντικατοπτρίζει τους σταθερούς και μακραίωνους ιστορικούς δεσμούς των δυο χωρών, υπενθυμίζοντας συνεχώς την ξεχωριστή σφραγίδα και το ασήκωτο βάρος της Ιστορίας.
Είναι εντυπωσιακό και συνάμα συγκινητικό, ότι η δραστηριότητα όλων αυτών των θεσμών, διαπνέεται από μια αέναη δημιουργική δραστηριότητα με ομοουσιότητα και αλληλοσυμπληρωματικότητα. Εδώ είναι που βλέπει κανείς μια πραγματικά άλλη Ελλάδα που διαπερνά το χρόνο και πορεύεται με το κλέος της Ιστορίας και την αιωνιότητα. Εδώ είναι που ενσαρκώνεται ο εύστοχος στίχος του Σαββόπουλου καθώς «των Ελλήνων οι Κοινότητες φτιάχνουν άλλον Γαλαξία».
Μέσα σε τούτο το ευοίωνο πλαίσιο, είναι συχνές οι ευχάριστες εκπλήξεις που φτάνουν εδώ σε εμάς στην Κρήτη και όλη την Ελλάδα, με τα μυρίπνοα κύματα του Σιρόκου από την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, από τις κορυφαίες πρωτεύουσες της Μνήμης για τον Ελληνισμό.
Έτσι στις σελίδες του τελευταίου τεύχους της δεκαπενθήμερης εφημερίδας του «Νέου Φωτός» και του ιστολογίου, επίσημα όργανα ενημέρωσης και προβολής προς στον έξω κόσμο των δραστηριοτήτων του πολυσχιδούς έργου της υπεραιωνόβιας Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου, διαβάζουμε για ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο: Το ντοκουμέντο που βασίζεται στην έρευνα του Συμβούλου Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στο Κάιρο, κ. Χρήστου Αποστολόπουλου και αναφέρεται στην ανάδειξη μιας σημαντικής επιστολής του Άγγελου Σικελιανού στο Βασιλιά της Αιγύπτου Φουάντ.Με την επιστολή αυτή ό Έλληνας ποιητής ενημέρωνε τον Αιγύπτιο Βασιλιά για τη διεξαγωγή των δεύτερων Δελφικών Εορτών τον Μάιο του 1930 και του ζητούσε να θέσει τις εκδηλώσεις υπό την Βασιλική Αιγίδα του. Συμπτωματικά, αυτές τις ημέρες είναι σε εξέλιξη οι εκδηλώσεις των «Ημερών Δελφικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2021», με αφορμή τη συμπλήρωση των 70 χρόνων από τον θάνατο του ποιητή, και που τελούν υπό την αιγίδα της Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ως γνωστόν ο ποιητής ήδη από το 1921 είχε στραφεί στην ολοκληρωμένη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας, στη συγκρότηση δηλαδή μιας παγκόσμιας πνευματικής κοινότητας με στόχο την πνευματική ανύψωση και συναδέλφωση των λαών θέτοντας στο επίκεντρο τα ιδεώδη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Καθώς λέει ο κ. Αποστολόπουλος, – ο οποίος ειρήσθω υπηρετεί με αξιοσύνη ένα βαρύ πόστο του Ελληνικού Διπλωματικού Σώματος στο οποίο είχε υπηρετήσει ως προκάτοχός του ο παγκόσμιος Έλληνας ποιητής και Διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης εκεί στο ιστορικό κτίριο της συνοικίας Ζαμάλεκ του Καΐρου στο οποίο γράφτηκε μια σημαντική Ιστορία της νεώτερης Ελλάδος – «η σχέση του Σικελιανού με την Αίγυπτο δεν είχε μόνον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα.
Ο ποιητής καθ’ ομολογίαν του βίωνε ένα πολύ ιδιαίτερο ψυχοπνευματικό δέσιμο με τη χώρα, καθώς γνώριζε καλά και έτρεφε βαθύ σεβασμό προς τον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό, αναζητώντας και αναγνωρίζοντας συγγένειες, συσχετίσεις και σημεία επικοινωνίας με το ελληνικό πνεύμα, το οποίο, όπως είναι γνωστό, αποτέλεσε σταθερό άξονα αναφοράς σε όλο το φάσμα της δημιουργίας και της δράσης του».
Η πολύ σημαντική αυτή επιστολή που δεν έχει τύχει μέχρι σήμερα ιδιαίτερης προσοχής από τους μελετητές του έργου του, εκτίθεται στο μουσείο ενός από τα πιο εντυπωσιακά για τον πλούτο και τη διακόσμησή του παλάτια της χώρας, εκείνο του Παλατιού Abdeen στο Κάιρο.
Πρόκειται για μια επιστολή γραμμένη στη γαλλική γλώσσα. Ο Σικελιανός επικαλείται, μεταξύ άλλων, τους από αρχαιοτάτων ετών στενούς δεσμούς μεταξύ της Ελλάδας και της Αιγύπτου, κάνοντας ειδική αναφορά στην πνευματική και θρησκευτική σύνδεση μεταξύ του Μαντείου των Δελφών και του Μαντείου του Άμμωνος Διός στην όαση της Σίβας.
Χαρακτηρίζει το Βασιλιά Φουάντ ως «τον πρώτο Φαραώ που αναστήθηκε» και του υπενθυμίζει με εύστοχο και λυρικό ύφος ότι «έχει έρθει η ώρα κατά την οποία τα κιβώτια των αιώνων, στα οποία είχε κλειδωθεί ολόκληρη η μνήμη της Ιστορίας, θα ξανανοίξουν στον Ήλιο του Μεγάλου Όσιρι».
Στην επιστολή, αναφέρει ο κ. Αποστολόπουλος, «ο Σικελιανός τονίζει επίσης ως ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι στις εκδηλώσεις του 1930 περιλαμβάνεται και η επί σκηνής παρουσίαση των Ικέτιδων του Αισχύλου, ενός έργου όπου αντικατοπτρίζονται ποικιλοτρόπως οι απαρχές των ιστορικών σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων, ενώ δεν παραλείπει να κάνει μια έστω γενική αναφορά στην τρέχουσα κατάσταση της Αιγύπτου, διαβλέποντας σημάδια ανόρθωσης του μεγαλείου της χώρας και υμνεί, χωρίς φειδώ στους εκφραστικούς του τρόπους, τον Αιγύπτιο ηγεμόνα ως άξιο εκπρόσωπο της κληρονομιάς των Φαραώ».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο επιμελητής του Μουσείου του παλατιού Abdeen, επηρεασμένος προφανώς από το περιεχόμενο της επιστολής και μη γνωρίζοντας τα πραγματολογικά στοιχεία για τον αποστολέα της, χαρακτηρίζει τον Σικελιανό «αρχαιολόγο».
Αν και στο μουσειακό τεκμήριο δεν εμφανίζεται ο χρόνος σύνταξης της επιστολής, εκτιμάται ότι αυτή γράφτηκε τους πρώτους μήνες του 1930, όταν ο ποιητής ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη διοργάνωση των εορταστικών εκδηλώσεων και κατέβαλε, όπως φαίνεται από άλλες δημοσιευμένες επιστολές του, σθεναρές προσπάθειες για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη προβολή και ανάδειξη του θεσμού στο εξωτερικό.
Είναι προφανές ότι από αυτή την προσπάθεια «δεν θα μπορούσε να απουσιάζει μια χώρα για την οποία ο Σικελιανός αναγνώριζε τους βαθύτατους πνευματικούς δεσμούς της με την Ελλάδα, ενώ παράλληλα, όπως τονίζει και στην επιστολή του, πίστευε ότι η τότε συγκυρία ευνοούσε την αναθέρμανση και διεύρυνση αυτών των σχέσεων» λέει ο κ. Αποστολόπουλος.
Και συμπληρώνει ότι «το περιεχόμενο της επιστολής προς τον βασιλιά Φουάντ, θα πρέπει να εξεταστεί σε στενή συσχέτιση με το κείμενο που συνέταξε ο Σικελιανός με την ευκαιρία των Δελφικών Εορτών, με τίτλο Δελφικός Χαιρετισμός προς τους αδελφούς Έλληνες της Αιγύπτου και προς την Μητέρα Αίγυπτο, το οποίο δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη.
Σε κάθε περίπτωση, διακρίνουμε σε αυτήν το γνωστό μεγαλόπνοο ύφος του ποιητή και τη σταθερή αναφορά του στην αρχαιότητα και στους τρόπους με τους οποίους η κληρονομιά της μπορεί να λειτουργήσει αναγεννητικά για τους σύγχρονους καιρούς».