Πανικός και πάλι το ξημέρωμα στην πλατεία. Μια παρέα Τούρκων ντα-ήδων βγάλανε  ίσαμε και μαχαίρια για τις εξάρες  που ‘φερε στα ζάρια ο  Μπαραμπάντης…

Πίσω από τις πράσινες κουρτίνες της ιστορίας κρύφτηκα, στην έρημη εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή. Όπως όπως έβαλα το ποδήλατο σε μια γωνιά. Δεν καταλάβαινα λέξη, όμως τα πράγματα είχαν ξεφύγει. Πίσω από τη γυάλινη τζαμαρία του περιπτέρου στη μέση μέση της πλατείας του Χεϊτάν Ογλού οι χειρονομίες έδιναν  κι έπαιρναν. Βγήκανε έξω, κυλιούνταν στα χώματα σαν τα μικρά παιδιά.

Η εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή

Ο κουρνιαχτός, οι φωνές και τα μαχαιρώματα έκαναν τα παραθυρόφυλλα να σφαλίζουν ακόμα πιο δυνατά. Και μέσα σε ένα λεπτό αγκαλιάστηκαν όλοι μεταξύ τους. Κόκκινα φέσια, λευκά σαρίκια και σκισμένες βράκες, πληγωμένα, αιματοβαμμένα σώματα και πρόσωπα ανακατώθηκαν κι έπιασαν ένα τραγούδι αλλιώτικο, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια με μια κούπα κρασί που χυνόταν όσο περπατούσαν κι έχαναν την ισορροπία τους… Τους παρατήρησα έναν έναν, όλοι οι παλληκαράδες του Μεγαλόκαστρου ήταν εκεί.

Πρώτος πρώτος ο Αμετούλιος, παραμάσκαλα με τον Τσιτσιρίκα με μάτια ολοκόκκινα που σπίθιζαν απ΄το κρασί και την πονηριά. Κι από πίσω ακλουθούσε γελώντας κι αυτός δυνατά ο Αλή Όμπαχης, αν και δεν τον είχαν συνηθίσει όλοι τους σε εκδηλώσεις κεφιού, τόσο βαρύς κι ασήκωτος που ΄ταν. Κομμένη κι η δική μου ανάσα.

Ήξερα πως αν με βλέπανε θα΄χα άσχημα ξεμπερδέματα. Γυναίκα πράμα, χριστιανή και στα λημέρια που μόνο Τούρκοι παλληκαράδες σύχναζαν κι οι Ρωμιοί αν ξεχνιόνταν και περνούσαν έστω για μια στιγμή οι κοροϊδίες  και τα πειράγματα δεν είχαν σταματημό. Κι ίσως αν δεν ήταν οξύθυμος ο Τρουρκαλάς να γλύτωνε, όποιος φανερωνόταν στο δρόμο του με μια ελαφριά καλπαζιά  αντί για ένα γρήγορο ελαφρύ μαχαίρωμα από το λεπίδι του.

Τον Αλή Όμπαχη, τον συμπαθούσα. Χωροφύλακας των Τούρκων για πολλά χρόνια, σοβαρός, ιπποτικός χαρακτήρας, λιγομίλητος. Γι’ αυτό μου προξένησε το ενδιαφέρον. Ήταν  ο μόνος από τους νταήδες που έβριζε λιγότερο, σχεδόν καθόλου, με βλέμμα αετίσιο  και πάντα ήταν με το μέρος του δίκαιου. Πόσες φορές δεν είχε σώσει χριστιανούς που κατά λάθος η στράτα τους είχε βγάλει στην πλατεία του Χεϊτάν Ογλού!

Κι ήταν τόση η περηφάνια και το ήθος του, που σαν κρέμασαν οι Χριστιανοί όλους εκείνους τους δεκαεφτά βασιβουζούκους, συλληφθέντες και κηρυγμένους ένοχους με την ποινή του θανάτου, πάνω στο βενετσιάνικο μπεντένι, κάτω από τον προμαχώνα Μαρτινέγκο, στα 1898,  ήταν ανάμεσά τους κι  ας μην είχε πάρει μέρος στη σφαγή. Δεν μίλησε, λέξη δεν έφυγε από το στόμα του, μόνο με σκυφτό το κεφάλι από ντροπή και…θλίψη υπέμεινε το τέλος του.

Ησυχία ξαφνικά απλώθηκε σ’ ολόκληρη την πλατεία. Κόπασε ο τρόμος, κι η σκόνη κατάκατσε στα κατώφλια των καφενέδων και των καπηλειών. Στη γωνία στα ανατολικά τότε είδα τον Δημόκριτο, τον ταβερνιάρη, να σκουπίζει τα χέρια του στην ποδιά του και να κοιτά δεξά ζερβά τον δρόμο, να δει αν όλα είχαν ξαναπάρει τη συνηθισμένη τους ροή.

Σαν σιγουρεύτηκε πως όλα ήταν ήσυχα, άφησε την πόρτα της ταβέρνας ορθάνοιχτη κι έφυγε να πάει να πάρει δυο τρία πράγματα από την αγορά του Σεϊτάν ή Χεϊτάν Ογλού ή «Τρεις Μαγαζάτορες » κοντά στο Τέμενος Ατζεβούτ  ή Κιουχιακλή Τζαμισί **. Είδα τότε έναν άλλο περαστικό, Τούρκος και αυτός, που μπήκε μέσα κι άρχισε να κτυπά το χέρι του στο τραπέζι φωνάζοντας για μια κανάτα κόκκινο κρασί. Σαν δεν πήρε απόκριση καμιά, πήγε μοναχός του και γέμισε μια κούπα  που βρήκε πάνω στον πάγκο του Δημόκριτου  κι έκατσε σε μιαν άκρη να το πιει με την ησυχία του.

Όμως ξέχασε να κλείσει την κάννουλα του βαρελιού και το κρασί πλημμύρισε τον τόπο. Εκείνος χαμπάρι δεν πήρε, σε ύπνο βαρύ έπεσε, κι ούτε όταν το κρασί  του ‘φτασε στον αστράγαλο δεν σάλεψε. Γυρνώντας ο Δημόκριτος, έβαλε τις φωνές, ουρλιαχτά ίσαμε κάτω το δρόμο, στα Μπιτσαξίδικα,*** ακούστηκε. Και το πιο απίστευτο απ όλα. Άρχισε να μαζεύει το κρασί με τις κανάτες  και να το ξαναρίχνει μέσα στο βαρέλι του. Ο Τούρκος, σαν κατάλαβε πως θα βρίσκε τον μπελά του, ανασηκώθηκε, τρεκλίζοντας κι έφυγε μεμιάς, σκουντουφλώντας. Μπροστά στο Τέμενος σταμάτησε, του Σεϊτάνογλου, να κάμει την προσευχή του…

Δεν άντεχα άλλο κρυμμένη πίσω από εκείνα τα καταπράσινα δίχτυα, βλέποντας όλα τούτα να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μου κι όπως πήγα να πάρω το ποδήλατο να φύγω όσο γινόταν πιο μακριά με σταμάτησε ένα χέρι αόρατο και μου ‘στρεψε το βλέμμα και τη θύμηση στα πιο παλιά τα χρόνια, εκείνα των Ενετών. Μπροστά σε  τούτη τη μικρή και χαμηλή εκκλησιά του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, σήμα κατατεθέν της πλατείας  άρχισε πάλι η σκόνη να γίνεται σύννεφο και οι φωνές των ανθρώπων να βουίζουν στα αυτιά μου.

Τούτη τη φορά έμεινα ακόμα πιο έκπληκτη. Άλογα τρέχανε, ιππότες με τις στολές τους και μακριά κονταριά, χτυπιόντουσαν,  αγωνίζονταν στην κουϊντάνα. Άραγε  να ‘ταν για  χάρη κάποιας  πριγκίπισσας ξακουστής;  Μα ναι, κατάλαβα τότε πως ήταν η μεγάλη γιορτή των Ενετών την Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, η Giostra! Όλοι οι Άρχοντες της Candia παρατεταγμένοι, ζητωκραύγαζαν μαζί με πλήθος κόσμου απλών ανθρώπων  κι είχε πλημμυρίσει ο τόπος χρώματα, χρυσάφι, ασήμι και ομορφιά. Να ‘ταν η χρονιά εκείνη στα 1664 κι είδα το γιο του Τζουάνες Παπαδόπουλου, τον Νικολό αν και μόλις 11 χρονών να παραβγαίνει πρώτος στο κοντάρι σαν τον πιο γυμνασμένο  ιππότη…

Ο δυνατός νοτιάς που κατακτυπούσε τα πανιά, τα καταπράσινα πάνω στους ετοιμόρροπους τοίχους της πάλαι ποτέ Εκκλησίας, Τζαμιού  ή Τέμενους του Αϊ Γιάννη του Βαπτιστή με ξανάφερε στο σήμερα.  Απολύτως τίποτα δεν υπήρχε. Απόλυτη ερημιά παντού, άσχημα κτίρια, φανάρια και ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι. Θαύμασα το μόνο όμορφο πράγμα που κρεμόταν στο τίποτα… Τον πίνακα από το εξώφυλλο του βιβλίου του Στέλιου Βισκαδουράκη, «Το Ταγκό της βροχής», έργο δικό του στο βιβλίο και αντιγραφή και μεταφορά του εκεί από τον ζωγράφο Μανόλη Σπανάκη στο Τέχνη Καθ΄οδόν το καλοκαίρι  του 2016…

Ποια είναι η πλατεία Χεϊτάν ή Σεϊτάν  Ογλού σήμερα;

Η πλατεία Αρκαδίου που  βρίσκεται στην περιοχή των οδών Αμνισού, Αμαλθείας Κυρίλλου Λουκάρεως  και  στο τέλειωμα της 1821. Με την αναχώρηση των μουσουλμάνων στα 1923 και κατόπιν σύστασης ειδικής επιτροπής της δημοτικής αρχής κάθε τι οθωμανικό καθαιρέθηκε  ή κατεδαφίστηκε ή αλλάξε όνομα και έτσι μετονομάζεται  τον Σεπτέμβρη του 1924.

Η οδός Αρκαδίου σήμερα
Η οδός Αρκαδίου σήμερα

«Σεϊτάν Ογλού» θα πει «Δαιμόνιος άνθρωπος», μια παράξενη ονομασία που κανείς δεν ξέρει γιατί ονομάστηκε έτσι τούτη η πλατεία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Πιθανόν επειδή εκεί υπήρχε το περίφημο τζαμί του Μαχμούτ Αγά (ή Σεϊτάν Ογλού)  όπου παλαιότερα κατά τον 13ο αιώνα ήταν η λατινική εκκλησία του τάγματος των Φραγκισκανών στην οποία είχαν ταφεί οι Petro Badoer και Petro Emiliani και στα νεώτερα χρόνια ονομάστηκε Ναός Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή.

Άλλοι λένε πως πήρε αυτήν την ονομασία επειδή σε τούτη την πλατεία σύχναζαν μόνο οι Τούρκοι νταήδες οι τραμπούκοι και οι αλήτες. Στις μεταφράσεις των τούρκικων αρχείων του Ν. Σταυρινίδη  αναφέρεται πως στην μικρή πλατεία του Σεϊτάν  Ογλού  υπήρχε γύρω στα 1750 ένα φρενοκομείο…

«Μη ρωτάτε γιατί το μέρος αυτό είχε την ονομασία ετούτη. Από το όνομα θα ξεδιακρίνετε και την πολιτείαν!»****

Πήρα το ποδήλατο και κατηφόρισα προς τον Άγιο Μηνά…

Άνοιξη έμπαινε να δω τις ανθισμένες ροζ κουτουπιές ή πασχαλιές στην αυλή του…

Ίσαμε την επόμενη φορά…

** Σημερινή Παναγία των Σταυροφόρων

***Τα Μαχαιράδικα της σημερινής οδού 1821.

ΠΗΓΕΣ:

****Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης, Εκδ. Δοκιμάκης.

Υπήρχε μια πόλη, 2ος τόμος, Λιάνα Σταρίδα,εκδ. Ιτανος.

Στον καιρό της Σχόλης, Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα, Τζουάνες Παπαδόπουλος,ΠΕΚ, 2012.

Μεταφράσεις Τούρκικων Ιστορικών Εγγράφων, τ.Α΄- Ε Ηράκλειο 1975, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.

«H ονομασία των οδών στην εντός των τειχών πόλη », Ευγενίας Λαγουδάκη – Σασλή, εφ. ΠΑΤΡΙΣ.

*Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη, 2017.