Τώρα με τον κορονοϊό οι συνήθειες ζωής μέσα στις πόλεις έχουν κάπως αλλάξει. Όμως ο κορονοϊός πανδημία είναι και όπου νά ‘ναι θα περάσει. Και θα ξανάρθει ο συνηθισμένος τρόπος ζωής. Βρισκόμαστε στην τελευταία του φάση. Εμβολιαστείτε. Πειθαρχείτε στις διαταγές  για προφύλαξη. Μην παρασύρεστε από τους ανοήτως ή υπούλως αντιδρώντες. Κάντε υπομονή. Και η ελευθερία ζωής μέσα στην πόλη, όπου νά ‘ναι θα φανεί. «Ελευθερία ζωής μέσα στην πόλη…» Τρόπος του λέγειν.

Στις  σημερινές πόλεις όλοι τρέχουμε.  Βιαστικοί. Να προλάβουμε. Βι-α-ζό-μα-στε. Ασκείται δηλαδή κάποιο είδος αόρατης βίας επάνω μας. Έχουμε πολλές υποχρεώσεις. Πάντοτε κάτι έχουμε να προλάβουμε. Την υπηρεσία μας. Να πάρουμε το παιδί από το σχολείο.  Να πάμε στην τράπεζα. Στο ταχυδρομείο. Στο σουπερμάρκετ. Ραντεβού με τον γιατρό… Ποτέ δεν ησυχάζουμε.

Ποτέ δεν ηρεμούμε. Τρέχουμε άντρες και γυναίκες. Γιατί και οι γυναίκες, αντί μέσα στο σπίτι να μεγαλώνουνε παιδιά, βγήκαν, στον βιοπορισμό  κι αυτές, και τρέχουν μαζί με τους άντρες. Ατέλειωτες ουρές τα αυτοκίνητα με τα οποία τρέχουμε στους δρόμους. Λείπει η ήρεμη οικογενειακή ζωή που ζούσαμε στο χωριό.  Τώρα σκορποχώρι. Σκλάβοι της εργασίας, της δουλειάς. Δουλειά, δουλεία, δούλος… Λέγε καλύτερα «εργασία». Να παρηγορηθείς.

Τα μικρά παιδιά, σε γιαγιάδες, σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, σε νηπιαγωγεία. Λίγο βλέπουν τους γονείς τους. Και οι γονείς λίγο προλαβαίνουν να χαρούν τα παιδιά τους στην τρυφερή, την χαριτωμένη τους ηλικία. Όλο σε ξένα χέρια, όσο είναι μικρά και χαριτωμένα. Η ζωή στην πόλη έχει γίνει αγχωτική. Είναι βαλμένη σε αυστηρότατο πρόγραμμα, από το οποίο δεν  επιτρέπεται να ξεφύγεις. Είσαι στριμωγμένος  μέσα σε καλούπι.  Σηκώνεσαι το πρωί, πλύνεις το πρόσωπό σου, ετοιμάζεσαι,  αν είσαι άντρας ξυρίζεσαι, τρως πρωινό αν προλαβαίνεις…

Μερικοί παίρνουν το πρωινό τους όρθιοι, στο πόδι. Και όλο κοιτάζεις το ρολόι σου, μην αργήσεις.  Και βγαίνεις έξω να τρέξεις  να προλάβεις, μαζί με τους άλλους. Και όλοι τρέχουν. Τρεχάτοι με τα πόδια, τρέχουν με το γιωταχί, με την συγκοινωνία, με ταξί… Και όλο κοιτάζουν το ρολόι τους  μην αργήσουν. Και αγωνιούν. «Αργεί να έρθει το λεωφορείο!»  «Κυκλοφοριακή συμφόρηση! Δεν θα προλάβω!» «Δεν βρίσκω ταξί!» «Δεν  παίρνει μπρος το αυτοκίνητο!»

Από μωρά που πάμε στο νηπιαγωγείο ως τα βαθιά γεράματα, όλοι τρέχουμε, με αγωνία πάντοτε, κάτι να προλάβουμε στις πόλεις. Και η ζωή μας κυλά  μέσα σε βιασύνη (=βιαιότητα) και αγωνία. Ακόμη και συνταξιούχος παππούς να είσαι,  τρέχεις για τα εγγονάκια σου, για να εξυπηρετήσεις το παιδί σου που έχει οικογένεια και δεν προλαβαίνει, να το ελαφρώσεις από τα πολλά τρεχάματα.

Φύγαμε από τα χωριά. Χάσαμε την ηρεμία μας. Εκεί είχες βέβαια φτωχική ζωή και κούραση στα χωράφια. Αλλά είχες  και περιόδους  απόλυτης ηρεμίας. Και ώρες παρέας  με συγγενείς και φίλους. Στις πόλεις χάσαμε και τους συγγενείς μας. Αλλού ο ένας, αλλού ο άλλος. Πρέπει να ξοδέψεις  μισή μέρα για να τον επισκεφθείς. Στις πόλεις όμως  ο χρόνος είναι χρήμα.

Δεν είναι για ξόδεμα σε επισκέψεις. Είμαστε  ξένοι ακόμη και με τους συνοίκους μας  στην ίδια πολυκατοικία.  Ακόμη και εχθροί και μαλωμένοι, γιατί μερικοί δεν πληρώνουν τα κοινόχρηστα ή κάνουν φασαρία ή μας εμποδίζουν στο πάρκιν… Και όλο τρέχουμε. Πού ώρα για χαλάρωση και για παρέα…

Ακόμη και το τηλεφώνημα συγγενούς μας γίνεται  μερικές φορές ενοχλητικό. Και οι διακοπές  ελάχιστες. Και συνήθως τις  αφιερώνουμε για δουλειές που δεν προλάβαμε  να κάνουμε. Αχ, τι ωραία που ήταν στο χωριό! Το χωριό όμως ερήμωσε.  Όλοι φύγανε –  ρημάξανε απεριποίητα τα σπίτια τους.

Πήγανε στις πόλεις, για να τρέχουν με αγωνία. Να προλάβουν. Στην πόλη ούτε το φαΐ  δεν το ευχαριστιέσαι. Η μπουκιά, από την αγωνία, κόμπος στον λαιμό  σου κάθεται. Γιατί τρώμε και σκεφτόμαστε: «Θα προλάβω;».

Στην πόλη έχουμε θέατρα, κινηματογράφους, σχολεία, πανεπιστήμια, κλινικές, μεγάλα  και ωραία κτίρια, ωραία πάρκα, ωραία καταστήματα… Αξίζει όμως τον κόπο; Μια ζωή να τρέχεις για να βρίσκεσαι κοντά στο ωραίο κατάστημα ή στον κινηματογράφο ή στην κλινική… αν χρειαστεί… Πόσο άλλαξε η ζωή μας με τον «πολιτισμό»! (πόλις – πολίτης – πολιτισμός, ο ένοχος).