Πρέπει να ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι γονείς μου αποφάσισαν να με γράψουν για να πάω στις κατασκηνώσεις του καλοκαιριού της Νέας Μηχανιώνας, τις οποίες οργάνωνε το ΠΙΚΠΑ Θεσσαλονίκης. Ήμουν αδύνατος.

Απομεσήμερο Αυγούστου φτάσαμε με μικρό καΐκι από την Θεσσαλονίκη στην Νέα Μηχανιώνα. Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού μας έβαλαν στην σειρά και ζυγιζόμασταν, ένας ένας, νηστικοί. Κάποιος σε ένα διπλανό τραπεζάκι κρατούσε τα στοιχεία μας και έγραφε και πόσες οκάδες ήμασταν.

Μετά μας οδήγησαν στην πτέρυγα του κτιρίου κατασκηνώσεων για τα αγόρια. Το βράδυ πήραμε βραδινό σε μια μεγάλη τραπεζαρία, όπου έκανε αποπνικτική ζέστη.

Την άλλη μέρα, με καϊκάκι πάλι, ήρθαν τα κορίτσια. Ακολούθησε η ίδια διαδικασία. Και εγκαταστάθηκαν στην πτέρυγα των κοριτσιών. Οι ομαδάρχισσές μας  (ήμασταν χωρισμένοι σε ομάδες των δέκα), ανάμεσα στα άλλα, για να μας διασκεδάσουν, μας έμαθαν και το τραγούδι:

Την άλλη μέρα το πρωί

απ’  την αρχή και πάλι

ήρθαν οι κοπελιές

με ψείρες στο κεφάλι.

Χτένες και ντι ντι τι

και δουλειά πολλή.

Το τραγουδούσαμε και γελούσαμε κοροϊδεύοντας τα κορίτσια. Τα κορίτσια τραγουδούσαν άλλα πειραχτικά τραγούδια εναντίον μας. Πάντως όλα τα αγόρια τότε ήμασταν κουρεμένα με την ψιλή μηχανή, σύρριζα. Απαγορευόταν να έχομε μαλλιά.

Τα πρωινά, μετά την ομαδική προσευχή, στεκόμασταν κατά ομάδες των δέκα μπροστά σε ένα καζάνι με βρασμένο γάλα. Από αυτό γέμιζαν, με μια κουτάλα, ένα αλουμινένιο κύπελλο (πενήντα περίπου δράμια) και πίναμε,  ο ένας μετά τον άλλο, όλοι από το ίδιο κύπελλο, γάλα. Βιαστικά, στα όρθια. Ήταν το πρωινό μας. Εγώ σιχαινόμουν.

Υποχρεωτικός ήταν ο μεσημεριανός ύπνος μέσα στην αίθουσα με την ανυπόφορη ζέστη, που οι τοίχοι της άναβαν και έκαιγαν από τον καυτερό αυγουστιάτικο ήλιο. Στην πραγματικότητα δεν κοιμόμασταν. Δεν μας έπαιρνε ύπνος. Ήμασταν απλώς πλαγιασμένοι. Και όταν περνούσε η ομαδάρχισσά μας για επιθεώρηση, κλείναμε τα μάτια και προσποιούμασταν τον κοιμισμένο.

Ένα μεσημέρι με τσάκωσε η ομαδάρχισσά μας να γράφω – μπρούμυτα επάνω στο κρεβάτι – κάτι σε ένα μικρό τεφτεράκι που κρατούσα. Δεν με μάλωσε. Με παρακάλεσε να δει τι γράφω. Της έδωσα το τεφτεράκι μου φοβισμένος. «Εδώ περνάμε καλά. Αλλά κάθε πρωί πίνουμε γάλα όλοι από το ίδιο κύπελλο. Και εγώ σιχαίνομαι» έγραφα. Η ομαδάρχισσα μού το επέστρεψε χαμογελαστή.

Δεν έκανε κανένα σχόλιο. Όμως την άλλη μέρα το πρωί με παρουσίασαν στον Διευθυντή της Κατασκηνώσεως για ανάκριση, σαν να ήμουν εγκληματίας. Αυτός είχε μεγάλο κεφάλι με πυκνές μαύρες φρυδάρες  και πολύ μικρά μάτια. Φορούσε χοντρά γυαλιά μυωπίας με μαύρο σκελετό.

Τα χέρια του ήταν παράξενα κοντά. Κρατούσε ένα μελανί μολύβι φάμπερ, που το έπαιζε συνεχώς νευρικά ανάμεσα στα χοντρά δάχτυλά του. Λαιμό δεν είχε. Το κεφάλι του ήταν κολλημένο κατευθείαν ανάμεσα στους ώμους του. Και κάτω από τα σαγόνια του κρέμονταν κάτι γουρουνίσια προγούλια. Με κοίταζε πολλή ώρα. Και ύστερα με ρώτησε πώς με λένε. Τίποτα άλλο. Μετά από λίγη ώρα ήρθε η ομαδάρχισσά μου και με πήρε.

Από την μέρα εκείνη είχα την αίσθηση ότι ήμουν υπό παρακολούθηση. Σεσημασμένος. Κάθε μεσημέρι, την ώρα του μεσημεριανού ύπνου, η ομαδάρχισσά μας πλησίαζε στο κρεβάτι μου και με ρωτούσε αν είχα γράψει κάτι καινούργιο στο σημειωματάριό μου.

Πέρασαν οι τρεις εβδομάδες της κατασκήνωσης και ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Μας έβαλαν πάλι στην σειρά και, τώρα, μας ζύγιζαν χορτάτους, μετά από το μεσημεριανό φαγητό, για να φανεί ότι στην κατασκήνωση παχύναμε. Εγώ είχα χάσει μισή οκά. Η κατασκήνωση δεν με ωφέλησε.

Όταν γύρισα στο σπίτι, ένιωσα ελεύθερος. Ανακουφίστηκα.