– Πώς τα καλοπέρασες Διογένη το Πάσχα;

– Ε, μιαολιά πιο καλά από πέρυσι γιατί οφέτος εγέννησε η προβάτα και έδοκα ένα αρνί του καθενός κοπελιού. Πέρισυς επόμεινε στείρα… ό,τι και να τσίκανα να γκαστρωθεί πράμα. Δεν τσι νοστιμούντανε.

– Δηλαδή Διογένη ήτανε σεξουαλικό το πρόβλημά της…  Κατά τ’ άλλα ποιες άλλες χαρές σε ευτυχήσανε τις μέρες αυτές;

– Ντα ήντα, ύπαρχουνε πιο μεγάλες χαρές άμα ‘ρθουνε τα κοπέλια και τα εγγονάκια να ‘μαστε όλοι μαζί όπως παλιά; Εκειά που τσι λαχταράς να ‘ ρθουνε όλοι μαζί, μια κοπανιά να μη τσι βάνει το σπίτι!

– Ναι Διογένη, τότε είναι που δεν βάζει άλλες χαρές η καρδιά σου. Σαν το ποτήρι που δεν βάζει άλλο νερό. Ας εκάτεχα μπρε και είναι χωριστά το ένα με το άλλο… γη και τα τρια είναι στην κεφαλή σου μέσα!…

– Ας αφήσουμε Διογένη σήμερο το… βάθος και ας περιοριστούμε στην επιφάνεια, στις χαρές των ημερών… Και για πες μου Διογένη, πού πήγατε, πήγατε μακριά έξω και σουβλίσατε τον οβελία;

– Ποιον οβελία; Το αρνί που ‘χα κρατήξει εγώ εσουβλίσαμε, κοντά – κοντά απ’ όξω απού το σπίτι. Το… Αυγιονιό μου το κακορίζικο, εγέρασε κι αυτή και ήθελε να ‘ναι κοντά στο σπίτι να βοηθά κι αυτή στα μέσα και στα όξω, γιατί αλάργο δεν εμπόριε να γλακά!

Να θώργες τη χαρά τσης τση καημένης να τηνε λυπάσαι απού μου ‘λεγε όλο το καιρό πότε θαρθεί το Πάσχα και πότε θαρθεί το Πάσχα να ‘ρθούνε τα κοπέλια! Μ’ αυτή είχε και στο νου της πότε ήθελε να ‘ρθει το Πάσχα γιατί ενήστευγε απουλές και είχε δύο λογιώ αγωνία και εμέτρανε τσι μέρες σαν το στρατιώτη στα ξετελέματα και η σαρακοστή τση φάνηκε χρόνος!

Επέρασε και απού τη λαμπρή από κάτω! Αυτή θέλει δα η καημένη να πάει στον παράδεισο. Λέω τσης, μα άμα δεν μπας εσύ στον παράδεισο ποιος θα πάει; Αυτή είναι άκακη σαν το ζώο. Αυτή θα πάει σίγουρα με τα ζώα μαζί στον παράδεισο… Δε δα να ‘χει ζώα στον παράδεισο; Αλλά είπαμε να μη.. μέρες… πούνε…

– Το  Πάσχα και οι γιορτές Διογένη είναι για τις οικογένειες που σμίγουνε με λαχτάρα και αγάπη. Πού σμίγουνε για να εκδηλώσουνε την αγάπη μεταξύ τους, να σφιχταγκαλιαστούνε, να μεταδώσουνε την ευτυχία ο ένας με τον άλλον και όλοι μαζεμένοι να χαίρονται και να εύχονται καλές γιορτές και του χρόνου… πάλι με χαρές.

– Ε, ντα άμα δεν ερχότανε εμάς τα κοπέλια όχι μόνο χαρές αλλά γιορτές με στενοχώριες θα ‘χαμε πολλές!

– Γι’ αυτό βλέπεις Διογένη και αδειάζει η Αθήνα τις μέρες αυτές. Φεύγουνε με τη σκέψη ότι θα πάνε στα χωριά τους όπου εκεί τους περιμένει μια ζεστή αγκαλιά, που θα τους γεμίσει ευτυχία και χαρά. Εκεί που θα αναβιώσουν οι καλές παιδικές αναμνήσεις, θα αναζωογονηθούνε κια θα ηρεμήσουνε μέσα στην ηρεμία και την γαλήνη της φύσης, θα αφήσουνε πίσω τους τη βαρετή και ανιαρή καθημερινότητα του θορύβου και του άγχους, τις σκοτούρες και τα βάσανα.

– Ναι, θωρώτσις εγώ μπρε απού φεύγουνε γελαστοί και γιαγέρνουνε μουτρομένοι! Οι οικογένειες όμως που είναι τσακωμένες και δε σμίγουνε τσι… φοβούνται τσι γιορτές!

– Αρα Διογένη πού κρύβεται η ευτυχία;

– Στην αγάπη θες να πεις;

– Ναι, Διογένη, και στην οικογένεια.