Παγωνιά είχε τούτο το πρωινό του Μάρτη. Φουσκωμένη η θάλασσα κι ήταν δύσκολο το στενό πέρασμα του Κούλε με το ποδήλατο. Εκτός από το νερό που πεταγότανε ίσαμε δυο μέτρα και παραπάνω ψηλά κι έσκαγε πάνω στο γερό κι απόρθητο φρούριο, φυσούσε ο βοριάς μανιασμένα και σου περόνιαζε  το κόκκαλο.

Άλλαξα πορεία κι άρχισα να κατεβαίνω το Μπεντενάκι κοιτώντας τον Στρούμπουλα απέναντι που παίρνε ένα ροδί χρώμα από εκείνα της άνοιξης, τα πιο ζωντανά, τα πιο χαρούμενα, κι ας φυσούσε.

Ύστερα έστριψα αριστερά και άρχισα να ανηφορίζω εκείνο τον μεγάλο δρόμο, την Αρχιεπισκόπου Μακαρίου που ‘ναι από μέσα από τα τείχη, να προφυλαχτώ από τη δύναμη τ΄ άνεμου. Σαν ανηφόρησα από τη Χανιόπορτα με κατεύθυνση την Πλαστήρα θαύμασα τις κουτουπιές που΄χανε πάρει ένα μωβ χρώμα τα άνθη τους και μύριζε ο τόπος άνοιξη.

Κι εκεί κάπου στη μέση άκουσα γέλια και φωνές και τραγούδια αλλιώτικα. Σαν αμανέδες μού φανήκανε, εκείνα τα μακρόσυρτα τούρκικα τραγούδια ή μήπως ήταν ερωτικά, παθιάρικα και πονεμένα…. Κοντοστάθηκα μπροστά στο πιο φωτισμένο μαγαζί, εκείνης της ώρας.

Κι άνοιξε η πόρτα και σχεδόν τρεκλίζοντας βγήκε ένας μπέης ονομαστός του Μεγαλόκαστρου κι είχε και δυο τρεις άλλους παρέα του που κρατούσαν τις κοιλιές τους απ΄ τα γέλια. Σχεδόν ακούνητη έμεινα, πέτρωσα στη θέση μου και κοίταγα με απορία και θαυμασμό τούτη την  εικόνα.

Στο άνοιγμα της πόρτας μαζί με τους Τσουκαλάδες βγήκε κι ένα μεγάλο σύννεφο καπνού που μύριζε γιασεμί και κανέλα που σκορπίστηκε και χάθηκε στη στιγμή. Χαμογέλασα, από μέσα μου, μην ακουστώ. Ώστε εδώ ήταν λοιπόν τούτο το καλόφημο νυχτερινό κέντρο που ‘χα ακούσει χίλιες μύριες ιστορίες να συμβαίνουνε τα βράδια. Κιοσκάρα το λέγανε, όνομα παράξενο που θύμιζε πιο πολύ μεσόκοπη, πολυβαμμένη γυναίκα,  όπως συνηθίζανε να τις φωνάζουνε οι Καστρινοί άσχετα σε ποιον θεό πιστεύανε… Κιοσκάρα ονομάζανε κι  όλον τον τόπο γύρω…

Ζεχρά  λέγαμε κι εκείνη τη χανούμισα που έπαιζε τον πιο καλό ταμπουρά κι είχε φωνή αηδονιού κι αν ήθελες να τη συναντήσεις έπρεπε να διαβείς το πιο φημισμένο σπιτικό του παλιού Μεγάλου Κάστρου, την περίφημη Κιοσκάρα. Νοικιασμένο ήτανε, ενός δασκάλου σπίτι τούτο, από την Καμέρ Χανούμ μίαν άλλη Τουρκάλα που ΄χε έρθει από τη Θεσσαλονίκη κι εκεί ξανάφυγε το ’19 που σκουρήνανε τα πράματα. Λένε πως η ομορφιά της Ζεχρά, δεν συναντιότανε σε κανένα από τα  Καφέ Σαντάν της Κρήτης ολάκερης.

Βγήκε στην πόρτα μαζί με τους ξενύχτηδες κι η Φατώ, αντρογυναίκα με κατάμαυρο δέρμα κι ένα πολύχρωμο μαντήλι δεμένο στο κεφάλι. Τα χέρια της χοντρά και δουλεμένα, σαν των χαμάληδων του λιμανιού, μεγάλα. Στη μέση τα έβαλε και πήρε να κοιτά ίσα κάτω τον δρόμο να δει μπας και φαινότανε κανένας παράξενος να θέλει τέτοιαν ώρα να χαλάσει το γλέντι που έφτανε στο τέλος του… Δυο ξύλινους κουβάδες έβγαλε ύστερα στην ξώπορτα να κινήσει για το Γενί Τζαμί να βρει τους Νερουλάδες ή να τους γιομίσει από του Καλοψούζ τη Βρύση, την τρανή. Να δει και όλες τις πραμάτειες των πωλητάδων, να πουσουνίσει για το μαγαζί.

Από νωρίς θα γέμιζε πάλι κόσμο γυναίκες τούτη τη φορά που θέλανε να γευτούν τα μοναδικά σιροπιαστά γλυκά που θα είχε φροντίσει η Καμέρ Χανούμ να ‘ναι πάνω στους πάγκους,  για να κρατά ψηλά τη φήμη του Καφέ Σαντάν της σε όλο τον καλό κόσμο. Ήξερε η Φατώ ποιος είχε την καλύτερη κανελάδα  κι ήθελε να προκάμει πριν καλά – καλά βγει ο ήλιος να χει τελειώσει με όλα τα ελλείματα από το προηγούμενο βράδυ.

Κι ύστερα σαν απομάκρυνε η παρέα των Τουρκαλάδων, μια νέα φουρνιά ανδρών πάλι με γέλια τρανταχτά πρόβαλε στη εξώπορτα. Φράγκικα ρούχα φορούσαν τούτοι και ψάθινα καπέλα κι ήταν κι ένας κιθαρίστας μαζί τους που με μια στεντόρεια φωνή ξεσήκωνε όλον τον Μαχαλά…

– Πιο σιγά κυρ – Ηλία, θα τσι ξυπνήσεις όλους και πάλι με την αφέντρα μου θα τα βάλει η γειτονιά! Τον νουθέτησε η Φατώ και ανεμάζωξε τους κουβάδες της να ξεκινήσει τη μέρα.

Άσε μας, μωρέ Φατώ…Μια φορά τα ζούμε τα νιάτα, εδά μπορούμε και σεκλετιζόμαστε ακόμη! Αστους να λένε, δεν γνωρίζουν αυτοί από τους καημούς του έρωτα! Της απάντησε ο Ηλίας ο Κοέν, ονομαστός γλεντζές του Κάστρου!

Η Φατώ  χάθηκε στο  σοκάκι χειρονομώντας με το ένα χέρι γιατί στο άλλο είχε τους κουβάδες της. Άκουγες μόνο τα γρήγορα βήματα από τα πασούμια της στο καλντερίμι.

Μια γριά μαυροφορεμένη στύλωσε το βλέμμα της πάνω μου και μου έγνεψε με το χέρι της να σιμώσω την πόρτα. Σαν υπνωτισμένη προχώρησα και σαν έφτασα στο μικρό σκαλοπάτι θαμπώσανε τα μάτια μου από την ομορφιά της κάμαρης που ανοίχτηκε μπροστά μου. Βαριά χαλιά με περίτεχνα σχέδια σκεπάζανε το πάτωμα. Πολύχρωμα κεντήματα πάνω σε μικρά σοφραδάκια και  μικρά ποτήρια της ρακής ή του τσαγιού, δεν καταλάβαινες, γιομίζανε όλη τη επιφάνεια.

Καίγανε ακόμη οι ναργιλέδες. Μικρός χαμός επικρατούσε αλλά εκτός από τη μυρωδιά του καπνού και του ψημένου κάστανου καταλάβαινες πως τούτος ο τόπος μύριζε νιάτα, μύριζε ζωή, μύριζε γυναίκα και σεβντάδες μυστικούς…  Η Ζεχρά, μπροστά μου, με ένα αέρινο κουστούμι γεμάτο κεντίδια και χρυσές πούλιες κρατούσε τον ταμπουρά της και συνέχιζε το τραγούδι εκείνο που με έκανε να σταματήσω από την πρώτη στιγμή μπροστά στο σπίτι της Καμέρ.

Όμορφη γυναίκα, πλανεύτρα, κατάμαυρα  μακριά τα μαλλιά της και μάτια που σαν σε κοιτούσαν δύσκολα θα μπορούσες να τα ξεχάσεις. Εμένα δεν με κοίταξε, συνέχιζε να παίζει. Είδα όμως εγώ το βλέμμα, ένιωσα ένα μικρό παράπονο…

Άραγε για ποιον να τραγουδούσε;  Πού να ήτανε ο δικός της λογισμός…

Η γριά Χάιδω, που ζούσε χρόνια σε τούτο το μαγαζί, κρατούσε ένα δίσκο που ‘χε πάνω του ένα ποτηράκι κονιάκ, ένα μπακλαβά και μπόλικα ζεστά μπεμπλέκια.

-Να ζεσταθείς κόρη μου, φάε και πιες να νιώσεις τη ζωή να ξυπνά μέσα σου. Γλυκόπιοτη να΄ναι, τραγανή και με  αρώματα γιομάτη…

Άπλωσα το χέρι μου να πιάσω το ποτήρι κι έμειναν όλα μετέωρα… Το φρένο του ποδηλάτου μου πατούσα. Στη μέση του δρόμου είχα βρεθεί και παραλίγο να πατήσω μια γάτα που γρήγορα κι απρόσμενα πετάχτηκε μπροστά μου.

Έρημος ήταν και πάλι ο δρόμος… Ψυχή πουθενά. Έψαχνα τα ερείπια της Κιοσκάρας, τίποτα δεν υπήρχε!

Σήκωσα πιο ψηλά το φερμουάρ απ΄ το μπουφάν μου κι άρχισα γρήγορα πετάλι κατηφορίζοντας στον Λάκκο…

Μια ζεστή κανελάδα ήταν ό,τι πρέπει για εκείνη την ώρα. Δεν μπορεί, κάπου θα υπήρχε…

Ίσαμε την επόμενη φορά και ιστορία…

 

*Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη, 2019