Μπορεί οι λέξεις να μην έχουν κανένα νόημα και σημασία, όταν αναγνωρίζεις τις προθέσεις των ανθρώπων, έγραψε η Χιλιανή συγγραφέας Ιζαμπέλ Αλιέντε, αλλά ο δικός μας ο Παλαμάς αντέτεινε παλαιότερα ότι «ακόμη κι αν οι άνθρωποι ξεχνούν γι’ αυτές, εκείνες επιμένουν να θυμούνται».
Κυρίως γιατί κουβαλούν την ιστορία τους που δεν σβήνει ποτέ. Κι αυτό το καταλαβαίνει κανείς όταν την κάθε λέξη την κοιτάζει επίμονα στο χαρτί σα να τη βλέπει για πρώτη φορά. Και βλέπει ενίοτε πόσο πολύτιμο είναι να μην χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις όταν μια είναι αρκετή. Η σιβυλλική εισαγωγή θα φανεί ίσως παρακάτω…
Έχει περάσει αισίως πάνω από μιάμιση δεκαετία, όταν το 2002 μια αρχική πρόταση εγγραφής της οχυρής νησίδας της Σπιναλόγκας στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας ως παγκόσμια κληρονομιά, μνημειακό σύνολο που σηματοδοτούσε πολλαπλές στοιβάδες της ιστορίας στη χώρα μας και την ανατολική Μεσόγειο, αλλά κυρίως έναν από τους μοναδικούς μαρτυρικούς τόπους της Ευρώπης, έπεφτε στο κενό.
Η μετέπειτα διαμορφωθείσα πραγματικότητα δικαίωσε την αρχικά ουτοπική πρόταση. Τα γεγονότα ξεπέρασαν ανθρώπους, πολιτικούς και Διοίκηση. Πολλοί τότε αγνόησαν, χλεύασαν, ειρωνεύτηκαν, ακόμη και πολέμησαν την ιδέα. Η προσπάθεια επισημοποιήθηκε ήδη το 2009 από το ΤΕΕ/ΤΑΚ. Δεν έχουν όμως καμία αξία τα μικρά μπροστά στα υψηλά επιτεύγματα.
Το προνόμιο της δικαίωσης των μεγάλων στόχων, η Ιστορία το αναγνωρίζει για τον εαυτό της και μόνο, αφού τα αποτυπώματα της μνήμης, των συμβολισμών και των αξιών του παρελθόντος πρέπει να φωτίζουν τον δρόμο των επόμενων γενεών ενός απρόβλεπτου μέλλοντος και ενός παγκοσμιοποιημένου και αντιφατικού κόσμου.
Από τον μακρύ και συναρπαστικό αυτό δρόμο μιας εξέχουσας συλλογικής προσπάθειας, όλοι διδαχτήκαμε τόσα πολλά και σημαντικά. Πριν από λίγες ημέρες το ελληνικό ΥΠ.ΠΟ.Τ., αφού ήδη από τον Ιανουάριο του 2014 η ένταξη υιοθετήθηκε σαν επίσημη πρόταση στην ελληνική tentative list, κατέθεσε το φάκελο υποψηφιότητας προς αξιολόγηση στο κέντρο παγκόσμιας κληρονομιάς στο Παρίσι.
Είναι γνωστό όμως στους ασχολούμενους και μη, ότι αυτόν τον μεγάλο στόχο τον βαραίνει μια σκιά παλαιόθεν, που με καθολική ευθύνη του ΥΠ.ΠΟ.Τ. δεν διορθώθηκε μέχρι σήμερα. Και ήταν θέμα μονομερούς ενέργειας και μόνον. Είναι το πρόβλημα της διπλής ονομασίας της νησίδας, αφού από το 1954 μετονομάστηκε επίσημα (1), κατόπιν εισήγησης του συμβουλίου τοπωνυμιών του κράτους, στο παντελώς άσχετο με την ιστορία της (ανιστόρητο) όνομα «Καλυδών», θηλυκού γένους.
Τρία χρόνια πριν κλείσει το χανσενικό σανατόριο, η ίδια η Πολιτεία βρισκόταν στο αποκορύφωμα εκείνου που σχεδίαζε μεθοδικά χρόνια ήδη νωρίτερα να πράξει. Η μετονομασία ήταν η κορυφή της επιχείρησης «γομολάστιχα της μνήμης» που επεχείρησε να ολοκληρώσει και θεσμικά για το νησί, διαγράφοντας το πραγματικό του όνομα που στιγμάτιζε την ίδια τη χώρα και την εξέθετε πέρα και έξω από τα σύνορά της.
Ήταν τότε που το ίδιο το κράτος επεδίωξε τη λήθη και τον «Καιάδα» για το μνημείο. Το αντίθετο δηλαδή απ’ αυτό που ακριβώς σήμερα επιδιώκεται να γίνει και που αποτελεί δεσπόζον κριτήριο εγγραφής στην πανανθρώπινη λίστα κληρονομιάς:
Το ότι συνδέεται άμεσα και διακριτά με γεγονότα και ζώσες παραδόσεις, με ιδέες και πεποιθήσεις εξέχουσας παγκόσμιας σημασίας. Το ότι εκτός από δείγμα αυθεντικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής με διαχρονική χρήση από τον 16ο έως και τον 20ο αιώνα συνιστά κυρίως οικουμενική διάσταση ενός τόπου ιστορικής μνήμης, με ιδιαίτερους συμβολισμούς, ενός χώρου εγκλεισμού και απομόνωσης, από τους πιο ιδιαίτερους της νεότερης ιστορίας της Κρήτης, της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Το όντως ανιστόρητο αυτό ξενικό όνομα «Καλυδών» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται όχι μόνο από τους άσχετους και τους αδαείς, αλλά – και αυτό είναι το τραγικό – από αυτούς που σε συνεργασία με το ΥΠ.ΠΟ.Τ. προωθούν την ενταξιακή διαδικασία στο διεθνή οργανισμό όπως τον ίδιο τον Δήμο Αγ. Νικολάου. Αλλά και να εξακολουθεί να εμπεριέχεται και στα ίδια τα επίσημα κρατικά έγγραφα και χάρτες. Για την ακρίβεια η λέξη Καλυδών έχει τόση σχέση με τη Σπιναλόγκα, όση σχέση έχει ο Μωάμεθ με το Χριστό.
Για την ιστορία, η Καλυδών, γράφουν οι ιστορικοί οδηγοί, ήταν μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Αιτωλίας και συνδέεται με εξέχοντες μυθολογικούς κύκλους, ενώ είναι γνωστό ότι έλαβε μέρος και στον Τρωικό Πόλεμο. Από τον Όμηρο καταγράφονται 40 συνολικά μέλαινες νήες υπό τον Θόαντα, από άλλες τέσσερεις πόλεις και την Καλυδώνα. Ως ιδρυτής της πόλης αναφέρεται ο Καλυδών, υιός του Αιτωλού και της Προνόης.
Η θέση της έχει ταυτιστεί με βεβαιότητα στο Κάστρο του Κουρταγά, στη δυτική όχθη του Εύηνου ποταμού, σε μικρή απόσταση, προς τα ανατολικά, από την πρωτεύουσα του σημερινού νομού Αιτωλοακαρνανίας, το Μεσολόγγι. Τα ανασκαφικά ευρήματα τεκμηριώνουν κατοίκηση στην περιοχή από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού.
Η πόλη των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων ήταν οχυρωμένη και διέθετε ναούς και θέατρο. Κατά τους Πελοποννησιακούς πολέμους η Καλυδών παρέμεινε για ένα διάστημα αυτόνομη, ενώ το 390 π.Χ. προσχώρησε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Αργότερα, κατά τον πόλεμο των Αιτωλών με τους Μακεδόνες, ισοπεδώθηκε από τον Φίλιππο τον Ε’. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος, μετά την ίδρυση της Νικόπολης, υποχρέωσε τους κατοίκους της Καλυδώνας να μετοικήσουν και όλοι οι καλλιτεχνικοί θησαυροί της πόλης μεταφέρθηκαν στην Πάτρα.
Με την Καλυδώνα συνδέεται ο μύθος του Καλυδώνιου κάπρου, ο οποίος στάλθηκε στην πόλη από τη θεά Άρτεμη για να εκδικηθεί τον βασιλιά Οινέα, επειδή την «ξέχασε» κατά την προσφορά θυσίας σε όλους τους υπόλοιπους Θεούς.
Ο εισηγητής στην μετονομασία του 1954 θα πρέπει να γνώριζε πολύ καλά Ιστορία: Η λέξη Σπιναλόγκα και ο,τι θύμιζε ή σχετιζόταν με αυτή έπρεπε να ισοπεδωθούν από τη μνήμη.Όπως ο Φίλιππος ισοπέδωσε την Καλυδώνα. Εξαίρετος και επιτυχημένος συμβολισμός για την πρόθεσή τους…
Η επιμονή χρήσης του ανιστόρητου ονόματος και των παράγωγων της λέξης «Καλυδών» για την οχυρή νησίδα από τους ίδιους που προωθούν την ένταξη στην UNESCO, δεν προσφέρει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης αλλά και στο ίδιο το brand name που έχει διαμορφωθεί διεθνώς από το πραγματικό της όνομα.
Η αναγκαιότητα διόρθωσης αυτής της εκκρεμότητας έχει επισημανθεί πάμπολλες φορές.
Η παραμονή του ξενικού και άσχετου ονόματος υπονομεύει και υποθάλπει το όλο επιχείρημα. Δυστυχώς επικρέμεται σαν αρνητική σκιά σε οποιεσδήποτε μεγάλες προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι σήμερα.
Η παραμονή του και μετά την κατάθεση του φακέλου αδυνατίζει την ισχυρή ελληνική πρόταση διάσωσης της μνήμης έναντι της διεθνούς κοινότητας.
Η αδικαιολόγητη αυτή παράλειψη πρέπει άμεσα να αρθεί και το ΥΠ.ΠΟ.Τ. να καταργήσει το επίσημο ανιστόρητο όνομα με διορθωτικό ΦΕΚ. Δεν μπορεί ό,τι κτίζουμε να το γκρεμίζουμε μόνοι μας…
(1) ΦΕΚ 91Α/30.04.1954